Η ΦΙΛΙΑ

20160125_105832Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας ζητήθηκε απ’ τους μαθητές και των δύο τμημάτων της Β’ Τάξης του Σχολείου μας να συνθέσουν ποίημα ή πεζό κείμενο ή να ζωγραφίσουν, ώστε να δώσουν με το δικό τους τρόπο τον ορισμό, την αξία και τα χαρακτηριστικά της φιλίας (θέμα με το οποίο ασχολείται η 3η ενότητα του συγκεκριμένου μαθήματος). Στόχος της εργασίας ήταν να καλλιεργηθούν η αυτενέργεια των μαθητών και να εξασκηθούν ελεύθερα στη δημιουργική γραφή.
Οι μαθητές ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία και χωρίς διορθώσεις ή παρεμβάσεις απ’ την υπεύθυνη καθηγήτρια κ. Αρχανιώτη Ελένη. Oι εργασίες τους παρουσιάστηκαν στην τάξη. Μερικές απ’ αυτές παρατίθενται παρακάτω:

Ρόδινη Φιλία της Ζωής – Μαρίας Ζαχαράτου
Τμήμα: B1
Σχολικό Έτος: 2015-2016
Ιεράπετρα Κρήτης , 12 Φεβρουαρίου 1912.
Απ’ το πρωί ήταν όλοι ανάστατοι στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Γρικάκη. Ήταν βλέπετε η πρωτότοκη κόρη του,αν και ο ίδιος επιθυμούσε ένα γιο,που θα αναλάμβανε τα κτήματα και όλο του το βιος. Ο γιατρός της οικογένειας είχε ειδοποιηθεί απ’ την προηγούμενη κιόλας βραδιά με τους πρώτους πόνους της κυρίας του σπιτιού. Η Ελένη ήταν κόρη μεγαλοδικηγόρου, που απο την Αθήνα οι γονείς της εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, μόνο και μόνο, γιατί μαγεύτηκαν απο την ομορφιά του νησιού. Όλοι απορούσαν για το γάμο της με τον Μανωλιο, καθώς εκείνος δεν είχε το δικό της μορφωτικό επίπεδο, ωστόσο η τεράστια περιουσία του ήταν γι’ αυτούς δέλεαρ.
12:30 μ.μ, κάτω απο μια ροδιά σε ένα λόφο.
Είχε σφίξει σε γροθιές τα χέρια της και το κορμί της τρανταζόταν απ’ τους πόνους. Το ήθελε αυτό το παιδί και ας ήξερε οτι δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Ο Στέιθαν Μαγκρέγκορ ήταν ένας νεαρός Ιρλανδός , που λίγους μήνες πριν είχε αποβιβαστεί στο νησί, για να ξεφορτώσει εμπορεύματα μεταξιού. Ό,τι είχε κρατήσει η Ελπίδα απ’αυτόν τον ξανθό και όμορφο νεαρό ήταν μια μεταξωτή εσάρπα, που τώρα σκέπαζε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Προσπαθούσε να πνίξει τα ουρλιαχτά της σε μια πετσέτα που δάγκωνε , ωστε να γεννήσει όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα γίνεται. Κράτησε στα χέρια της ένα ξύλο και το εσφιξε με όλη της την δύναμη τη στιγμή της κορύφωσης του πόνου. Ξαφνικά άκουσε το κλάμα του μωρού της , ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό , τύλιξε το μωρό της στην μεταξωτή βυσσινιά εσάρπα και του ψιθύρισε κατάκοπη:
– «Εσύ είσαι λοιπόν! Καλώς ήρθες στον κόσμο ! Υποθέτω οτι πρέπει να σου βρώ ενα όνομα!…
Κοίταξε ολόγυρά της τα ρόδια και φώναξε χαρούμενη :
– Θα σε λέω Ροδάνθη! Μακάρι η ζωή σου να είναι ρόδινη!
Την ίδια ώρα στο αρχοντικό Γρικάκη:
-Να σας ζήσει! Να είναι καλοτύχερη και γερή ωσάν το βράχο! Τούτη επαέ αφέντη μου θα κάψει όλους τους λεβέντες της Κρήτης! Ευχήθηκε η παραμάνα του Μανωλιού, πιστή υπηρέτρια του σπιτικού του, χρόνια ολάκερα. Ο Εμμανουήλ Γρικάκης είχε γίνει πια πατέρας και στην έπαυλη το κλίμα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενο. Μέσα στο δωμάτιο οι υπόλοιπες υπηρέτριες φρόντιζαν τη Λενιώ. Εκείνη παρατήρησε την απουσία μόνο μίας. – Πού είναι η Ελπίδα; Θαρρώ πως είναι και αυτή ετοιμόγεννη…
– Τη χάσαμε από το πρωί. Είπε πως θα κατέβει στην αγορά να παραγγείλει νήμα για τα υφαντά… αποκρίθηκε μια απο της υπηρέτριες. – Δάφνη !!! είπε η παραμάνα. – Τι ωραίο όνομα! Ξεφώνησε η Ελένη. – Είσαι τυχερή που η πεθερά σου λεγόνταν έτσι!
Τα δυο βρέφη μεγάλωναν τόσο κοντά και τόσο μακριά συγχρόνως. Η Δάφνη ήταν η μονάκριβη κόρη του πλουσίου γαιοκτήμονα και η Ροδάνθη η κόρη της υπηρέτριας. Ο Εμμανουήλ Γρικάκης πάντα ήθελε να κρατά αποστάσεις απο το προσωπικό. Θεωρούσε ντροπή να σχετίζονται τα μέλη της οικογένειάς του με τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Ξεχνούσε οτι και ο ίδιος προερχόταν από μια αγροτική οικογενεια. Είχε δεχθεί την ίδια αντιμετώπιση απ’ τους γονείς της συζύγου του.
Η Ροδάνθη μεγάλωνε σαν αγοροκόριτσο. Σέλωνε τα άλογα με τη μητέρα της, καθάριζε τους στάβλους, έτρεχε ολημερίς στην ύπαιθρο και ήξερε ήδη απο τα δέκα της χρόνια να ρίχνει το καλύτερο λάσο. Αντιθέτως, η Δάφνη ήταν μεγαλωμένη σαν εύθραυστη πορσελάνινη κούκλα. Ανάμεσα στα ακριβά φορέματα και στα μαθήματα γαλλικών και πιάνου. Η πρώτη τους συνάντηση ήταν επεισοδιακή.
Κάθε φορά που η Δάφνη κατέβαινε απο την άμαξα του πατέρα της με τα βελούδινα φορεματά της, η Ροδάνθη την κρυφοκοίταζε απο τους στάβλους και γελούσε. Της φαίνονταν αστεία με αυτά τα ρούχα, γιατί η ίδια τριγυρνούσε πάντα ατημέλητη. Κάποτε τρύπωσε στην κουζίνα του αφεντικού της για να κάνει παρέα στη μητέρα της κι εκεί άκουγε τη Δάφνη να πάιζει πιάνο. Ήταν η πρώτη φορά που την πήρε στα σοβαρά. Τη μάγεψε η μελωδία. Η μητέρα της για να μην ζηλεύει της είπε: – Εσυ παίζεις καλύτερα φισαρμόνικα!
Μια μέρα στους στάβλους.
Η Δάφνη θα πήγαινε για ιππασία και η Ροδάνθη της σέλωσε το άλογο.
– Πώς σε λένε; την ρώτησε η Δάφνη
– Ροδάνθη! Απάντησε εκείνη. – Έχουμε και οι δυό μας ονόματα λουλουδιών… – Να μην κάνεις απότομες κινήσεις. Τα άλογα το καταλαβαίνουν … την συμβούλεψε η Ροδάνθη. Η Δάφνη είχε τρόπους μιας μικρής κυρίας. Γλυκύτητα και ευγένεια. Η Ροδάνθη ήταν αντίθετα, το αγρίμι. Δεν συμπαθούσε τους πλούσιους. Πάντα διέκρινε την ξιπασιά τους. Εκείνη την μέρα όμως άλλαξε γνώμη. Η Δάφνη ήταν άπειρη και στην ιππασία κόντεψε να σκοτωθεί. Αν δεν ήταν η Ροδάνθη να σταματήσει το άλογό της, θα την είχε ρίξει χάμω με τρόπο μοιραίο. – Μου έσωσες τη ζωή! Σ’ ευχαριστώ! της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά. Έβγαλε την καρφίτσα που φορούσε και της την χάρισε. Η Ροδάνθη της χαμογέλασε και αποκρίθηκε : – Δεν έχεις ιδέα απο άλογα! – Θες να μου μάθεις; Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Οι δύο συνομήλικες συναντιόντουσαν κρυφά τα απογεύματα με τα άλογά τους. Συχνά πήγαιναν στην λίμνη για ψάρεμα. Η Ροδάνθη προσπαθούσε να την μυήσει στον κόσμο της και η Δάφνη στο δικό της. Και τα χρόνια περνούσαν. Οι μικρές μεγάλωναν.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1927
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι μικρές είχαν συνεννοηθεί να βρεθούν λίγο πριν την εκπνοή του προηγούμενου έτους. Σκαρφίστηκαν ολόκληρο σχέδιο, ώστε να ανταλλάξουν τα δώρα τους στο κελάρι με τα κρασιά. Και πράγματι η Δάφνη περίμενε την Ροδάνθη . – Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω … Νομίζω ότι οι ώμοι μου δεν φτιάχτηκαν γι’ αυτό! αποκρίθηκε η Ροδάνθη και της έδωσε την εσάρπα του πατέρα της. Η Δάφνη συγκινημένη τη φόρεσε αμέσως. Ήταν η βυσσινιά μεταξωτή εσάρπα που είχε χαρίσει ο Στέιθαν στην Ελπίδα. Το δικό σου δώρο είναι αρκετά μεγάλο! Ακολούθησέ με! Είπε η Δάφνη, τραβώντας την απο το χέρι και την οδήγησε στους στάβλους. – Μα εδώ βλέπω την Αστραπή! είπε η Ροδάνθη εννοώντας το κατάμαυρο και καθαρόαιμο άλογο που της είχε φέρει ο πατέρας της απ’ την Βιέννη. – Ακριβώς! Και είναι δική σου! Η Ροδάνθη άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένη και να χοροπηδάει απ΄ την χαρά της. Άκουσαν το ρολόι να χτυπάει δώδεκα ακριβώς και αγκαλιάστηκαν. – Φεύγω τώρα! Μη με πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου! Γύρνα κι εσύ στο προσωπικό!
Ένα πρωινό στο λόφο με τις ροδιές
-Μα γιατί οχι; Είναι ωραία γλώσσα! – Δε θέλω να μάθω γαλλικά Δάφνη!… Λοιπόν αύριο είναι τα γενέθλιά μας. Το ξέρεις οτι κάτω απο αυτή τη ροδιά με γέννησε η μάνα μου; Τι καλά θα ήταν να σβήναμε μαζί τα κεράκια μας … Αλλά εσείς θα έχετε ετοιμάσει ολόκληρη φιέστα! – Θα τα γιορτάσουμε! Αύριο γινόμαστε 18! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; ενηλικιωνόμαστε… – Ξέρω… Ξέρω… Εσύ θα πάς να σπουδάσεις κι εγώ θα συνεχίσω να δουλεύω για τον πατέρα σου Δάφνη. – Όχι! Σήκω! της είπε και την τράβηξε απ’ το χέρι. Έφτασαν τρέχοντας στο κτήμα του πατέρα της. Εκείνος τις είδε μαζί και συνοφρυώθηκε. – Σου ‘χω πει χίλιες φορές… -Αν δεν έρθει μαζί μου για σπουδές δεν θα πάω ούτε εγω! Τον διέκοψε εκείνη με ύφος αποφασιστικό. Ο Εμμανουήλ Γρικάκης κρυφοχάρηκε, αν και όλοι οι εργάτες ολόγυρα πίστεψαν πως θα έχει γίνει έξαλλος. Εκείνος όμως έβλεπε πια την επιρροή της Ροδάνθης στην κόρη του. Άρχιζε να γίνεται μια δυναμική ύπαρξη. Το μικρό και εύθραστο πλασματάκι ξαφνικά μεγάλωσε και διεκδίκησε! – Σπουδές η Ροδάνθη; Τη φίλη σου έτσι και την κρατήσεις μακριά απ’ τα άλογα θα την σκοτώσεις! Τόσο λίγο την αγαπάς; Τη ρώτησε. Και οι δύο σαστισαν. Κοιτούσαν η μια την άλλη αμίλητες. – -Έχει δίκιο ο πατέρας σου! Εγώ ανήκω στην φύση και εσύ στα γράμματα! Και ήταν αυτή σοφή κουβέντα που εντυπωσίασε τον Γρικάκη. Ποτέ δεν ξεχώρισε τα δύο κορίτσια. Όσο η Δάφνη σπούδαζε δασκάλα, η Ροδάνθη είχε γίνει το δεξί του χέρι. Κάποτε της είχε πει: – Κάνεις για χίλιους γιούς!
Το χειμώνα του ΄52 ο Γρικάκης αρρώστησε βαριά απο πνευμονία. Τα κορίτσια τον φρόντισαν ως την τελευταία του πνοή. – Συγγνώμη… τους ψέλλισε. – Μα γιατί πατέρα; ρώτησε η Δάφνη. – Για τις τιμωρίες που σου επέβαλλα κάθε φορά που βρισκόσασταν… Νόμιζα πως θα σε …. διαφθείρει… – Μην τα σκέφτεσαι τώρα αυτά, αφεντικό! – Μη με ξαναπείς αφεντικό! Δεν χρειάζεσαι αφέντη Ροδάνθη. Να μείνετε έτσι αγαπημένες σαν αδερφές. Κι όλα θα μοιραστούν στις δυό σας δίκαια.
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Και αυτό έπραξαν οι δύο γυναίκες. Μόνες πια, χωρίς γονείς, προχώρησαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες , μα τίποτα και κανείς δεν τις χώρισε ποτέ!… Γιατί η φιλία είναι μία μορφή αγάπης που γεφυρώνει ανθρώπινες ψυχές και στα χτυπήματα του χρόνου δυναμώνει.
« Τσι φιλίας το κρασί μεθά τους λαβωμένους ώστε ο πόνος να θωρεί μικρός γι’ αντρειωμένους»

 

Η φιλία είναι το πάν!!! της Μαρίας Λιαπίκου
Τμήμα: Β1
Σχολικό Έτος: 2015-2016

Γειά σας παιδιά!
Είμαι η Λίζα , η καταγωγή μου είναι απ’ την Ρόδο ενα πανέμορφο νησί. Εκεί μένω με τους γονείς μου. Τα καλοκαίρια πηγαίνω διακοπές στην αγαπημένη μου γιαγιά. Εκεί μαζευόμαστε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και καθόμαστε γύρω απ’ αυτή και μας λέει ιστορίες.
Η γιαγιά μου έχει περάσει τόσα και τόσα αλλά είναι δυνατή και καλή. Μας λέει τόσο ωραίες ιστορίες και πιστεύει οτι η ζωή είναι μια τεράστια ιστορία, είτε με καλό τέλος είτε με κακό. Σήμερα θα μας μιλήσει για τον όρο φιλία μιας και μεγαλώσαμε και πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τις αληθινές από τις ψεύτικες φιλίες. Έτσι μαζευτήκαμε γύρω απο την γιαγιά μου και άρχισε να μας διηγείται την ιστορία της.
«Επιτέλους Ε’ δημοτικού , εγώ και η Νεφέλη η καλύτερή μου φίλη ήμασταν τόσο χαρούμενες που ξεκίνησε και πάλι το σχολείο. Οι ημέρες περνούσαν τόσο γρήγορα, πέρασαν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Όταν γυρίσαμε απο τις διακοπές του Πάσχα η κυρία μας έβαλε να γράψουμε μια έκθεση με τίτλο «Η καλύτερή μου φίλη». Και φυσικά η Νεφέλη έγραψε για μένα και εγώ για αυτή. Το μεσημέρι όταν τελείωσα το σχολείο χαιρέτησα τη Νεφέλη και πήγα γρήγορα γρήγορα να ξεκινήσω την έκθεση. Στην έκθεσή μου έγραψα: Την καλυτερή μου φίλη την λένε Νεφέλη. Η Νεφέλη είναι 11 χρονών. Της Νεφέλης της αρέσει να διαφέρει απο τους άλλους. Είναι κομψή και προσέχει την εμφανισή της, δηλαδή θέλει να φοράει τα κατάλληλα ρούχα ανάλογα με την περίσταση. Με τη Νεφέλη γνωριστήκαμε στον παιδικό σταθμό. Η μαμά της και η μαμά μου ήταν επίσης καλές φίλες. Μαζί ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα και συναρπαστικά. Μαζί παίζουμε πολλά παιχνίδια. Το αγαπημένο μας είναι να ντύνουμε τις λίγες κούκλες που έχουμε. Γενικά εγώ και η Νεφέλη δε ζηλεύουμε η μια την άλλη, γιατί και οι δυο είμαστε απο φτωχιές οικογένειες».
Κάθε μέρα η φιλία μου με την Νεφέλη γινόταν όλο και πιο δυνατή έτοιμη να ανταπεξέρθει σε οτι επρόκειτο να συμβεί. Ο καιρός πέρασε και εμείς πια είμαστε στην Α’ γυμνασίου. Στο σχολείο μας έρχονται και άλλα παιδιά απο τα γύρω χωριά. Μια μέρα ενα κοριτσάκι στεκονταν μόνο του σε μια γωνιά της αυλής και εμοιαζε σαν παραπονεμένο. Δεν έχει κάποιον να παίξει και φαινόταν τόσο αθώο και καλό. Το πλησίασα και του είπα αν θέλει να έρθει μαζί μου. Η Νεφέλη, όταν ήμασταν μόνες μας μου έλεγε πως η Άννα δεν της γέμιζε πολύ το μάτι και πως δεν είναι αυτή που φαίνεται. Βέβαια εγώ πήρα για πρώτη φορά το μέρος της Άννας . Έτσι ψιλοτσακωθήκαμε.
Ο καιρός περνούσε και εγώ με τη Νεφέλη τσακωνόμασταν συνέχεια που αυτό δεν συνέβαινε πριν. Ήταν σαν κάποιος να ήθελε να μας χωρίσει. Η Νεφέλη μια μέρα ήρθε και με έπιασε. Ήταν πολύ θυμωμένη και στενοχωρημένη. Μου είπε κλαίγοντας οτι η Άννα είναι ένα απαίσιο και κακό κορίτσι και το μόνο που ήθελε ήταν να μας χωρίσει και όχι να γίνει πραγματική μου φίλη. Έφυγε τρέχοντας χωρίς να πει τίποτα. Εγώ έμεινα εκεί παγωμένη και σκεφτόμουν την Νεφέλη. Ξαφνικά ήρθε η Άννα και με ρώτησε τι συνέβη. Τότε την έσπρωξα και τηε είπα πως δεν ήθελα να την ξαναδώ.
Κάθισα και σκέφτηκα, ότι όλα όσα μου έλεγε ήταν σωστά. Μα γιατί παρασύρθηκα έτσι; όλες οι παροιμίες είναι σωστές και σε αυτή την περίπτωση η κατάλληλη είναι. «Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι». Έτσι πήρα δύο σοκολάτες και πήγα να της ζητήσω πραγματικά συγγνώμη. Καθώς πήγαινα στο σπίτι της συνάντησα την μαμά μου. Ήταν τόσο στενοχωρημένη αλλά δεν ήθελε να το δείξει ή ήθελε να παραμείνει ψύχραιμη. Με πήρε και φύγαμε. Όταν πήγαμε στο σπίτι της εξήγησα ό,τι είχε γίνει με κάθε λεπτομέρια. Στο τέλος της είπα οτι θα πάω να τη ζητήσω συγγνώμη στη Νεφέλη και να της δώσω το αγαπημένο της γλυκό. Καθώς σηκώθηκα να φύγω με έπιασε απ’ το χέρι και με δάκρυα στα μάτια μου είπε οτι η Νεφέλη έφυγε. Είχα αρχίσει να ανησυχώ, όμως δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Της είπα να μου το πεί με απλά λόγια. Μου είπε οτι η Νεφέλη, όπως βγήκε απο το σχολείο, δεν κοίταξε στο δρόμο και τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ρώτησα με δάκρυα στα μάτια αν πέθανε και μου απάντησε πως ναι. Τότε η καρδιά μου έσπασε στα δυο, έχασα τη γη κάτω απο τα πόδια μου. Ξέσπασα. Μετά απο λίγες ώρες θα γινόταν η κηδεία. Δεν άντεχα να πάω να της πω ακόμη ένα σ’ αγαπώ.
Οι μέρες πέρασαν, εγώ χρειάστηκα ψυχολόγο γιατί δεν ανοιγόμουν σε κανένα. Δεν ξαναεμπιστεύτηκα κανένα.
Όταν η γιαγιά μου τελείωσε την ιστορία όλοι κλαίγαμε απαρηγόρητοι. Ήταν ακόμη μια ωραία και συγκινητική ιστορία. Όταν η γιαγιά μου μας αφηγείται ιστορίες μου θυμίζει τον Χριστό που έλεγε και αυτός τις ιστορίες – παραβολές στους μαθητές του. Κάθε ιστορία ειναί μια παραβολή που στο τέλος περνάει το κατάλληλο ηθικό δίδαγμα.

« Ο Μητσάρας» της Ευφροσύνη Koνταρή
Τμήμα: B2
Σχολικό Έτος: 2015-2016
Η λάμψη των αστεριών είναι αξέχαστη. Σαν τους ανθρώπους που χάνουμε καθημερινά. Δεν τους ξεχνάμε εύκολα, ούτε τους ξαναβρίσκουμε. Τους θυμόμαστε πάντα και θα βρίσκουν καταφύγιο στις καρδιές μας. Έτσι κι εκείνη. Δεν ξέχασε τον «Μητσάρα» ποτέ.
Κάθε καλοκαίρι,μετα τις εξετάσεις του γυμνασίου, εκείνη με την οικογένεια της πήγαιναν στη θάλασσα. Ήταν και η Άννα η ξαδέρφη της μαζί τους. Είχε έρθει διακοπές στο χωριό για να ξεφύγει απο τη φασαρία της πόλης. Η Άννα λάτρευε το χωριό. Όταν ήταν μικρές οι δυο ξαδέρφες έπαιζαν ασταμάτητα μέσα στα στενά σοκάκια του χωριού με όλα τα παιδιά της γειτονιάς όλο το μεσημέρι. Αλλά πλέον είναι και οι δυο μαθήτριες γυμνασίου και αυτά πλέον έχουν χαθεί και λείπουν πολύ στις δυο έφηβες. Αφού πλέον το μπάνιο στη θάλασσα τελείωνε εκείνη με την Άννα ανέβαιναν στο χωριό, στη γιαγιά τους. Κάπως έτσι περνούσε εκείνη το καλοκαίρι της, με την ξαδερφή της. Πολλές φορές εκείνη επισκεπτόνταν τη γειτόνισσα και φίλη της γιαγιάς της την κυρία Σοφία.
– « Γεια σας κυρία Σοφία » έλεγε εκείνη και αμέσως έτρεχε στην αυλή του σπιτιού για να χαιρετίσει τον κύριο Δημήτρη. Εκείνη τον φώναζε «Μητσάρα» γιατί είχαν αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση φιλίας. Τον ρωτούσε για τις κόρες του, την Ελισάβετ και την Χριστίνα, και αυτός τους απαντούσε «είναι μια χαρά» γεμάτος χαρά. Εκείνη τον αγαπούσε σαν πατέρα της .
Ο «Μητσάρας» περνούσε ενα πολύ σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του. Εκείνος όμως δεν το έδειχνε. Ήταν πάντα χαρούμενος και δυνατός. Πάντα ήλπιζε και ηταν γεμάτος πίστη και χαρά. Δεν άφηνε ποτέ το κακό να τον βάλει κατω. Στεκόνταν πάντα βράχος. Εκείνη το ήξερε. Παρακαλούσε τον θεό να βοηθήσει τον «Μητσάρα». Κανείς δεν περίμενε κακό γι’ αυτόν καθώς ολοι τον αγαπούσαν.
Οι μέρες καθώς και το καλοκαίρι περνούσαν∙ εκείνη ξαναγύριζε στη ρουτίνα της, καθώς χαιρετούσε πάντα το φίλο της τον «Μητσάρα». Η ρουτίνα αυτή την εκανε ευτυχισμένη.
Το καλοκαίρι έφυγε. Τα σχολεία άνοιξαν ξανά. Η νέα σχολική χρονιά ένωσε πάλι την παρέα και εκείνη ήταν χαρούμενη που ήταν με τις φίλες της. Τα μαθήματα κυλούσαν ομαλά και για εκείνη που ήταν μαθήτρια της Β’ γυμνασίου ακόμα πιο δύσκολα απ’ την Α’ γυμνασίου.
Ένα απόγευμα εκείνη ανέβηκε στο χωριό να δει τη γιαγιά της, αφού με την ένταση του σχολείου την είχε ξεχάσει. Η καθημερινή ρουτίνα προηγείται όμως, «γειά σου Μητσάρα» τον χαιρέτησε εκείνη γεμάτη χαμόγελο και εκείνος της απάντησε γεμάτος ενέργεια και ζωντάνια, και έφυγε για την γιαγιά της. Όταν γύρισε σπίτι διάβασε, έκανε τα μαθήματά της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Το πρωινό ξύπνημα φάνηκε δύσκολο απ’ τον απολαυστικό ύπνο. Ετοιμάστηκε και έφυγε για το σχολείο. Η υπόλοιπη ημέρα κύλησε φυσιολογικά χωρίς εντάσεις και εκείνη όταν ήταν με την παρέα της. Ένιωσε ενα δυνατό σκληρό πόνο στην καρδιά ξαφνικά. Σάστισε! Φοβήθηκε για ενα δευτερόλεπτο. Ηταν δύσκολο να συνεχίσει το μάθημα και βγήκε έξω. Ένιωθε παράξενα για το υπόλοιπο της ώρας. Το ένστικτό της κάτι κακό της έδειχνε.
Όταν γύρισε πίσω σπίτι η μαμά της τη ρώτησε «πώς πήγε το σχολείο σήμερα;». Της είπε πως όλα ήταν εντάξει∙ τίποτα το ιδιαίτερο. Μετά απο λίγη ώρα ετοιμάστηκε να φύγει για το φροντιστήριο Αγγλικών.
Όμως ένα τηλεφώνημα της αλλάζει την ζωη. Όχι! Όχι! «Ο Μητσάρας» ο φίλος μου δεν μπορεί να έχει φύγει, είναι αδύνατον φώναζε εκείνη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι έχασε το φίλο της. Έχασε την γη κάτω απ τα πόδια της. Ίσως το ένστικτό της είχε δίκιο. Ίσως ο πόνος στη καρδιά να ήταν μια προειδοποίηση. Δεν το αντεχε. Ηταν πολυ σκληρό για όλους. Ο «Μητσάρας» έφυγε.
Σε βαρύ ψυχρό κλίμα έγινε το μυστήριο και όλοι του είπαν ενα τελευταίο αντίο. Εκείνη του χάρισε ένα τριαντάφυλλο. Ήταν το πιο ασήμαντο και το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. Κανείς δεν το πίστευε. Πόσο μάλλον εκείνη που δεν άντεχε να βλέπει τον «Μητσάρα» αδύναμο. Δεν μπορούσε να καταλάβει οτι «Μητσάρας» έχασε τη μάχη. Δεν μπορούσε να ζει με την ιδέα αυτή.
Ο « Μητσάρας» μεταφέρθηκε στην τελευταία του κατοικία. Τα βλέματα όλων γεμάτα θλίψη και απορία. Σήμερα έφυγε ένας ήρωας που πάλευε με κάτι τόσο σκληρό. Όμως δεν τα κατάφερε. Δεν του άξιζε. Ένα τεράστιο πλήθος ήταν μαζεμένο. ‘Ενας τέτοιος άνθρωπος δεν βγήκε απο την ψυχή κανενός. Εκείνη τον έχει φύλακα άγγελο και το πιο φωτεινό αστέρι στον ουρανό, είναι η ψυχή που όλοι βλέπουν πόσο φωτεινή είναι.
Μέχρι το τέλος φαινόταν η καλοσύνη και η χαρά στο πρόσωπό του. Ήταν ο φίλος και ο δεύτερος πατέρας της. Δεν τον ξέχασε ποτέ! Καλό παράδεισο «Μητσάρα».

«Η Εξομολόγηση» Ευφροσύνη Ταλιαμπέ
Τμήμα: B2
Σχολικό Έτος: 2015-2016
Χειμώνας 1978. Σ΄ ένα απομακρυσμένο αλλά γραφικό χωριό της Ορεστιάδας η ζωή των κατοίκων κυλούσε ήρεμα με όλα τα απρόσμενα που θα μπορούσαν να τύχουν στην καθημερινότητα κάθε ανθρώπου. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα σ΄αυτό το μικρό χωριό δύο νέες ζωούλες ήρθαν στον κόσμο. Δύο κοριτσάκια γεννήθηκαν και μαζί μ αυτά γεννήθηκαν όνειρα και ευχές των γονιών τους.
Τα δύο κοριτσάκια μεγάλωναν σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Μαζί έπαιζαν, μαζί πήγαν σχολείο , μαζί στα πάντα! Αναπτύχθηκε μια σχέση δυνατή και όλα έδειχναν ότι θα εξελισσόταν μία δυνατή φιλία. Έτσι και έγινε.
Φοιτήτριες οι δυο ώριμες πια κοπέλες σπούδαζαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η μια παιδαγωγικά , η άλλη γεωπονική. Η ζωή της μιας αρκετά συνδεδεμένη με την ζωή της άλλης. Η φιλία τους πολύ δυνατή. Έλεγε κανείς πως τίποτα δε θα μπορούσε να την κλονίσει. Όμως λες και ο θεός ζήλεψε την τόση χημεία των δυο κοριτσιών και έστειλε στη ζωή τους κοινό έρωτα.Ένας συμφοιτητής τους πολύ όμορφος, κομψός ,ευγενικός που κάθε κοπέλα θα ήθελε να είναι το ταίρι της μπήκε στη ζωή τους.Οι δύο φίλες γοητεύτηκαν και αυτές.
Τι να σήμαινε όμως αυτό; Φυσικά ξεκίνησε μια ζήλεια, ένας ανταγωνισμός που έφερε τις δύο φίλες σε ρήξη. Δεν ήταν όμως απλά μια ρήξη, ήταν το τέλος μιας φιλίας με φρικτά λόγια, απειλές και ένα τελεσίδικο «ή εγώ ή εσύ»!!! Καμία δεν κέρδισε την καρδιά του «τέλειου» αγοριού αλλά η φιλία τους είχε οριστικά διαλυθεί.Περνούσε ο καιρός και οι δύο φίλες συνεχίζουν τη ζωή τους χωριστά πλέον χωρίς όμως να μπορούν να καλύψουν το κενό της δικής τους μοναδικής φιλίας με κάποια άλλη.
Η μοίρα όμως … αυτός ο αστάθμητος παράγοντας που κινεί τα νήματα στις ζωές μας και εμείς ως πιστές μαριονέτες κάνουμε αυτό που προστάζει, τους έπαιζε «παιχνίδι». Παιχνίδι όμως που καμία τους δεν διασκέδασε. Σ’ ενα τροχαίο η μια απο τις κοπέλες έδωσε μάχη με το θάνατο. Οι γιατροί είπαν πως έπρεπε να γίνει μεταμόσχευση νεφρού και να βρεθεί σύντομα συμβατός δότης.
Τα δυσάρεστα μαθεύτηκαν γρήγορα. Έφτασαν και στα αυτιά της άλλης κοπέλας. Κάτι μέσα της έσπασε. Την αγαπούσε πολύ. Το συνειδητοποίησε τώρα. Αργά; Ίσως και όχι! Πήγε στο νοσοκομείο χαμένη στις σκέψεις της και ίσως στις ενοχές της. Αντίκρισε την παιδική της φίλη σ ένα κρεβάτι της Μ.Ε.Θ. Σαν ένα άψυχο κορμί που δεν είχε καμία βούληση,μέσα στα πράσινα σεντόνια της εντατικής περίμενε αυτόν που θα της χάριζε ξανά τη ζωή. Ο συμβατός δότης ήταν δίπλα της. Έκλαιγε σιωπηλά. Μονολογούσε, απολογιόνταν, περίμενε μια απάντηση. Πήρε την απόφαση: « Από μικρές μοιραζόμασταν τα πάντα, τώρα θα μοιραστούμε και τους νεφρούς μας». Διαδικασίες σύντομες, προσεκτικές έδωσαν το μόσχευμα στην κοπέλα.
Γιατί όμως η μοίρα κάποιες φορές είναι τόσο σκληρή; Δεν χρωστάει σε μερικούς ανθρώπους να τους ξεπληρώσει τον πόνο που παλιά τους έδωσε; Στην περίπτωση αυτή των δύο φιλενάδων μάλλον δεν τους χρωστούσε τίποτα… Το μόσχευμα δεν έγινε δεκτό απο τον οργανισμό της κοπέλας. Λίγες μέρες μετά, τα υποστηρικτικά μηχανήματα της εντατικής αποσυνδέθηκαν και γράφτηκε το τραγικό τέλος της 20χρονης σπουδάστριας… Θρήνος απο παντού… Η φίλη της όμως που τόσο την ικέτευσε, όταν αυτή δεν την καταλάβαινε, να είναι όλα όπως πρώτα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως όλα τελείωσαν. « Μακάρι να άκουγε αυτά που της έλεγα όταν ήταν στην εντατική». Παρηγοριά αλλά και ξεσηκωμός της ηρεμίας της αυτή η σκέψη.Δεν μπορούσε να μοιραστεί τον πόνο της με κανένα, ούτε μπορούσε να το διαχειριστεί. Μια σελίδα κενή έγινε ο εξομολόγος της και ο ψυχαναλυτής της:
«Παντοτινή μου φίλη έφυγες. Έφυγες χωρίς να μπορώ να περιμένω οτι κάποια μέρα θα επιστρέψεις. Θα έδινα τα πάντα για μια στιγμή μαζί σου. Να μπορούσα να σου πω πόσο λάθος ήρθαν τα πράγματα. Να πάρω όλη την ευθύνη πάνω μου. Να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να μην αφήσω τίποτα και κανέναν να μπει ανάμεσα μας. Σε έχασα! Έχασα ένα κομμάτι απ’ την ψυχή μου, απ’ το σώμα μου, απ’ την ύπαρξη μου. Και τι μ’αυτό; Δε μπορώ να σου το πω, δε μπορώ να σου το δείξω…… Απόλυτο κενό στην ψυχή μου. Αισθάνομαι ότι τα συναισθήματα μου και ο πόνος μου θα με πνίξουν. Προσπαθώ να βρώ κάτι να ξεχάσω… Μάταια! Αισθάνομαι οτι ο κόσμος έγινε τόσο μικρός και εμένα με ένα τόσο μεγάλο πόνο δε με χωράει. Κάθε πρωί σηκώνομαι και λέω στον εαυτό μου ότι σήμερα πρέπει να μη σε σκεφτώ για να μπορέσω να προχωρήσω. Πιάνομαι απ’ αυτό που όλοι λένε , πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Μάλλον όχι. Ίσως για μένα ο χρόνος περνάει αργά και αργούν πολύ οι σκέψεις μου να απαλύνουν. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Πνίγομαι , πονάω , το κεφάλι μου νομίζω οτι θα σπάσει και θα βγούν όλα αυτα που σκέφτομαι.Θέλω να ηρεμήσω !!!Μακάρι να μπορούσα να σου πω πόσο πολύ μου λείπεις, πόσο σε αγαπάω!!! Όταν σου μίλαγα στην εντατική οι σφυγμοί σου δυνάμωναν. Πόσο θέλω να με άκουγες τότε…Δεν θα το μάθω ποτέ και αυτό με τρελαίνει. Ένα σημάδι σου μόνο ίσως με ηρεμούσε. Αν ζούσες τώρα θα γέλαγες και θα μου έλεγες : «Καλά πιστεύεις στα μεταφυσικά και στη μεταθανάτια ζωή;» Και όμως ναι. Θέλω να ισχύουν όλα αυτά και να μου δείξεις και εσύ ότι με συγχωρείς και οτι μ αγαπάς .
Καλό ταξίδι φιλεναδίτσα της καρδιάς μου στο άγνωστο που πας. Πάντα θα είσαι στην σκέψη μου. Ελπίζω να με βοηθήσεις να ηρεμήσω !!! Μου λείπεις. Γεια σου».

 

Η Φιλία !”  Παντελής Kαλύβας
Τμήμα: B1
Σχολικό Έτος: 2015-2016
Εγώ δεν έχω την καρδιά
για να μου δίνει αίμα
την έχω για να αγαπώ
τους φίλους σαν ΕΣΕΝΑ!!

Με φίλους μεγάλωσα,
με φίλους θα πεθάνω
και αν είναι για τους φίλους μου
και την ζωή μου χάνω!

Μέσα στο βούρκο της ζωής
μέσα στην αδικία,
υπάρχει μια λέξη ιερή
που λέγεται ΦΙΛΙΑ!

Ποτέ στον φίλο σου μην πεις
ποτέ το μυστικό σου
φίλο στον φίλο θα το πει
κι είναι κακό δικό σου

Φιλία”  Φίλιππος Κουλουρής
Τμήμα: B1
Σχολικό Έτος: 2015-2016

 

Μέσα στο βούρκο της ζωής
και μες τη δυστυχία,
βρήκα μια λέξη ιερή,
με τ’ όνομα φιλία.

Η φιλία είναι σπάνια
και δύσκολη επίσης,
που αν τη βρεις και τη γευτείς,
χαρούμενος θα ζήσεις.

Χαρούμενος πολύ γιατί,
οι φίλοι που θα έχεις,
θα σε βοηθούν παντοτινά,
στα δύσκολα ν’ αντέχεις!
Φιλία είναι να αγαπάς, να εκτιμάς και να αποδέχεσαι
τους άλλους όπως είναι. Να τους στηρίζεις στα δύσκολα
και να χαίρεσαι με κάθε επιτυχία τους. Οι πραγματικοί
φίλοι, κάνουν τους άλλους να νιώθουν βολικά και
όμορφα. Τους κάνουν να γελούν και να περνούν ωραία.
Μοιράζονται μεταξύ τους όλα τα προβλήματα και τις
σκέψεις τους και προσπαθούν να βρουν μια λύση.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί φίλοι.

 

20160125_110146 20160125_105910