Ένα από τα πιο αισθαντικά και εγκάρδια τραγούδια του αείμνηστου Λέοναρντ Κοέν, το σαγηνευτικότατο «Dance me to the end of love», λόγω της ρομαντικής ατμόσφαιράς του θεωρήθηκε εκ των κορυφαίων ερωτικών ύμνων τού 20ού αιώνα, αναφερόταν τελικά στη φρίκη και την κτηνωδία του Αουσβιτς. Το πραγματικό θέμα του τραγουδιού είναι όντως η απώλεια αγαπημένων προσώπων που ξεψύχησαν στους θαλάμους αερίων, στις αίθουσες βασανιστηρίων ή στα βιομηχανικά εργοτάξια της ναζιστικής εθνοκάθαρσης, και κατά προέκταση η προσωρινή απώλεια της πίστης στη δύναμη της αγάπης ως σωτήριας λύσης στα προβλήματα της ανθρωπότητας, συνεπεία του απόλυτου σοκ της τήξης εκατομμυρίων αθώων θυμάτων στις υψικαμίνους των στρατοπέδων εξόντωσης.
Εκείνο ωστόσο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το γεγονός ότι η αφορμή για τη δημιουργία τού εν λόγω τραγουδιού είναι ακόμα πιο συγκεκριμένη. Αφορά ευθέως σε μια εμβληματική προσωπικότητα του στρατοπέδου Αουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου, μια άκρως τραγική μορφή, τον κρατούμενο που σημαδεύτηκε στο χέρι με τον «επουράνιο αριθμό τηλεφώνου» (όπως τον χαρακτήριζαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι, κάνοντας μαύρο χιούμορ αλληλεγγύης) 121000097.
Σε αυτή την ουδέτερη «στάμπα», την αυτόματη αριθμητική έκλειψη της προσωπικότητας, τη γραφειοκρατική μελανιά με την οποία δηλωνόταν ευθαρσώς ο σαδισμός μιας εύτακτης μοιρασιάς πόνου, αντιστοιχούσε η εμβριθής προσωπικότητα του Ελληνοεβραίου Ιάκωβου Στρούμσα (Jacques Strοumsa), γεννηθέντος στη Θεσσαλονίκη το 1913, ο οποίος έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ο «βιολιστής του Αουσβιτς».
Ψυχοπομπός
Στον Στρούμσα και στο μακάβριο καθήκον του εντός του χιτλερικού στρατοπέδου αναφέρεται ο Λέοναρντ Κοέν στο τραγούδι «Dance me to the end of love».
- Προσέξτε την ειδική νύξη στον στίχο περί «burning violin».
- Πρόκειται για το φλεγόμενο εκείνο βιολί που αναριγούσε κάτω από
- τα δεξιοτεχνικά δάχτυλα του Στρούμσα, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος από τους δημίους του, προκειμένου να κερδίσει μια παράταση ζωής, να αποδίδει με άψογο τρόπο κλασικά αριστουργήματα, ως ο αρχιβιολιστής μιας ορχήστρας εγχόρδων με «ειδικά καθήκοντα»: είχε οριστεί από τους ναζί, για λόγους ευταξίας αλλά και σαρκασμού, να συνοδεύει με μουσική τη θλιβερή πορεία των καταραμένων του Τρίτου Ράιχ προς τους θαλάμους αερίων.
Η ορχήστρα αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Εβραίους βιρτουόζους, οι οποίοι –σκεφτείτε το λίγο– ερμήνευαν μετά παρρησίας το απαύγασμα του δυτικού και δη γερμανικού μουσικού πολιτισμού (καθώς και στρατιωτικά εμβατήρια), την ώρα ακριβώς που μπροστά τους σπρώχνονταν προς τον θάνατο ομόφυλοι και ομόθρησκοί τους, φίλοι, συγγενείς, αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Ιάκωβος Στρούμσας, ένας εστεμμένος εσταυρωμένος, με την καρδιά του ραγισμένη και την ψυχή του στον πάγο, προσπαθούσε με τα ξυλιασμένα από το αφόρητο κρύο δάχτυλά του να βάλει φωτιά στην ερμηνεία του, εμπνέοντας και την υπόλοιπη ορχήστρα, ώστε να μην τιμωρηθούν συλλήβδην από τους «εκλεπτυσμένης παιδείας» αξιωματικούς των SS που τους επέβλεπαν. Επαιζαν μουσική για την τελευταία πνοή των παιδιών τους, των συζύγων τους, των γονιών τους! Αυτήν ακριβώς την κρυφά σπαρακτική αίσθηση του ενορχηστρωμένου ύστατου αποχωρισμού περιγράφει, με ανατριχιαστικό λυρισμό, απέραντη συμπόνια και με την ελπίδα πως η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, ο Λέοναρντ Κοέν τραγουδώντας «Χόρεψέ με ώς το τέλος της αγάπης». Μοιάζει να πίστευε ακράδαντα ότι στο πρόσωπο του Στρούμσα και στην τέχνη του οι ναζί θέλησαν σαφώς να τιμωρήσουν και να διακωμωδήσουν βάναυσα κάθε ευγενές στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, χρησιμοποιώντας ειρωνικά τη μουσική σαν διακόσμηση του πόνου, αλλά απέτυχαν. Η φάρσα τους ήταν ατελής, υποτελής στην ανεξέλεγκτη δύναμη της μουσικής.
Εστω και ως τραγικό τραγούδι της ματαιότητας, που ζωογονεί ύστατες ψευδαισθήσεις στο μυαλό, αυτή η ελάχιστη αυθόρμητη αντίσταση στη χειραγώγηση της τέχνης έχει αξία ως δικαίωση των θετικών αντανακλαστικών της ανθρώπινης φύσης.