«Mini jobs»… maxi καθεστώς α λα ελληνικά

jobs«Μας έκαναν ένα απόγευμα ενημέρωση και την επομένη θα κάναμε πρακτική», λέει ο Στάθης Γιαννέλης. Η αγγελία που τον «πήγε» σ’ εκείνη τη δουλειά ζητούσε «ευχέρεια στην επικοινωνία» και υποσχόταν «συνέπεια στις πληρωμές» και «μηνιαία bonus». Αλλά το επόμενο πρωί, ο Στάθης διαπίστωσε πως η «πρακτική» ήταν κανονική εργασία. «Μου έδωσαν ένα πάκο διαφημιστικά και με άφησαν στη Βασιλίσσης Σοφίας. Μου εξήγησαν πως πρέπει να μπαίνω στις πολυκατοικίες και να αφήνω φυλλάδια στα διαμερίσματα, γιατί άμα τα αφήνω στα αυτοκίνητα “δεν μαζεύονται πελάτες”».

Ο Στάθης ξεκίνησε. «Χτύπησα στην πρώτη πολυκατοικία, μ’ έβρισαν απ’ το θυροτηλέφωνο. Μετά άρχισα να λέω ότι είμαι ο νοικάρης του πρώτου και ξέχασα τα κλειδιά μου. Αλλά ήταν σαν να παίζω σε περίεργη ταινία. Μια γυναίκα είπε πως θα φέρει την αστυνομία και έφυγα τρέχοντας, μετά ένας θυρωρός με έβαλε και μάζεψα όλα τα χαρτιά που είχα αφήσει σε τέσσερις ορόφους». Το απόγευμα, ο Στάθης γύρισε στην εταιρεία κατάκοπος, μόνο και μόνο για ν’ απολυθεί. «Μου είπαν πως το μεσημέρι πέρασαν και δεν με βρήκαν στο πόστο μου. Τους απάντησα πως θα ήμουν μέσα σε κάποια πολυκατοικία. Μετά κατάλαβα πως αυτό είναι το σύστημα: σε παίρνουν μια μέρα, μοιράζεις τζάμπα, σε διώχνουν».

Είναι η εκδοχή των «mini jobs» α λα ελληνικά. Μπορεί ο εργασιακός θεσμός που συζητήθηκε πολύ αυτή την εβδομάδα να μην υπάρχει στη χώρα μας επίσημα, αλλά εκεί έξω υπάρχουν άπειροι νέοι άνθρωποι που καιρό τώρα δουλεύουν σε «mini jobs». Στη δική τους περίπτωση, το «mini» αναφέρεται στον μισθό και στις προοπτικές ανέλιξης. Tο ωράριο, η ταλαιπωρία, τα έξοδα εργασίας είναι πάντα maxi. Το ίδιο και τα θελήματα, όπως έμαθε από τη δική της εμπειρία η Ελένη Καρακατσάνη. Στα 22 της σπουδάζει στη Νομική, και ως φοιτήτρια πέρυσι το καλοκαίρι βρέθηκε να δουλεύει σε ένα δικηγορικό γραφείο. «Ήταν συμβολικός ο μισθός», λέει, «ούτε 200 ευρώ τον μήνα. Αλλά σκέφτηκα πως είναι πολύτιμη η εμπειρία». Για την Ελένη, αυτή ήταν η πρώτη της δουλειά κι έτσι δεν αντέδρασε όταν ο δικηγόρος την έβαλε στην κουζίνα, δίπλα στην καφετιέρα, να του πληκτρολογεί «ντάνες» με χειρόγραφα που εκείνος δεν ήξερε να γράψει στον υπολογιστή. Η Ελένη, που κανονικά θα δούλευε τρεις ώρες κάθε απόγευμα, σύντομα έγινε ο άνθρωπος που άνοιγε το γραφείο το πρωί και το έκλεινε το βράδυ. «Ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές», λέει. «Άμα ο δικηγόρος έφερνε τον γιο του μαζί, έπρεπε να τρέξω στο καφέ απέναντι να πάρω ζεστή σοκολάτα. Όταν τελείωνε το γάλα ή η ζάχαρη, έτρεχα στο σούπερ μάρκετ».

