Η πόλη της Ναυπάκτου, είναι ένα μικρό ελληνικό αστικό συγκρότημα με περίπου 18.000 κατοίκους, που συνδυάζει υπέροχα το βουνό και τη θάλασσα. Η γραφικότητα και το παραδοσιακό πολεοδομικό σύνολο είναι τα χαρακτηριστικά που γίνονται αντιληπτά με την πρώτη ματιά. Το “ιστορικό κέντρο” της πόλης, δηλαδή, το τμήμα της Ναυπάκτου που περικλείεται από τα τείχη της πόλης, είναι μεν πυκνοδομημένο, αλλά έχουν ληφθεί τέτοιου είδους πολεοδομικά μέτρα, ώστε να διασωθεί η ιστορική του φυσιογνωμία. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του, εκτός από τα πέτρινα παραδοσιακά σπίτια, είναι τα πολλά πλακόστρωτα δρομάκια (καλντερίμια) και οι πέτρινες σκάλες.
Από το κέντρο ξεκινάνε δύο άξονες , ο ένας προς τα δυτικά (Ψανή) και ο άλλος προς τα ανατολικά (Γρίμποβο). Για μια συνολική περιγραφή της πόλης, ας ξεκινήσουμε από το δυτικό άκρο της, τη συνοικία Παλαιοπαναγιά. Η περιοχή της Παλαιοπαναγιάς είναι μία στενή λωρίδα γης δίπλα στη θάλασσα. Τους θερινούς μήνες σφύζει από κόσμο, καθώς σε αυτή υπάρχουν πολλά νυκτερινά κέντρα διασκέδασης, κυρίως με ελληνική μουσική.
Επόμενος σταθμός μας είναι η Ψανή, με τα πανύψηλα πλατάνια της. Η δροσερή ατμόσφαιρα, η ωραία παραλία, που έχει τιμηθεί με την ειδική διάκριση καθαρής ακτής από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και οι πολλές καφετέριες την κάνουν πόλο έλξης των παραθεριστών αλλά και των ντόπιων κατοίκων, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην Ψανή υπάρχει η ομώνυμη ιαματική πηγή, γνωστή για τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μας, φτάνουμε στο “ιστορικό κέντρο” της Ναυπάκτου, με πρώτη στάση τα Μποτσαρέϊκα.Το αρχοντικό των Μποτσαραίων, είναι ένα κτιριακό συγκρότημα που έχει υπολογιστεί ότι κτίστηκε γύρω στον 15ο – 16ο αιώνα από τεχνίτες των ιταλικών πόλεων της Βενετίας και της Φλωρεντίας. Αποτελείται από δύο κτίρια που συνδέθηκαν μεταξύ τους με ένα θόλο, την αποκαλούμενη”Καμάρα”. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του πασά της Ναυπάκτου. Μετά την παράδοση της πόλης στους Έλληνες από τους Τούρκους, παραχωρήθηκε ως κατοικία αστέγων Σουλιωτών έναντι ανάλογου χρηματικού ποσού, και τελικά παραχωρήθηκε στο στρατηγό Νότη Μπότσαρη έναντι (3.600) δραχμών. Από την οικογένεια του οποίου πήρε και το όνομά του το συγκρότημα. Σήμερα γίνονται προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα Ίδρυμα, το οποίο θα αξιοποιήσει το χώρο αυτό.
Έπειτα από τα Μποτσαρέικα συναντάμε το γραφικό λιμάνι της Ναυπάκτου, το μέρος που αποτελεί το πιο πολυδιαφημισμένο μέρος της πόλης. Ο κεντρικός δρόμος, ακριβώς πάνω από το λιμάνι και η πλατεία του αποτελούν σημείο συνάντησης των ντόπιων και των ξένων που επισκέπτονται την πόλη. Επίσης στην δυτική ντάπια του λιμανιού γίνονται διάφορες συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Οι παραδόσεις και η ιστορία συνδέουν πολλά συμβάντα με τον χώρο του λιμανιού της Ναυπάκτου και εδώ πρέπει να γίνει ειδική μνεία για το μοναδικό θέαμα κατά την λιτανεία των επιταφείων των εκκλησιών της Ναυπάκτου τη Μεγάλη Παρασκευή κάθε χρόνο, οπότε ανάβουν φωτιές στις τάπιες του κάστρου του λιμανιού και η ατμόσφαιρα γίνεται πολύ κατανυκτική. Γύρω από το λιμάνι υπάρχουν πολλά καφενεία, καφετέριες, μπαράκια για κάθε ηλικία και για κάθε γούστο. Πολύ κοντά στην πλατεία του λιμανιού βρίσκεται το καλντερίμι “Στενοπάζαρο”, που αποτελεί την παλιά αγορά της πόλης. Σήμερα έχει διατηρήσει το χρώμα του και αποτελεί ακόμη ένα μέρος της αγοράς της πόλης. Στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκεται η μητρόπολη της Ναυπάκτου, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, του πολιούχου της πόλης, η ονομαστική γιορτή του οποίου κάθε χρόνο γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Το επόμενο σημαντικό οίκημα που συναντούμε είναι το Δημαρχείο της πόλης, κτισμένο κατά παραδοσιακό τρόπο, το Διοικητήριο και η Κεντρική Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ναυπάκτου, μία από τις πλουσιότερες και αξιολογότερες βιβλιοθήκες στον Ελλαδικό χώρο. Τελικά, με πορεία συνέχεια προς τα ανατολικά, φθάνουμε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη. Εδώ βρίσκεται και η κεντρική αγορά της πόλης. Δίπλα στην πλατεία βρίσκεται ένα σημαντικό ιδιωτικό μουσείο, το “Μουσείο κειμηλίων 1821 – Φαρμάκη”, με τη γνωστή και εκτεταμένη του συλλογή από όπλα που χρησιμοποιούνταν κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Προς τα νοτιοανατολικά διαφαίνεται η παραλία του Γριμπόβου, μία ακόμη παραλία με ψηλά πλατάνια και πολλά νερά. Η θάλασσα εδώ, που είναι αρκετά ρηχή και έχει ψιλή άμμο, προσφέρεται για κάθε είδους αθλοπαιδιές στην παραλία. Κατά μήκος της παραλίας αυτής υπάρχουν και τα περισσότερα ξενοδοχεία της πόλης. Στη συνέχεια ακολουθεί το ανατολικό άκρο της πόλης, η συνοικία Κεφαλόβρυσο, που η ιστορική της αναδρομή μας τοποθετεί στους αρχαίους Ελληνικούς χρόνους. Εδώ συναντούμε τη “βρύση της αγάπης”, που συνδέεται με τη λατρεία της θεάς του Έρωτα Αφροδίτης.
Αυτό που δεσπόζει όμως πάνω από την πόλη της Ναυπάκτου και χρήζει λεπτομερέστερης περιγραφής είναι το κάστρο της. Η οχύρωση της Ναυπάκτου έγινε για πρώτη φορά από τους Πελασγούς και οι Φράγκοι ήταν αυτοί που τελικά επέκτειναν τα τείχη μέχρι τη θάλασσα. Η τελική του διαμόρφωση έγινε από τους Ενετούς στα 1204. Το κάστρο δεχόταν πρόσθετα κατασκευάσματα ακόμα και κατά την Τουρκική κατοχή. Αποτελεί το μοναδικό στην Ευρώπη κάστρο με 5 αμυντικές ζώνες, από το λιμάνι μέχρι την κορυφή του λόφου. Και τα 5 διαζώματα, η έκταση των οποίων μειώνεται όσο πλησιάζουμε προς την κορυφή, αποτελούν το καθένα και ένα ανεξάρτητο φρούριο. Κάθε ένα έχει και μια πύλη, καθώς και έναν αριθμό πύργων-25 στο σύνολό τους-που είναι τοποθετημένοι σε διάφορα σημεία του φρουρίου. Ειδικά στο τείχος της θάλασσας υπάρχουν 4 πύργοι, από τους οποίους οι 2 ελέγχουν την είσοδο στο λιμάνι. Ο ανατολικός πυργίσκος αποτελείται από το ναυτικό φάρο και ο δυτικός από τον ανδριάντα του ηρωικού πυρπολητή Γιώργου Ανεμογιάννη-Παξινού. Η αρχιτεκτονική του κάστρο είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, όσον αφορά στην ασφάλειά του σε καιρό πολέμου. Σήμερα ο πυκνοφυτεμένος με ψηλά πεύκα λόφος του κάστρου, δίνει στο θεατή του έναν όμορφο συνδυασμό φυσικού και ιστορικού τοπίου. Η οχύρωση της Ναυπάκτου έχει γίνει αντικείμενο περιγραφής από διάφορους διανοούμενους ταξιδιώτες, γεωγράφους, ζωγράφους και ιστορικούς, ανά τους αιώνες.