Η γενιά των 100 ευρώ

100euroΗ έκρηξη της ανεργίας και οι χαμηλοί μισθοί σε συνάρτηση με τις δυσμενείς εργασιακές συνθήκες οδηγούν τους νέους σε απόγνωση.

«Φθάσαμε στο σημείο να νιώθουμε ένοχοι και αφελείς που σπουδάσαμε. Ζούμε την εποχή της πλήρους απαξίωσης της πανεπιστημιακής μόρφωσης». Η Μαρία, 26 ετών, τελείωσε τη φιλολογία με άριστα και αμέσως ρίχτηκε στη μάχη της αναζήτησης εργασίας. Είναι μία από τους πολλούς νέους που, αν και διαθέτουν όλα τα εφόδια για να εργασθούν στο αντικείμενο σπουδών τους, αναζητεί οποιαδήποτε δουλειά για να αποκομίσει ένα χαρτζιλίκι, κερδίζοντας έτσι επάξια μια θέση στη γενιά των 100, των 200, των 300 ευρώ κ.ο.κ.

Η ανεύρεση εργασίας σε μια απορρυθμισμένη αγορά έχει γίνει δύσκολη υπόθεση. Η έκρηξη της ανεργίας, οι χαμηλοί μισθοί σε συνάρτηση με τις δυσμενείς εργασιακές συνθήκες οδηγούν τη νέα γενιά δεκαετίες πίσω. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», τον Οκτώβριο το αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων – απολύσεων ξεπέρασε τις 80.000 θέσεις εργασίας, αριθμός που καταγράφτηκε πρώτη φορά στο εν λόγω σύστημα. Οι δε μισθοί έχουν πάρει την κατιούσα· ελάχιστοι μιλούν για βασικό μισθό 700 ή 500 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της «Εργάνης», στον ιδιωτικό τομέα περισσότεροι από 125.000 εργαζόμενοι αμείβονταν με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ ενώ περισσότεροι από 340.000 εργαζόμενοι αμείβονταν από 100 έως και 400 ευρώ μεικτά.

Μεταπτυχιακό για… καφετέρια

«Πάντοτε ήθελα να εργαστώ ως καθηγήτρια αλλά δυστυχώς στις ημέρες μας ο διορισμός μοιάζει άπιαστο όνειρο. Χωρίς καθυστέρηση, άρχισα να ψάχνω και σε φροντιστήρια. Το συμπέρασμα όμως ήταν ένα: έπρεπε να έχω μεταπτυχιακό. Απογοητεύτηκα» λέει η Μαρία. Ετσι αποφάσισε να αρχίσει πάλι το διάβασμα. «Ημουν πεπεισμένη ότι πλέον με το εφόδιο του μεταπτυχιακού θα μπορούσα να έχω μια δουλειά με έναν μισθό χαμηλό μεν, αλλά έστω, τι να κάνουμε. Οταν συνάντησα τους υποψήφιους εργοδότες μετάνιωσα για τα χρόνια σπουδών μου. Διακόσια ευρώ τον μήνα για πενθήμερη οκτάωρη εργασία. Δεν μπορώ να περιγράψω το σοκ μου. Και πώς θα ζήσω με 200 ευρώ; Με τι βάσεις θα κάνω οικογένεια; Πού είναι η ανταμοιβή του κόπου μου για όλα αυτά τα χρόνια διαβάσματος;». Τελικά, εργάζεται σε καφετέρια με τον βασικό. «Ως φιλόλογος; Σταμάτησα πια να αναζητώ δουλειά. Στην ίδια κατάσταση είναι πολλοί φίλοι και γνωστοί μου» καταλήγει.

Μετά την αποφοίτησή της, η Κατερίνα στάθηκε τυχερή καθώς τα δύο πρώτα χρόνια εργαζόταν σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό με τον βασικό. «Σκέφθηκα ότι για αρχή ήμουν τυχερή που βρήκα δουλειά στο αντικείμενό μου». Η χαρά της ωστόσο δεν κράτησε για πολύ. Τα τελευταία δύο χρόνια εξασφαλίζει τα προς το ζην με φύλαξη και δημιουργική απασχόληση παιδιών. «Δυστυχώς, με ένα νοίκι και τα υπόλοιπα έξοδα διαβίωσης δεν μένουν περιθώρια για επιλογή στις δουλειές και φυσικά όταν τα χρήματα δεν είναι αρκετά βοηθούν και οι γονείς όσο μπορούν. Στα 26 μου κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη μπορώ να θεωρηθώ. Πλέον οι επιλογές που σκέφτομαι σοβαρά είναι το εξωτερικό ή η επιστροφή στην επαρχία».

Επιστροφή στο σπίτι

agora-ergasias

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο Γιώργος το καλοκαίρι δούλευε τέσσερις ημέρες την εβδομάδα σε καφετέρια με 25 ευρώ μεροκάματο. Εδώ και έναν μήνα, λόγω «μειωμένης κίνησης», εργάζεται μόνο κάθε Σάββατο και στην καλύτερη των περιπτώσεων καλύπτει το ρεπό κάποιου συναδέλφου του. «Τελευταία συγκατοικούσαμε με την κοπέλα μου. Είχαμε καταφέρει να πληρώνουμε μόνοι μας τα έξοδά μας – τα βασικά δηλαδή. Τώρα όμως που o μισθός μου έχει περιοριστεί στα 150 ευρώ τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ. Προσπαθήσαμε να μειώσουμε κάπως τα έξοδα αλλά στο τέλος του προηγούμενου μήνα δεν είχαμε να πληρώσουμε ούτε τα κοινόχρηστα» λέει ο 30χρονος. Ετσι αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι και να συνεισφέρουν όσο μπορούν στον οικογενειακό κορβανά. «Δυστυχώς αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί έξω· σπουδάσαμε με λεφτά των γονιών μας και τώρα αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε χωρίς ωράριο και με ψίχουλα. Σκεφτόμαστε ακόμα και τον καφέ που θα πάρουμε» σχολιάζει.

Μέχρι το 2010 ο 50χρονος Χρήστος εργαζόταν ως αναπληρωτής καθηγητής ξένων γλωσσών. «Με τις περικοπές, όμως, έμεινα ξαφνικά χωρίς δουλειά. Πέρασαν ένα – δύο χρόνια ώσπου να συνειδητοποιήσω τι γίνεται. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω το πώς δουλεύει αυτό το σύστημα. Είναι στα όρια της σχιζοφρένειας. Αν δεν δημιουργήσεις θέσεις εργασίας για να βγάλει ο κόσμος χρήματα και να τα ρίξει στην αγορά, πώς θα έρθει ο πλούτος;» αναρωτιέται.

Σήμερα μένει στο πατρικό του και απασχολείται ως γραμματειακή υποστήριξη σε αθλητικές διοργανώσεις. «Παίρνω 250 ευρώ τον μήνα, χωρίς ασφάλεια, αλλά είναι για τέσσερις – πέντε μήνες. Μετά τι; Ψάχνω συνέχεια μέσω ιστοσελίδων και προσφέρουν τον βασικό για τετράωρη εργασία». Δεν το βάζει κάτω και έτσι παράλληλα εργάζεται ως ανεξάρτητος συνεργάτης σε μεσιτικό γραφείο ενώ τα απογεύματα βοηθάει μια φίλη του ασφαλίστρια ως γραμματέας, χωρίς να ξέρει αν θα μπορέσει να βγάλει ένα χαρτζιλίκι. «Προσπαθούμε για πολλά συμπληρώματα μαζί, μήπως και καταφέρουμε να βγάλουμε κάποιον καλό μισθό στο τέλος του μήνα. Εχουμε φθάσει στο σημείο να δουλεύουμε έναν μήνα και να το πανηγυρίζουμε» σχολιάζει.

ΕΝΣΗΜΑ ΑΝΤΙ ΜΙΣΘΟΥ

Η κυρία Εύη, 55 ετών, εργάζεται ως γραμματέας σε μια μικρή επιχείρηση. Βρέθηκε αντιμέτωπη με το εκβιαστικό δίλημμα: μείωση μισθού ή απόλυση. «Είχα καλή σχέση με τα αφεντικά μου και έτσι μου πρότειναν να μου μειώσουν τον μισθό αλλά να συνεχίσουν να μου κολλάνε ένσημα για να καταφέρω σε 10-15 χρόνια να πάρω μια κάποια σύνταξη. Βλέπετε στην ηλικία μου είναι δύσκολο να βρω κάπου αλλού δουλειά με ασφάλεια και έτσι δέχθηκα». Ο μισθός της μπορεί μεν να λειτουργούσε ως συμπλήρωμα στα έξοδα της νοικοκυράς, η σκέψη της όμως είναι στη νέα γενιά, στα παιδιά της όπως τα αποκαλεί. «Τα νέα παιδιά είναι καταδικασμένα» σχολιάζει αγανακτισμένη.

Για τα στοιχειώδη
Το παιδί για όλες τις δουλειές!

«Καθημερινά βλέπω τα όνειρά μου να γκρεμίζονται» λέει στο «Βήμα» η 26χρονη Ιωάννα, απόφοιτος του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην προσχολική ηλικία. Μετά τις σπουδές της δούλεψε σε παιδικό σταθμό μέσω προγράμματος voucher για πέντε μήνες με 400 ευρώ. Παρέμεινε για άλλους πέντε μήνες αλλά, όπως η ίδια λέει χαρακτηριστικά, «ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές, εργαζόμουν περισσότερες ώρες αλλά με τα ίδια λεφτά». Στο πνεύμα των καιρών, η Ιωάννα αναζήτησε οποιαδήποτε εργασία αλλά όλες ήταν με περίπου τις ίδιες απολαβές. «Η επόμενη δουλειά ήταν πωλήτρια σε κατάστημα με χριστουγεννιάτικα είδη· πρακτικά σημαίνει ότι δούλευα 12 ώρες την ημέρα με 400 ευρώ ενώ για δύο χρόνια εργαζόμουν σε υπηρεσίες του δήμου μέσω εταιρείας που παραχωρεί προσωπικό με 300 ευρώ τον μήνα» λέει η Ιωάννα, συμπληρώνοντας πως «αυτά τα χρήματα μου φθάνουν ίσα – ίσα για τα στοιχειώδη. Δεν μπορώ ούτε να εργαστώ εκεί που θέλω, επειδή διορισμοί δεν γίνονται πια, ούτε να κάνω πράγματα που θέλω διότι τα χρήματα δεν φθάνουν».

Πηγή: “ΤΟ ΒΗΜΑ“, άρθρο της Ελένης Κωνσταντάτου (13-11-16)

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς