Αρχική » ΜΟΥΣΙΚΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ

18η – 19η – 20η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ο Μάνος Χατζιδάκις, δημιουργός που έβαλε τη σφραγίδα του στον πολιτισμό μας, υπήρξε πάνω απ’ όλα κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Πνεύμα ανήσυχο, που αντιτάχθηκε στους κρατούντες, στην όποια κολακεία και αναρρίχηση, ο Μάνος Χατζιδάκις αντιπαρατέθηκε σ’ όλη τη ζωή του στην εμπορευματοποίηση της τέχνης. «Αδιαφορώ για τη δόξα.», έλεγε. Με την παρουσία και την προσφορά του ο Μάνος Χατζιδάκις σημάδεψε καθοριστικά τον πολιτιστικό βίο της Ελλάδας. Το σπάνιας ομορφιάς, ποιότητας και αξίας έργο του, βασισμένο στον πλούτο των πηγών της λαϊκής ευαισθησίας, έδωσε μια ξεχωριστή διάσταση στη σύγχρονη μουσική δημιουργία.

Αθήνα

Μ’ άσπρα πουλιά και σύννεφα
τον ουρανό θα ντύσω
και τ’ ονομά σου αθάνατο
στην πέτρα θα κεντήσω

Στο περιβόλι τ’ ουρανού
θα μπω για να διαλέξω
δάφνη μυρτιά κι αμάραντο
στεφάνι να σου πλέξω

Αθήνα Αθήνα
Χαρά της γης και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο
Κάποια βραδιά στην αμμουδιά
κοχύλι σου θα μείνω

Το φεγγάρι είναι κόκκινο

Το φεγγάρι είναι κόκκινο
το ποτάμι είναι βαθύ
κι η αγάπη μου στα χέρια σου
είναι κάτασπρο πουλί.

Το φεγγάρι είναι πράσινο
το ποτάμι είναι γαλάζιο
έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

 

ΤΑ ΛΟΥΣΤΡΑΚΙΑ

Δουλειά και χαμαλίκι
και βρωμα κι απλυσιά
μαζεύτηκαν οι λύκοι
να μπουν στην εκκλησιά.

Κοιμάμαι στο χαλίκι
χορταίνω από βρισιά
και μ’ έχει σαν σκουλήκι
του κόσμου η μπαμπεσιά.

Πού θα πάμε, πού θα πάμε
τι θα φάμε τι θα φάμε;
Έκλεψα μια λαμαρίνα
με ζεστή ζεστή φαρίνα.

Σώπα σώπα, σώπα σώπα,
δε μου το `πες δε σου το `πα
πάψε πάψε, πάψε πάψε
κι ό,τι βρεις μπροστά σου χάψε.

ΣΤΟ ΛΑΥΡΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΟΡΟΣ

Έριξα πέτρα στο πηγάδι
για να βρω νερό
ένα χρυσό φλουρί στον Άδη
και σε καρτερώ.

Δεν έχω ελπίδα να χαρώ
τη χάρη σου μεσ’ το χορό.

Ποιος είν’ απόψε ο τυχερός;
στο Λαύριο γίνεται χορός.

Ψυχή στο βράχο καρφωμένη
με εφτά καρφιά
Μπόρα πικρή σε περιμένει
Και μια συννεφιά
Εφτά καρφιά εφτά παιδιά
Μου `χουν ματώσει την καρδιά.

Ποιος είν’ απόψε ο τυχερός;
στο Λαύριο γίνεται χορός.

Μια σπίθα ανάβει
μέσα απ’ τη σβησμένη πυρκαγιά
Κι είναι κερί που καίει τη νύχτα
μπρος στην Παναγιά.

Ποιος είν’ απόψε ο τυχερός;
στο Λαύριο γίνεται χορός.

 

Ο Έκτορας και Η Ανδρομάχη

Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:

«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»

Έτσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη
σαν έφευγα στις 20 τ’ Απρίλη
μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:

«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,
μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις.
Όποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,
στρατιώτη μου, τον πόλεμο το χάνει»

Δεν ήταν νησί 

Δεν ήταν νησί
ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα
η αδερφή του ΜέγαΑλέξανδρου
που θρηνούσε
και φουρτούνιαζε το πέλαγο

Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα γελάσω

Το σύννεφο έφερε βροχή

Το σύννεφο έφερε βροχή
κι έχουμε μείνει μοναχοί
έγινε η βροχή χαλάζι
δεν πειράζει, δεν πειράζει.

Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί
σπίτι, ουρανός όπου σταθεί
το δισάκι του στον ώμο
για το δρόμο, για το δρόμο.

Άιντε ν’ απλώσουμε πανιά
στ’ όνειρο και στη λησμονιά
δάκρυα η ζωή στεγνώνει
ξημερώνει, ξημερώνει.

Τα Παιδιά Του Πειραιά

Aπ’ το παράθυρό μου στέλνω
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά

Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά

Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με `χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ’ αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά

Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ

Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά
και μια χά , και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω

Ας είν’ καλά το γινάτι σου

Τα γιασεμιά εσκύψαν
για το χατήρι σου
κι ολόκληρο το κρύψαν’
το παραθύρι σου

Το κόκκινο γεράνι
τη φλόγα του πετά
Εσύ `σαι για στεφάνι
κι εγώ του θανατά

Βρε, ας είν’ καλά το γινάτι σου
δε σου θυμώνω εγώ
Κι αν μου γυρίζεις την πλάτη σου
Εγώ δε σε παρεξηγώ

Βαράτε βιολιτζήδες
ασίκικο σκοπό
Στο πλάι μου την έχω
εκείνη π’ αγαπώ

Βασιλικός στη γλάστρα
πλατύφυλλος ανθεί
κι εγώ μιλάω με τ’ άστρα
για σένανε ξανθή

Στα χείλια σου το γέλιο
στα μάτια η απονιά
Εγώ θα τηνε κάψω αυτή τη γειτονιά

Ο Γιάννης ο φονιάς

Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ’ τη φυλακή,
επέρασ’ απ’ το σπίτι.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.

Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.

Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο

Είμαι αητός χωρίς φτερά

Σαν τον αετό είχα φτερά ώ ώ ώκαι πέταγακαι πέταγα πολύ ψηλάμα ένα χέρι λατρεμένοένα χέρι λατρευτόμου τα κόβει τα φτερά μουγια να μη ψηλά πετώ
Είμ’ αετός χωρίς φτεράχωρίς αγάπη και χαράχωρίς αγάπη και χαράείμ’ αετός χωρίς φτερά
Το χέρι αυτό το λατρευτό ώ ώ ώμες στη ζωήμες στη ζωή θα τ’ αγαπώό, τι και να μου ‘χει κάνειόλα του τα συγχωρώμε φτερούγες τσακισμένεςπάντα εγώ θα τ’ αγαπώ

*******************************

 

16η – 17η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΦΙΛΙΑ

Όλα τα παιδιά θέλουν να έχουν φίλους. Η φιλία αναμφισβήτητα είναι μια από τις ομορφότερες εμπειρίες στη ζωή των ανθρώπων. Η σχέση που δημιουργούμε με τους φίλους μας, είναι σχέση σημαντική και πολύτιμη γιατί μπορεί να μας συντροφεύει για πάντα! Είναι πάρα πολλά τα ελληνικά τραγούδια, που έχουν να κάνουν με τη φιλία, τους φίλους, τις παρέες και όλα τα συναφή. 

Οι φίλοι

Οι φίλοι μου τα μάζεψαν και φύγαν απ’ τη χώρα,
ποιος ξέρει εκεί τι ώρα να’ ναι τώρα;
Άλλος πήγε στο Άμστερνταμ και άλλος στο Βερολίνο,
κι άλλος με μια βαλίτσα στο Λονδίνο.

Κοροΐδευα της ξενιτιάς τα γραφικά τραγούδια,
που ακούγανε και κλαίγαν τα παππούδια.
Τώρα τρίβω τα μάτια μου κι όλο μετράω μίλια,
κουνόντας ηλεκτρονικά μαντήλια.

Και εμείς οι εναπομείναντες τα λέμε που και που,
μοιράζοντας τις κρίσεις πανικού.
Γκρινιάζουμε στους φίλους μας και ρίχνουμε ευθύνες,
στους διπλανούς και όχι στους κηφήνες.

Οι φίλοι μου τα μάζεψαν γιατί δεν την παλέψαν,
κάποιοι πεινάσαν, κάποιοι διαπρέψαν.
Άλλοι είναι στις φάμπρικες που λέγαν τα τραγούδια,
που ακούγανε και κλαίγαν τα παππούδια.

Και μόνο μιαν ερώτηση ακούν όλη την ώρα,
αν θα γυρίσουν κάποτε ή τώρα.
Παγώνει τότε η φωνή και η στιγμή που ζούμε,
μέχρι να βγει απ’ το στόμα το “Θα δούμε..”

Και εμείς οι εναπομείναντες τα λέμε που και που,
μοιράζοντας τις κρίσεις πανικού.
Γκρινιάζουμε στους φίλους μας και ρίχνουμε ευθύνες,
στους διπλανούς και όχι στους κηφήνες.

Κουράγιο φιλαράκια μου, η μπόρα θα περάσει.
Εμείς βέβαια θα’ χουμε γεράσει.
Θα βλέπω τα εγγόνια σας και θα σας κάνω like,
κι αγάπη θα σας στέλνω απ’ το skype..

Ήταν κάποτε δυο φίλοι

Ήταν κάποτε δυο φίλοι
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.

Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.

Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.

Μα κάθε βραδιά όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.

Τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά

Ήτανε, Θεέ μου, μια φορά
τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά
αγάπες, όνειρα, τραγούδια
μέσα στο φως μες στα λουλούδια
τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά.

Τώρα απομένουνε βαθιά
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
χείλη, καρδιές, μάτια κλειστά
μέσα στο χώμα, μες στη γη
ένας εδώ κι άλλος εκεί.

Κάθε που ανθίζουν τα κλαδιά
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά
εις τ’ ασημένια καλοκαίρια
που υψώνονται στο φως τα χέρια
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά.

Μοίρες οι νύχτες τριγυρνούν
και τα παιδιά ξεπροβοδούν,
στέλνουν μηνύματα στ’ αστέρια
και με καλόβολα τα χέρια
τα τρία παιδιά ξεπροβοδούν.

Ήτανε, Θεέ μου, μια φορά
τρεις νέοι και τώρα είναι βαθιά
μέσα στο χώμα, μες στη γη
ένας εδώ κι άλλος εκεί
τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά.

 

 

Χωματόδρομος

Φεύγαμε κι ερχόμαστε, παίζαμε, τρωγόμαστε,
δέκα φιλαράκια, δέκα μάγκες,
μέσ’ στο χωματόδρομο, της ζωής μας πρόδρομο,
πάνω από το ρέμα, στις παράγκες,
μέσ’ στο χωματόδρομο, της ζωής μας πρόδρομο,
πάνω από το ρέμα, στις παράγκες.

Ήταν πανηγύρι η χαρά μας
και στα ματωμένα γόνατά μας,
βάζαμε οινόπνευμα και προς το απόγευμα,
βγαίναμε ξανά στη γειτονιά μας,
βάζαμε οινόπνευμα και προς το απόγευμα,
βγαίναμε ξανά στη γειτονιά μας.

Τώρα σκορπιστήκαμε, δεν ξαναβρεθήκαμε,
και οι δέκα είμαστε χαμένοι,
και ο χωματόδρομος, έγινε μονόδρομος
και η θλίψη είναι αραγμένη,
και ο χωματόδρομος, έγινε μονόδρομος
και η θλίψη είναι αραγμένη.

Ήταν πανηγύρι η χαρά μας,
και στα ματωμένα γόνατά μας,
βάζαμε οινόπνευμα και προς το απόγευμα,
βγαίναμε ξανά στη γειτονιά μας,
βάζαμε οινόπνευμα και προς το απόγευμα,
βγαίναμε ξανά στη γειτονιά μας.

