Στους εποχικούς «ασθενείς» των θερινών διακοπών –τους γνωστούς μας αλκοολικούς της εργασίας (workalcoholics)– απευθύνεται προφανώς η επίκαιρη παρουσίαση της μελέτης του Μάνφρεντ Κετς ντε Βρις, διακεκριμένου καθηγητή Ανάπτυξης Ηγεσίας και Οργανωσιακής Αλλαγής στο Πανεπιστήμιο Insead. Με τον εντυπωσιακό τίτλο «Η σημαντικότητα της απραξίας» εξηγεί πώς το «να μην κανείς απολύτως τίποτα» γίνεται η «μήτρα» για την επώαση νέων ιδεών και για εξεύρεση των καλύτερων λύσεων σε προβλήματα που τυχόν απασχολούν τους ανθρώπους και –σε τελευταία ανάλυση– αποτελεί μια παραγωγική απασχόληση – φτάνει ο πολυάσχολος μάνατζερ να αποφασίσει να προσφέρει στον εαυτό του χρονικά διαλείμματα πλήρους απραξίας.
«Στη σημερινή πλήρως δικτυωμένη κοινωνία όπου ζούμε, ο κίνδυνος που διατρέχουμε είναι να γίνουμε τα θύματα της υπερπληροφόρησης. Μας είναι δύσκολο να αντισταθούμε στον πειρασμό τού “άντε να τελειώνω αυτό που κάνω τώρα” και “ας κοιτάξω και τι άλλο υπάρχει ακόμη”. Με αποτέλεσμα να έχουμε αφήσει κατά μέρος την τέχνη της ενδοσκόπησης, του συλλογισμού και της αμφισβήτησης. Ομως το να εργάζεται κανείς σκληρά δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι εργάζεται και έξυπνα. Το καλύτερο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεχωρίσουμε σε μόνιμη βάση χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν θα κάνουμε απολύτως τίποτα, έτσι ώστε να επιτρέψουμε στη φαντασία μας να δουλέψει μόνη της, αλλά και να βελτιώσουμε την πνευματική υγεία μας».
Με πλήρη επίγνωση του πόσο «ανορθόδοξη» ακούγεται η προτροπή του στον κόσμο της εργασίας, όπου η απραξία συνδέεται με αισθήματα ενοχής, με ανευθυνότητα και με «χάσιμο ζωής», ακόμη και με το ότι ο καταιγισμός των e-mails «ντοπάρει» το μυαλό, ο διακεκριμένος καθηγητής αντιπαραβάλλει τον κίνδυνο όχι μόνο να αποξενωθούμε μεταξύ μας, αλλά κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό μας. «Στην περίπτωση που δεν παρέχουμε στον εαυτό μας ένα απαραβίαστο χρονικό διάστημα που θα μπορέσει να σκέπτεται ελεύθερα, τότε είναι ελάχιστα πιθανό να έχει προσωπική ανάπτυξη, να παρουσιάσει βαθυστόχαστη άποψη και δημιουργικότητα.
Γίνεται μάλιστα ακόμη πιο προκλητικός όταν μια περίοδο που μπορεί να νιώθουμε «βαριεστημάρα» να τη χαρακτηρίζει την απαρχή –«το πρελούδιο»– για να ενεργοποιηθεί η φαντασία και η δημιουργικότητα. «Δυστυχώς, στους σύγχρονους οργανισμούς ο εργασιακός εθισμός ενθαρρύνεται υπερβολικά, υποστηρίζεται, ακόμη και ανταμείβεται, γιατί τους είναι χρήσιμος. Και είναι δύσκολο να αναπτύξει κάποιος την άμυνά του σε μια νοοτροπία που στηρίζεται και ελέγχεται από το “αφού σε πληρώνω καλά, γιατί εσύ να μην είσαι πάντα στη θέση σου;”». Ωστόσο, ο καθηγητής Ντε Βρις επισημαίνει και τον κίνδυνο της αυταπάτης ότι είμαστε όντως παραγωγικοί, επειδή είμαστε μονίμως απασχολημένοι με δραστηριότητες του κυβερνοχώρου.
Επειδή όμως δεν υπάρχει απαραιτήτως σχέση που να συνδέει το «εργάζομαι έξυπνα» με το «εργάζομαι σκληρά», αυτό που κάνει το εργασιακό περιβάλλον όπου ευδοκιμεί ο «αλκοολισμός της εργασίας» να ξεχωρίζει είναι τα προσωπικά προβλήματα της ψυχικής υγείας, το χαμηλό επίπεδο του ηθικού, η κατάθλιψη, η χρήση ουσιών, η εργασιακή παρενόχληση, η διακοπή σχέσεων και οι απουσίες των εργαζομένων σε συχνότητα άνω του μέσου όρου. «Τα περισσότερο αποδοτικά στελέχη είναι αυτά που μπορούν να κάνουν και τα δυο: να ενεργούν και να σκέπτονται. Κάτι που σημαίνει ότι βγαίνουν από την “πρίζα” του καταναγκασμού για αδιάλειπτη εργασία».
