Το παιδί και το ταμπούρλο”
Ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε
Τι ψυχή βασανισμένη νά ‘ταν άραγε;
Η γειτονιά του δεν το κράταγε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Τους δρόμους πήρε και περπάταγε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε
Σ’ όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα;
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα
Κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Στις ερημιές μακριά προχώραγε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Ούτ’ ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε
Σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε,
Το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε
Με τ’ άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Τ’ αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα γύρω πόλεμος γινότανε
Στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
Και τ’ αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του
Της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Στον ουρανό βαθιά προχώρησε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε
Οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν
Ένας βοριάς παγωμένος
Σαρώνει την έρημη γη
Πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
Ένα καμιόνι φορτώνει
Και κόβει στα δυο τη σιγή …
Και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή …
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς…