Δ: Γεια σας, είστε ο βασιλιάς Ηράκλης;
Β: Ναι, τι θέλετε;
Δ: Ήρθα για μια συνέντευξη σχετικά με σας.
Β: Και πού θα δημοσιευτεί αυτή η “συνέντευξη”;
Δ: Στη σχολική μας εφημερίδα.
Β: Καλά, λοιπόν, κάνε γρήγορα…
Δ: Εντάξει, ξεκινώντας, είστε παντρεμένος;
Β: Ναι, και έχω και μια κόρη.
Δ: Αλήθεια; Δεν έχει αναφερθεί ποτέ στο βασίλειο πως είστε παντρεμένος και ότι είστε πατέρας. Νόμιζα ότι ήταν μύθος.
Β: Καλύτερα, δεν θέλω να έχω συνέχεια προξενιά. Κυρίως από φτωχούς, με νευριάζουν πάρα πολύ.
Δ: Φαντάζομαι, η κόρη σας είναι πολύ ευτυχισμένη ζώντας μια πλουσιοπάροχη ζωή ως κόρη βασιλιά.
Β: Έτσι θα έπρεπε να νιώθει. Όλα αυτά τα πλούτη είναι πολύ σημαντικά και πρέπει να τα εκτιμάει και πρέπει να διατηρηθούν, οπότε πρέπει να τα εκτιμάει.
Δ: Τι εννοείτε λέγοντας “διατηρηθούν”;
Β: Σκοπεύω να την παντρέψω με έναν εξίσου πλούσιο βασιλιά όταν γίνει 18.
Δ: Γιατί με ένα βασιλιά;
Β: Είναι απλό, τα πλούτη πρέπει να πάνε σ’ ένα βασιλόπουλο. Έτσι θα ζήσει χωρίς το άγχος μη χάσει τα χρήματά της από κάποιον τυχαίο χωριάτη που θέλει να την εκμεταλλευτεί.
Δ: Κι εκείνη πώς φαντάζεται το μέλλον της;
Β: Δεν έχει σημασία, αυτό που μας νοιάζει είναι μην πέσουν τα χρήματα του βασιλείου σε λάθος χέρια.
Δ: Δεν νομίζετε πως πρέπει να τη ρωτήσετε τι θέλει;
Β: Να τη ρωτήσω;! Το μἐλλον της είναι προκαθορισμένο. Είτε το θέλει είτε όχι.
Δ: Ναι, αλλά….
Β: Κανένα αλλά! Τι σε νοιάζει εσένα τι θα κάνω με την κόρη μου; Εκτός αν ενδιαφέρεσαι, να ξέρω και να σε εξορίσω!
Δ: Δεν είναι πως ενδιαφέρομαι, αλλά, τέλος πάντων, καλύτερα να προχωρήσουμε σε επόμενη ερώτηση.
Β: Άντε τώρα, ρώτα και τίποτα πιο ενδιαφέρον.
Από το μαθητή Λ.Ν.