Ο έμπειρος καθηγητής εξηγεί ότι στα διαλείμματα με απραξία ενεργοποιούνται ασυνείδητες είτε υποσυνείδητες διαδικασίες σκέψης που διεργάζονται ένα ευρύ πεδίο πληροφόρησης και γνώσης. Και είναι πολύ πιθανότερο να προκύψουν τότε οι καινοτόμες ιδέες, παρά όταν συνειδητά είμαστε εστιασμένοι στην επίλυση προβλημάτων. Διευκρινίζει επίσης ότι είναι πιθανόν να μη γίνει άμεσα συνειδητό το προϊόν των διεργασιών αυτών γιατί η «επώασή» του χρειάζεται χρόνο. Και για τον λόγο αυτόν, η προτροπή του προς τα στελέχη είναι σαφής: «Να χαλαρώνετε συχνά και να μην κάνετε τίποτα. Δεν είναι μόνο ό,τι καλύτερο για την πνευματική υγεία σας αλλά και ο καλύτερος τρόπος για να επιλύετε τις περιπεπλεγμένες υποθέσεις σας».
Επισημαίνει ότι, αν ξεφύγουμε από το «μαγκανοπήγαδο» της αδιάλειπτης εργασίας και αποστασιοποιηθούμε από το πρόβλημα, ίσως ύστερα από λίγο καιρό να εκπλαγούμε ότι «η λύση ήταν εκεί μπροστά μας, μας κοίταζε κατάματα, ενώ εμείς ούτε καν τη βλέπαμε». Χαρακτηρίζει δε «καλό λύτη προβλημάτων» εκείνον που συνεχίζει να εργάζεται ασυνείδητα με το πρόβλημα, όταν συνειδητά έχει απομακρυνθεί από αυτό. Γιατί οι δημιουργικές λύσεις βρίσκονται όταν εργαζόμαστε με διακοπές για το πρόβλημα, ακόμη και όταν παρακολουθούμε ομιλίες είτε όταν περπατάμε, οδηγούμε, ακόμη και όταν παίζουμε με τα παιδιά μας.
Στην αναζήτηση, ωστόσο, ευθυνών για όσους προσβάλλονται από τη νόσο των αλκοολικών της εργασίας, οι ειδικοί λένε ότι ίσως είναι και το σύμπτωμα της «αναζήτησης ταυτότητας μέσα από την εργασία». Λέγεται μάλιστα ότι όσο περισσότερες είναι οι ώρες που εργάζεται κάποιος τόσο δυσκολότερα αποσυνδέεται –και νοερά– από την εργασία του όταν βρίσκεται σε διακοπές. Ωστόσο, οι έρευνες συγκλίνουν στο ότι η υπερκόπωση των εργαζομένων (burnout) βλάπτει σοβαρά τους οργανισμούς τους. Και ο βαθμός της σοβαρότητας της «βλάβης» ανεβαίνει ανάλογα με το επίπεδο των ευθυνών που διαχειρίζονται. Χωρίς να υποβαθμίζονται βέβαια και οι τεράστιες συνέπειες που μπορεί να έχει σε θέματα ασφαλείας η υπερκόπωση ενός εργάτη.
Καταλογίζεται λοιπόν ως σφάλμα να πιέζονται οι εργαζόμενοι με υπερβάλλοντα φόρτο εργασίας ή ακόμη και με το να μη τους ενθαρρύνουν να παίρνουν άδεια. Και επειδή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας από καιρό τώρα μας έχει προειδοποιήσει ότι ώς το 2020 τα προβλήματα ψυχικής υγείας θα αποτελούν τη δεύτερη κύρια αιτία ανικανότητας προς εργασία, ας μην ξεχνάμε ότι οι επιπτώσεις από την υπερκόπωση των εργαζομένων μπορεί να μην είναι πάντοτε ορατές. Γίνονται, ωστόσο, άμεσα είτε μεσοπρόθεσμα αισθητές. Αφενός στην αποδοτικότητά τους, αφετέρου στην προσωπική ζωή τους. Κυρίως όμως στη σωματική και ψυχική υγεία τους.
Τα πρωτεία στους Αμερικανούς
Σύμφωνα με μελέτη αμερικανικού πανεπιστημίου, μεταξύ των εργαζομένων στον δυτικό κόσμο, πρώτοι σε συχνότητα workalcoholics έρχονται οι Αμερικανοί, οι οποίοι εργάζονται περισσότερες ώρες και έχουν τις βραδύτερες διακοπές. Και τους ακολουθούν οι Ιάπωνες. Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι τα έχουν καταφέρει καλύτερα στο να διαχωρίζουν την εργασία από την προσωπική ζωή τους.
Πηγή: “Η Καθημερινή“_Άρθρο της Χριστίνας Δαμουλιανού