Του Σωτήρη Βανδώρου
Είναι η πιο τρομερή περιπέτεια για την ανθρώπινη συνθήκη, λέει μετά λόγου γνώσεως ο Αλντό Ναουρί, για την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Στο βιβλίο του Εκπαιδεύοντας τα παιδιά ο λιβυκής καταγωγής παιδίατρος που σπούδασε κι εργάστηκε στη Γαλλία καταθέτει την επαγγελματική του εμπειρία σαράντα ετών, οργανώνοντας τις ιδέες του γύρω από τον καθοριστικό ρόλο των πρώτων παιδαγωγών, των γονιών, στους οποίους και κατεξοχήν απευθύνεται.
Μολονότι εδώ θα βρει κανείς πολλές χρήσιμες συστάσεις για όλα τα πρακτικά ζητήματα που αφορούν από τη βρεφική μέχρι την εφηβική ηλικία –ολόκληρο το δεύτερο μέρος αναφέρεται σε αυτά– το πόνημα αυτό παρασάγγας απέχει (ευτυχώς) από έναν οδηγό αυτοβοήθειας. Αντίθετα, έχει στοιχεία κοινωνικής ανάλυσης και στοχαστικού δοκιμίου, εφόσον εύστοχα ο συγγραφέας καταπιάνεται με αλλαγές στα πολιτισμικά ήθη και στις κοινωνικές σχέσεις ως το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου αναλαμβάνεται κι ο γονεϊκός ρόλος.
Πράγματι, ο Ναουρί δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητα του παιδίατρου με στενούς όρους κι αποδίδει ξεχωριστή σημασία στον ανθρώπινο ψυχισμό, όντας εξάλλου ψυχαναλυτικά ενήμερος. Η πρώτη σημαντική επισήμανσή του προκύπτει από την αντιπαραβολή της γαλλικής κοινωνίας έτσι όπως τη γνώρισε στην αρχή της καριέρας του με την πιο πρόσφατη μετεξέλιξή της. Με βάση ακριβώς τα δικά τους βιώματα, οι γονείς στην πρώτη περίπτωση ως επί το πλείστον μετέδιδαν στα τέκνα τους ένα σαφές μήνυμα: «δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε αυτή τη ζωή». Δημιουργούσαν έτσι ένα ευεργετικό αίσθημα στέρησης. Επομένως μπορούσε να κινητοποιηθεί η «επιθυμία» του παιδιού μέσω της εμπέδωσης μιας διαλεκτικής σχέσης με την «έλλειψη». Είναι αυτή η τελευταία σχέση που κατόπιν προσβάλλεται, ενίοτε μπλοκάρει εντελώς, όταν με τη ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τον καταναλωτισμό και τα σύστοιχα ήθη αρκετοί γονείς μεταδίδουν το αντίθετο μήνυμα: «μπορείς να τα έχεις όλα». «Μπουκώνουν» το παιδί διαρκώς με παιχνίδια, δώρα κι όλα τα καλά του κόσμου. Μετά αρχίζουν τα προβλήματα τα οποία ωστόσο είναι συχνά της τάξεως του «συμπτώματος». Αλλά πολλοί γονείς δεν το συνειδητοποιούν συνεχίζοντας τον ίδιο χαβά: Κακές σχολικές επιδόσεις; «Μα γιατί;» απορούν. «Αφού δεν του λείπει τίποτα». Μα, ακριβώς γι’ αυτό, είναι η πιθανότερη απάντηση. Αντ’ αυτού, δώστου ιδιαίτερα μαθήματα κ.ο.κ.
Η τέχνη των ορίων
Προς αποφυγή παρανόησης, ο Ναουρί δεν νοσταλγεί μια φαντασιακή εποχή φτώχειας κι αθωότητας. Ίσα-ίσα, αναγνωρίζει τα καλά της ευημερίας και της κοινωνικής εξέλιξης. Αλλά με βάση και τα περιστατικά που αναφέρει αναδεικνύει πειστικά την ανάγκη οι γονείς να μην παρασύρονται από την αγάπη που τρέφουν για τα παιδιά τους και να μαθαίνουν να τους θέτουν όρια. Αυτό βέβαια στην πράξη δεν είναι συχνά εύκολο και υπάρχουν σημαντικές σελίδες στο βιβλίο που προσανατολίζουν τους γονείς στο τι να κάνουν και τι να αποφύγουν – για παράδειγμα, μια μακροσκελής εξήγηση που συνοδεύει μια απαγόρευση τείνει να την υπονομεύει και επομένως δεν συνιστάται.
Αναλογίζομαι την ελληνική περίπτωση και ειδικότερα την πλειονότητα της μεσαίας τάξης που έχει σήμερα να αντιμετωπίσει μια απαιτητικότερη πρόκληση: Πώς θα εξηγήσει στο παιδί ότι δεν μπορεί πια να κάνει μεγαλειώδη πάρτι; Ότι πιθανόν πρέπει να εγκαταλείψει το ακριβό ιδιωτικό σχολείο για το δημόσιο της γειτονιάς; Πώς θα περιορίσει τις συνέπειες μιας αγχογόνου διαχείρισης κρίσης, ώστε το ίδιο το παιδί να την αισθανθεί σχετικά ανώδυνα; Γενικότερα, πόσο ψυχικά υποφερτή μπορεί να είναι η μετάβαση από την εποχή της (ψευδεπίγραφης) αφθονίας στη σημερινή συνθήκη δυσπραγίας κι επισφάλειας;
Αυτά τα ερωτήματα συναρθρώνονται και με σύστοιχα ζητήματα που θίγει ο Ναουρί στη σχέση παιδιού-σχολείου-γονέων. Εύκολα ένας επιπόλαιος αναγνώστης θα τον χαρακτηρίσει συντηρητικό, αν όχι αυταρχικό, με βάση την κριτική επισήμανσή του ότι ο καλοδεχούμενος εκδημοκρατισμός του γαλλικού σχολείου δεν καλλιέργησε στο βαθμό που θα έπρεπε τις αρχές τις αξιοκρατίας και της υπευθυνότητας. Κι όταν αυτές δεν υποστηρίζονται ούτε από το οικογενειακό περιβάλλον αναπόφευκτα προκύπτουν προβλήματα. Όταν δε εκ παραλλήλου ενθαρρύνεται ο ναρκισσισμός του παιδιού και η εντύπωση ότι όλα του ανήκουν δικαιωματικά, τότε έχουμε τη συνταγή της αποτυχίας. Ο συγγραφέας λοιπόν αντιτίθεται σφόδρα σε αυτό που αποκαλεί παιδολατρία ως στάση άκριτης εξιδανίκευσης κάθε παιδικού καπρίτσιου σε συνδυασμό με τον αναβιβασμό του παιδιού σε ισότιμο μέλος της οικογένειας (βλ. για παράδειγμα ορισμένους πατέρες να υπερηφανεύονται ότι με το/τους γιό/ούς είναι φιλαράκια, άρα έχει καταρρεύσει η σχέση αυθεντίας που θα έπρεπε να τους διέπει). Ξέρω ότι κάποιοι θα με χαρακτηρίσουν φασίστα, λέει ο συγγραφέας, αλλά στην πραγματικότητα φασίστας πολύ περισσότερο κινδυνεύει να εξελιχθεί εκείνος που ως παιδί αφηνόταν εντελώς αποχαλινωμένο, σε σχέση με εκείνο που έμαθε ότι υπάρχουν όρια, κανόνες, απαγορεύσεις. «Γιατί, τελικά, τι άλλο είναι ένας φασίστας αν όχι ένα άτομο που εξακολουθεί να κολυμπά, ακόμα και στην ενήλικη ζωή του, στα νερά της παιδικής παντοδυναμίας του;» (σελ. 251). Κατά προέκταση και η πειθαρχία που επιβάλλουν οι γονείς ως πρώτοι παιδαγωγοί, εφόσον τίθεται με κατάλληλο τρόπο και σωστή δοσολογία, είναι απαραίτητη συνθήκη για την ορθή ψυχοδιανοητική συγκρότηση του παιδιού κι ευνοεί –δεν αντιστρατεύεται– την πολιτισμένη και δημοκρατική συμβίωση.
Ενήλικα παιδιά
Αν μπορούσαμε να δούμε από απόσταση το συλλογικό μας εαυτό, πείτε μου ειλικρινά, δεν θα βλέπαμε μια εικόνα που ενίοτε προσιδιάζει σε μεγάλα θυμωμένα παιδιά που τσακώνονται;
Πάλι εδώ, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σκεφτώ αναλογίες με την ελληνική περίπτωση. Ας πούμε –κι αναλαμβάνω το ρίσκο να μου προσαφθεί η κατηγορία του αναγωγισμού– το γεγονός ότι είναι μάλλον περιθωριακές τόσο στο πεδίο της πολιτικής πράξης όσο και στο πεδίο της διανόησης εκείνες οι προσεγγίσεις που προσπαθούν να αναμετρηθούν με την τρέχουσα κρίση με τρόπο δημιουργικό κι εποικοδομητικό (είτε εξ αριστερών είτε εκ δεξιών εκπορευόμενες) δεν μπορεί να είναι ασυνάρτητο με τα παραπάνω. Το ότι είναι τόσο διαδεδομένη μια στάση ρηχής διαμαρτυρίας, χωρίς καμία αυτοκριτική διάθεση που τοποθετεί τα άτομα και την κοινωνία στη θέση του ανεύθυνου θύματος, που αντιδρά με οργή ή και βίαιες εκδηλώσεις εναντίον των «ενόχων», που φαντασιώνει μια σχεδόν μαγική επαναφορά στην πρότερη κατάσταση, όλα αυτά (στοιχεία που ερμηνεύονται πρωτίστως με όρους πολιτικής κουλτούρας) δεν μπορούν να μη συνδέονται και με τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των παιδιών (εννοείται ιδίως των αγοριών από τις υπερπροστατευτικές ελληνίδες μάνες, κάτι που ευτυχώς τείνει να περιορίζεται στις νεότερες γενιές). Αν μπορούσαμε να δούμε από απόσταση το συλλογικό μας εαυτό, πείτε μου ειλικρινά, δεν θα βλέπαμε μια εικόνα που ενίοτε προσιδιάζει σε μεγάλα θυμωμένα παιδιά που τσακώνονται;
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Πηγή http://www.bookpress.gr/stiles/sotiris-bandoros/eduquer-ses-enfants