Η Ελένη δεν παραπονέθηκε ποτέ – ώσπου ήρθε ο Αύγουστος. «Καύσωνας έξω», λέει, «και άδεια η Αθήνα. Με το που ήρθε το αφεντικό στο γραφείο, μου ζήτησε να πάω στην Ομόνοια να δω αν είναι ανοιχτό ένα φωτοτυπάδικο που του είχε δώσει κάτι έγγραφα για εκτύπωση, γιατί δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Τα γραφεία μας ήταν στου Γκύζη. Του ζήτησα λεφτά για ταξί και μου είπε “εγώ στην ηλικία σου έκανα Φάληρο – Παγκράτι με τα πόδια πρωί – βράδυ”. Μόνο που εκείνη τη μέρα έξω είχε 38 βαθμούς. Έπαθα ηλίαση. Με απέλυσε την επομένη τηλεφωνικώς, επειδή δεν πήγα στο γραφείο».

Βλέπετε, το πιο εύκολο πράγμα για τον εργοδότη είναι να βρει κάποιον άλλο στη θέση του απολυμένου νεαρού. Κι έτσι εκείνος το σκέφτεται δύο φορές πριν πει «όχι», όσο παράλογη κι αν είναι η απαίτηση του αφεντικού. «Ήμουν σ’ ένα βιντεοκλάμπ υπάλληλος», λέει ο Μάνος Αντύπας, που στα 22 του δέχθηκε να δουλεύει τα απογεύματα με 350 ευρώ. «Ο ιδιοκτήτης διάβασε στο βιογραφικό μου πως σπουδάζω πληροφορική και μου ζήτησε «να ρίξω μια ματιά στο κομπιούτερ του». Ο Μάνος εμφανίστηκε στο σπίτι του στις 7 το απόγευμα και «τελικά μου πήρε πέντε ώρες δουλειά μέχρι να βρω τι φταίει. Τόσες ώρες δεν μου έδωσε ούτε ένα ποτήρι νερό να πιω. Όταν του είπα πως πρέπει να αλλάξει τροφοδοτικό, μου απάντησε “ε, καλά, άμα θέλει λεφτά για να φτιαχτεί, παράτα το”. Έφυγα μεσάνυχτα απ’ το σπίτι του στην Πεύκη. Εννοείται πως δεν μου έδωσε λεφτά ούτε για το ταξί».

«Λυπηθείτε με, αγοράστε κάτι, θα με διώξουν»

Τον Γιώργο τον «στρατολόγησε» ο Γιάννης, ο καλύτερός του φίλος απ’ το σχολείο. «Την πρώτη μέρα που πήγε για δουλειά, μου λέει, “φίλε, απίστευτο. Κάθεσαι και βγάζεις λεφτά. Χίλια τριακόσια ευρώ τον μήνα!”. Την επομένη πήγα μαζί του». Ο Γιώργος θυμάται πως το κτίριο στον Άγιο Δημήτριο είχε κάμερες στην είσοδο και τον πήγαν στον δεύτερο όροφο. «Μου είπαν πως θα παίρνω μισθό και μπόνους από τις πωλήσεις. Και με πήγαν στη σάλα με τα τηλέφωνα». Ο Γιώργος λέει πως «απ’ τις φωνές βούιζε ο τόπος. Όλοι μιλούσαν στο ακουστικό. Μου έδωσαν μία λίστα με νούμερα και ξεκίνησα». Πουλούσε «αφυγραντήρες για παιδικό δωμάτιο» προς 30 ευρώ». «Σε ένα λεπτό έπαιρνα περίπου τέσσερα τηλέφωνα», λέει. «Συνήθως μου το έκλειναν στα 15 δευτερόλεπτα. Αλλά έπρεπε να πιάσω τους στόχους. Έξι ώρες στο τηλέφωνο». Εκεί, ο Γιώργος άκουσε απίθανα πράγματα. «Η διπλανή μου, που ήρθε την ίδια μέρα με μένα, έκλαιγε στους πελάτες. “Θα με διώξουν”, έλεγε. “Λυπηθείτε με, αγοράστε, θα με διώξουν”. Ένας άλλος στόχευε τα γερόντια. Έκανε πως είναι φίλος του γιου τους για να πουλήσει ό,τι μπορεί». Μέσα σε μία εβδομάδα, ο Γιώργος πούλησε έναν αφυγραντήρα στη μάνα του, δύο στις αδελφές του και έναν σε ένα φίλο του που είναι και ο μόνος που έχει πράγματι παιδί. «Και μετά τελείωσε η εβδομάδα και με φώναξαν στα γραφεία. Νόμιζα πως θα με πληρώσουν, αλλά με απέλυσαν», λέει. «Μου έδωσαν 90 ευρώ, γιατί “δεν έπιασες τους στόχους”. Και τέλος. Πήγα να πάρω τα στυλό απ’ τον πάγκο μου και καθόταν ήδη ένας άλλος νεαρός στη θέση μου».

Πηγή: “Η Καθημερινή”  (άρθρο της Μαριλής Μαργωμένου_7-7-13)

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση