Η τραγική ιστορία του “βιολιστή του Άουσβιτς”
Πριν από την κατοχή, ο Ζακ Στρούμσα πρόλαβε να βρεθεί στις φλόγες του πολέμου, υπηρετώντας για ένα εξάμηνο στις διαβιβάσεις (στρατιωτικό ραδιόφωνο) του ελληνικού στρατού, στο αλβανικό μέτωπο. Γύρισε στη Θεσσαλονίκη, όπου προπολεμικά ασκούσε το επάγγελμα του μηχανικού καλλιεργειών. Δυστυχώς, η ναζιστική κατοχή έμελλε να αποδειχθεί ακόμη πιο τραγική για τους εβραίους συμπατριώτες μας. Η μοίρα του Ιακώβ συνδέθηκε με εκείνη των ομόθρησκών του, των 45.000 Θεσσαλονικέων εβραίων πολιτών, οι οποίοι, υπό το κράτος της βίας, εγκατέλειψαν την πόλη για να μεταφερθούν στα ναζιστικά στρατόπεδα-κολαστήρια. Απ’ αυτούς, γύρισαν πίσω λιγότεροι από 3.000.
Ο Στρούμσα συνελήφθη σε ηλικία 30 ετών, μαζί με την οικογένειά του, στο σπίτι του, στην οδό Ευζώνων, και οδηγήθηκε, στον καταυλισμό – “γκέτο” του σιδηροδρομικού σταθμού. Έξι ημέρες μετά, αναχωρούσε με άλλους, περίπου εκατό Θεσσαλονικείς εβραίους, για τα στρατόπεδα του θανάτου. Ήταν άνοιξη του 1943. Οι συνθήκες της μεταφοράς τους ήταν άθλιες. Η δε υποδοχή στους τόπους εξόντωσης, πραγματικό σοκ!
Την πρώτη του γυναίκα, την 22χρονη Νόρα Μορντώχ, έγκυο στον 8ο μήνα, μετά την άφιξη τους στο Μπίρκενάου, ο Ιακώβ Στρούμσα δεν την ξαναείδε ποτέ ! Πέθανε τη μέρα της άφιξής της, στις 8 Μαΐου 1943. Το συγκρότημα Μπίργκενάου είχε μετατραπεί ήδη, από τα μέσα του 1942, από στρατόπεδο εργασίας σε στρατόπεδο άμεσης εξόντωσης. Οι εκεί μεταφερόμενοι αιχμάλωτοι, ιδιαίτερα οι πιο αδύναμοι, ασθενικοί και τα γυναικόπαιδα, θανατωνόταν αμέσως.
“Όσους δεν τούς έβαλαν το νούμερο στο μπράτσο, δηλαδή τους ικανούς προς εργασία, τούς εξαφάνισαν στα κρεματόρια. Χωριστήκαμε, χωρίστηκαν οικογένειες, χάθηκαν. Άλλοι εδώ, άλλοι εκεί . Στο Μπιρκενάου είχα μπει ως πρώτο βιολί στην ορχήστρα”, τονίζει ο Στρούμσα.
Στην ορχήστρα του στρατοπέδου έπαιζαν, εκτός του Στρούμσα, οι Σολ Μάνο, Ασέρ Κοέν, Μισέλ Ασσαέλ, Πέπο Γκαντένιο και Ισαάκ Σιών και ο φλαουτίστας – γιατρός Αλβέρτος Μενασσέ, που το βράδυ της 22ας Οκτωβρίου 1943, ενώ “συνόδευε” με το φλάουτό του τις ομάδες εργασίας, είδε να περνά από μπροστά του η δεκατετράχρονη κόρη του Λίλιαν μαζί με εκατοντάδες άλλες γυναίκες, με κατεύθυνση τους θαλάμους αερίων…
“Έμεινα εκεί, στο Μπιρκενάου, ενάμιση μήνα” συνεχίζει ο Ιακώβ Στρούμσα και συνεχίζει: “Μετά με πήραν από το Μπιρκενάου και επειδή ήξερα καλά γερμανικά και ήμουν και μηχανικός στο επάγγελμα, με οδήγησαν για δουλειά σ’ ένα τεχνικό γραφείο, σε εργοστάσιο έξω από το Άουσβιτς. Δούλευαν εκεί πάνω από χίλια άτομα. Έφτιαχναν πολεμικό υλικό, χειροβομβίδες. Δούλευα όλη τη μέρα το βράδυ επέστρεφα στο στρατόπεδο. Έμεινα περίπου ενάμιση χρόνο στο Άουσβιτς”.
Η ερώτηση βγαίνει αυθόρμητα: “Και για τα κρεματόρια, πότε καταλάβατε τι γινόταν;”.
“Δυστυχώς, αργήσαμε να καταλάβουμε, μας λέει, ήταν μακριά από τους κοιτώνες. Όποιος τολμούσε να πλησιάσει, όποιος κάτι έβλεπε, δεν γυρνούσε…”