Η Χρονογάτα: Αυτή την ιστορία μου την είπε ο γέρο Μακ εδώ και πάρα πολύ καιρό, τότε που ζούσε σε μια καλύβα πέρα από το λόφο που αντίκριζα από το παλιό μου σπίτι. Ήταν αναζητητής μεταλλευμάτων στους Αστεροειδείς, στη διάρκεια της Εξόρμησης του ’37 και περνούσε τον καιρό του ταΐζοντας τις εφτά γάτες του. -«Τι σας κάνει ν’ αγαπάτε τόσο πολύ τις γάτες, κ. Μακ;» τον ρώτησα. Ο γέρο μεταλλωρύχος με κοίταξε κι έξυσε το πηγούνι. -«Να», μου αποκρίθηκε, «μου θυμίζουν τα ζωάκια μου στη Παλλάδα. Ήταν κάτι σαν γάτες -ίδιο κεφάλι, κάπως- τα πιο έξυπνα ζωάκια που είδες ποτέ. Νεκρά όλα!» Λυπήθηκα και του το είπα.
Ο Μακ αναστέναξε βαθιά. -«Τα πιο έξυπνα ζωάκια», ξανάπε. «Ήταν τετραδιάστατα γατάκια». -«Τετραδιάστατα, κ. Μακ; Αλλά η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος». Το είχα μάθει αυτό την προηγούμενη χρονιά στη τρίτη τάξη. -«Ώστε πηγαίνεις στο σχολείο, ε;»Έβγαλε τη πίπα του και τη γέμισεν αργά.
«Βέβαια, η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος. Αυτές οι γατούλες ήταν κάπου ένα πόδι μακριές, είχαν ύψος έξι ίντσες, πλάτος τέσσερις ίντσες κι απλώνονταν κάπου στα μέσα της επόμενης βδομάδας. Αυτό δεν είναι τετραδιάστατο; Φαντάσου, αν τους χάιδευες το κεφάλι, μπορεί και να μη κούναγαν την ουρά τους παρά την άλλη μέρα. Μερικές από τις μεγάλες τη κούναγαν τη παράλλη. Γεγονός!» Τον κοίταξα δύσπιστα, αλλά δεν έβγαλα λέξη. Ο Μακ συνέχισε: «Υπήρχαν και τα καλύτερα μαντρόσκυλα σε όλη την πλάση. Έπρεπε. ‘Ακου να δεις, όταν μυρίζονταν κανένα κλέφτη ή κανένα ύποπτο, ούρλιαζαν σαν νεράιδες του θανάτου. Κι όταν ένα σκυλί έβλεπε ένα κλέφτη σήμερα, θα γαύγιζε χθες, γι’ αυτό είχαμε φύλακα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο».
Το στόμα μου κρεμάστηκε. -«Αλήθεια; »
-«Να μη σώσω! Θες να μάθεις πως τα ταίζαμε; Τα περιμέναμε να πάνε για ύπνο, κατάλαβες και τότε ξέραμε ότι ήταν απασχολημένα να χωνεύουν το φαγητό τους. Αυτές οι μικρές χρονογατούλες χώνευαν πάντα το φαγητό τους ακριβώς τρεις ώρες πριν το φάνε,επειδή το στομάχι τους απλωνόταν τόσο προς τα πίσω μέσα στο χρόνο. Έτσι όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, κοιτάζαμε κι εμείς την ώρα, ετοιμάζαμε το φαγητό τους και τους το δίναμε ακριβώς τρεις ώρες αργότερα».
Αφήστε μια απάντηση