Όταν έχεις φίλους

Στις δύσκολες στιγμές μόνο οι φίλοι μου
μου στάθηκαν καλύτερα από `σένα
και τώρα που στα πόδια μου σηκώθηκα
ζητάς πάλι αγάπη από `μένα.

Όταν έχεις τέτοιους φίλους
ομορφαίνει η ζωή
και να σβήσει τη φιλία
μια γυναίκα δεν μπορεί.

Στις δύσκολες στιγμές μόνο οι φίλοι μου
μου στάθηκαν κι ας τους κατηγορούσες,
σε πείραζε που είχανε αισθήματα
γι’ αυτό πάντα με μίσος τους κοιτούσες.

Όταν έχεις τέτοιους φίλους
ομορφαίνει η ζωή
και να σβήσει τη φιλία
μια γυναίκα δεν μπορεί.

Φίλε Μου Νίκο

Φίλε μου Νίκο, τι να πω
που με ρωτάς πώς τα περνώ.
Είμαι καλά, η δουλειά καλά
κι ωραίο έχουμε καιρό.

Κι έχουμε ωραίο καιρό,
Νίκο μου, ωραίο καιρό.

Ακούω τα παράπονα
και των γνωστών μου τις βρισιές.
Βαρέθηκαν τις διεθνείς
πωλήσεις γης και αγορές,
τις διαταγές.

Μα ειν’ ο καιρός μας καλός,
κι ας έχουμε συννεφιές.
Ειν’ ο καιρός μας καλός,
κάνουν καλό κι οι βροχές.

Αν στην Ευρώπη, Νίκο μου,
τα λένε άσχημα για μας,
πες τους πως η Αθήνα μας
δεν ειν’ οικόπεδο σειράς.
Πες τους για μας…

…ότι ξυπνάμε μεμιάς,
τα βλέπουμ’ όλα μεμιάς,
κι άμα πεθαίνουμε, πες,
πεθαίνουν όλοι για σας.

Φίλε μου Νίκο, τι να πω
που με ρωτάς πώς τα περνώ.
Είμαι καλά, η δουλειά καλά
κι ωραίο έχουμε καιρό.

Κι έχουμε ωραίο καιρό,
Νίκο μου, ωραίο καιρό.

Εγώ κι εσύ μαζί

Εγώ κι εσύ μαζί.
Όταν η τύχη σου θα `ναι φευγάτη,
και συ μακριά απ’ το ζεστό σου κρεβάτι,
Τότε θυμήσου τη χρυσή συμβουλή.
Εγώ κι εσύ μαζί,
Εγώ κι εσύ μαζί.

Εγώ κι εσύ μαζί.
Εγώ κι εσύ μαζί.
Τα βάσανά σου είναι και δικά μου,
και για τους δυο μας χτυπάει η καρδιά μου,
Δυο φιλαράκια με μια ψυχή,
Εγώ κι εσύ μαζί,
Εγώ κι εσύ μαζί.

Μπορείς αν θες
να βρεις πιο έξυπνους φίλους,
Να `ναι μεγάλοι και πιο δυνατοί.
Μπορείς!!!
Αλλά να ξέρεις τη δικιά μου αγάπη,
δε θα στη δώσει φιλαράκο κανείς…

Κι όσο περνάνε και φεύγουν τα χρόνια,
και η φιλία μας θα μένει αιώνια,
Είναι γραπτό μας μοίρα κοινή…
Εγώ κι εσύ μαζί!
Εγώ κι εσύ μαζί!
Εγώ κι εσύ μαζί…!

*******************************

 

14η – 15η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ… ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

    Φτάνουν πάλι τα Χριστούγεννα, η γιορτή της ελπίδας και της ειρήνης, όμως… Ο πόλεμος βρίσκεται δίπλα μας, σε μια άλλη χώρα, σε έναν άλλο τόπο. Όμως ο πόλεμος είναι σαν τα υγρά· αν χυθεί, δεν ξέρεις προς ποια πλευρά και μέχρι πού μπορεί να απλωθεί. Ευτυχώς ακόμη οι άνθρωποι διαμαρτύρονται, βγαίνουν στους δρόμους, γράφουν τραγούδια και βροντοφωνάζουν: «Ειρήνη πάνω στη γη!» 

Μάθημα Γεωγραφίας 

John Lennon ~ Imagine 

Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε

Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.

Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζωα.
Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα.
Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί.
Μαζί κι ο ουρανός και η γη.

Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Ο ήλιος με φωνάζει, ο ήλιος με φωνάζει.
Χαρά, χαρά. Δε μας νοιάζει τι θ’ αφήσει
το φιλί μας μες στο χρόνο και στο τραγούδι.

Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι

Στην ποταμιά
σωπαίνει το κανόνι
στην ερημιά
φτεροκοπάει ένα αηδόνι

Πετούν τα παλιομάχαιρα με χαρές και πάνε
πετούν τα παλιομάχαιρα,
οι γειτονιές αχολογάνε

Γελά ο Θεός
στο φως τ’ αποσπερίτη
χαμογελά
στο δρόμο για το σπίτι

 

Πρώτη φορά που την είδα στεκότανε,
τη νύχτα εκείνη που η Ρώμη καιγότανε,
χιλιάδες χρόνια, φωτιά και μηνύματα,
μα δεν ξεχνώ του κορμιού της τα κύματα.

Την είδα πάλι στις όχθες του Βόλγα,
που ένας στρατιώτης τη φώναξε Όλγα,
κάτι ψιθύρισε μέσα στο κρύο,
τότε μου `χε φανεί τόσο αστείο.

Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.
Κάτι αν μπορούσα στον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.

Στο Πάλος νύχτα τ’ όνομά της αφήνει,
γραμμένο κάπου στου Κολόμβου την πρύμνη,
τότε που οι Ισπανοί ξεκινούσαν,
και για μια άγνωστη μοίρα μεθούσαν.

Βρέθηκε κάποια στιγμή στη Γαλλία,
πρώτη του Μάη σε μια άδεια πλατεία,
σε λίγο οι φοιτητές θα ξεσπούσαν,
και μια αλλιώτικη ζωή θα ζητούσαν.

Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.
Κάτι αν μπορούσα στον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.

Σήμερα έχει στα χέρια ένα αγόρι,
πάλι ξεκίνησαν οι Σταυροφόροι,
μα ποιος ακούει και ποιος ενδιαφέρεται,
για ένα κόσμο που βράζει και φλέγεται.

Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.
Κάτι αν μπορούσα στον κόσμο να άλλαζα,
θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα.

*******************************

12η – 13η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

        Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Έγραψε εκατό ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, μεταφράσεις. Επίσης, σε δύσκολες εποχές για την Ελλάδα -Κατοχή, μεταπολεμικά χρόνια, Δικτατορία- αγωνίστηκε για την ελευθερία και εξορίστηκε. Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από τους αγώνες των λαών για την ελευθερία, την ισότητα, το δίκιο του εργάτη, την αδελφοσύνη, την ειρήνη.

ΑΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα `ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα `ρχόνταν τα λουλούδια
θα `ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε

Το κυκλάμινο

Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ’ αρχίσεις το τραγούδι

ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ

Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.

 

Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι

Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα

 

Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.

Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

 

*******************************

8η – 9η – 10η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Αφιερωμένη στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Το σφαγείο

Οι πρώτοι νεκροί

Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.

Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.

Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.

Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά `βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.

Ο Λεβέντης

Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια
λεβέντης εροβόλαγε.

Στα ματιά του ένα σύννεφο
μες την καρδιά του σίδερο.
Κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο
κι ο χάρος εροβόλαγε.

Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές
σφαλούν τα παραθύρια
μετά χυμάει ο Χάροντας καβάλα
κι εκείνος χαμογέλαγε.

Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε.

Ο μικρὸς στρατιώτης

Ένα δέντρο που ανθίζει
μέσα στον κόσμο μόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης
που μετράει τον πόνο του.

Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές

Ένα χέρι που παγώνει
με το όπλο μόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του
είναι αυτό που θα καρφώσει
στην καρδιά τον πόνο του

Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές
Του μουσκεύουνε την χλαίνη
χιόνια και άγριες βροχές
και ένα γύρο σταυροπόδι
του φυλάνε οι κορφές

 

Πάλης Ξεκίνημα

Ο σκλάβος

Ήταν κάποτε παλιά ένας αφέντης με φλουριά
που `χε σκλάβο με μυαλό μα δεν του βγήκε σε καλό
είχε ξεσηκώσει κι άλλους αχ τι μπελάς για τους μεγάλους
ο αφέντης απειλούσε και ο σκλάβος τ’ απαντούσε

Κι αν δεμένο και δαρμένο διατάξεις να με φέρουν
κι απ’ τα βάσανα πεθάνω τι θα χάσεις σκέψου
πρώτα πρώτα μια για πάντα ένας άνθρωπος θα λείψει
κι όσα τώρα μου φορτώνεις όλα εσύ θα φορτωθείς
τι θα χάσεις σκέψου

Κι όχι κέρδος πως θα βγάλεις με την πράξη σου αυτή
μια και μυστικό κανένα από μένα δε θα μάθεις
τι θα χάσεις σκέψου

Καλοσκέφτηκε ο αφέντης κάτσε του λέει να τα πούμε
τι να πούμε λέει ο σκλάβος τίποτα τώρα δεν ακούμε
τη σκλαβιά μου λύνοντας καλόπιασέ με, το κοινό συμφέρον δες
το χρυσάφι σου χαρίζω προτιμώ τη λευτεριά

Στο κάτω κάτω της γραφής γιατί να είμαι σκλάβος
τα παιχνίδια των θεών να τα πληρώνω εγώ
στο κάτω κάτω της γραφής γιατί να είμαι σκλάβος

Αρνιέμαι

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό.

Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να `χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό.

Το γελαστό παιδί

Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί

Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί

Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα `ταν τιμή μου που `χασα το γελαστό παιδί

Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί

*******************************************

6η – 7η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 28ης Οκτώβρη 1940 και το μεγαλειώδες ΟΧΙ του ελληνικού λαού στον ΦΑΣΙΣΜΟ ακούμε αντιπολεμικά τραγούδια καθώς και τραγούδια της αντίστασης του λαού μας (αντάρτικα) ενάντια στην τριπλή φασιστική κατοχή της πατρίδας μας. τραγούδια που διαλαλούσαν την ελπίδα όσων αγωνίζονταν για μια ελεύθερη ζωή χωρίς πολέμους και αδικία.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ

Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
Ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο.
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε.
Τι ψυχή βασανισμένη να `ταν άραγε;

Ταμ ταμ ταμ ταμ
Η γειτονιά του δεν το κράταγε.
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Τους δρόμους πήρε και περπάταγε.
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα
Σ’ όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα.
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα.
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα.

Ταμ ταμ ταμ ταμ
Κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Στις ερημιές μακριά προχώραγε.
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Ούτ’ ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
Σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα.
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε,
Το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε.

Ταμ ταμ ταμ ταμ
Με τ’ άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε.
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Τ’ αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα γύρω πόλεμος γινότανε.

Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε
Στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε.
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
Και τ’ αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του.

Ταμ ταμ ταμ ταμ
Της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Στον ουρανό βαθιά προχώρησε.
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.

Ταμ ταμ ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.

 

ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΥΝΕ

Ύμνος της ΕΠΟΝ 

Ήρωες

Ήρωες, άπαρτα βουνά.
Ήρωες, με δώδεκα ζωές,
κάστρα του Ολύμπου
και του Παρνασσού φαντάσματα,
ήρωες μες στα χαλάσματα.

Αίματα, κόκκινο νερό,
αίματα, ποτάμι βουερό,
πυρ στην Αλαμάνα
και φωτιά στο Γοργοπόταμο
και φωτιά στο Γοργοπόταμο.

Εμπρός αδέρφια εμπρός
κι είναι μαζί μας ο λαός
στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα
μες στις πέτρες και στα χώματα.

Θάνατος, μαύρος αδερφός.
Θάνατος, θα γίνω αθάνατος,
πυρ στην Αλαμάνα
και φωτιά στο Γοργοπόταμο
και φωτιά στο Γοργοπόταμο.

Αέρας στις κορφές
μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
έλα και πάρε μόνος σου τη λευτεριά
με τραγούδια, όπλα και σπαθιά.

Είσαι παιδί στα δεκαεννιά σου χρόνια

Είσαι παιδί στα δεκαεννιά σου χρόνια
Είσαι παιδί μα στα μαλλιά σου χιόνια
μας ήρθαν δύσκολοι καιροί.

Στην κόψη των κυμάτων θα βαδίσεις
καθώς φουσκώνει η θάλασσα πολύ
μα απ’τις κραυγές του πλήθους μη μεθύσεις
κράτα τη σκέψη καθαρή,
μα απ’τις κραυγές του πλήθους μη μεθύσεις
κράτα τη σκέψη καθαρή.

Είσαι παιδί στα δεκαεννιά σου χρόνια.

Μη καρτεράς απ’τους θεούς βοήθεια,
μη καρτεράς απ’άλλους την αλήθεια
συ θ’ανεβείς στο Γολγοθά.

Μοσχοβολούν τα λούλουδα τη νύχτα
όμως σκορπούν στης αύρας την πνοή
γίνε πουρνάρι π’αντέχει και ριζώνει
σε βράχια ξέρα, χέρσα γη,
γίνε πουρνάρι π’αντέχει και ριζώνει
σε βράχια ξέρα, χέρσα γη.

Μη καρτεράς απ’τους θεούς βοήθεια.

Κράτα καλά στη δύσκολη την ώρα,
κράτα καλά στου φασισμού τη μπόρα,
σ’έχει ο λαός οδηγητή.

Την σκέψη αρμάτωσε με νου και γνώση,
την πείρα των παλιών ;;
κι από την ήττα κάνε να πυργώσει
νίκη περήφανη τρανή,
κι από την ήττα κάνε να πυργώσει
νίκη περήφανη τρανή,

Κράτα καλά στη δύσκολη την ώρα.

Ο στρατιώτης

Του `παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις

Εκείνος δε μιλάει πολύ
του `ναι μεγάλη η στολή
του `ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονόνοτο και του `ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νώρις
και μίλαγε για λάθος

Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Τρίτος παγκόσμιος 

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
δουλεύαν στον Μπράουν στο Φίσερ στον Κράφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τραστ

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
ανέμελοι δούλευαν πάντα στα τανκς
ποτέ τους δε διάβασαν Μαρξ
ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ

Ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
χωρίσαν σε Μπράουν σε Φίσερ σε Κραφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι ο Κράφτ
εχθροί τάχα γίναν διαλύσαν το τραστ

Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ’ τα τανκς

ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ

*******************************

4η – 5η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

 ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε στη διάρκεια της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας. Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του.

Κεμάλ

Σαν τον Τσε Γκεβάρα

Κουρασμένοι εργάτεςΜ’ ένα σάκο στις πλάτεςΔούλευαν σε τρένο φορτηγόΚάποιοι εργάτεςΜ’ ένα σάκο στις πλάτεςΟύτε συ τους ξέρειςΑλλά ούτε εγώ
Σαν τον τσε Γκεβάρα με μια κιθάραΒάσανα του κόσμου τώρα τραγουδώΣαν τον τσε γκεβάραΜεσ στην αντάραΌλα θα τα κάψω κι ας καώ κι εγώ
Κάτω στην κορινθίαΜένει κάποια μου θείαΠαντρεμένη μ’ ένα κυνηγόΣτην κορινθία κυνηγάει κι η θείαΟύτε συ την ξέρειςΑλλά ούτε εγώ
Σαν τον τσε Γκεβάρα με μια κιθάραΒάσανα του κόσμου τώρα τραγουδώΣαν τον τσε γκεβάραΜεσ’ στην αντάραΌλα θα τα κάψω κι ας καώ κι εγώ
Λιβανέζοι και νέγροιΣτη Φωκίωνος ΝέγρηΒγάλαν ευρωπαίο αρχηγόΧορεύουν οι νέγροιΣτη Φωκίωνος ΝέγρηΟύτ’ εσύ τους ξέρειςΑλλά ούτε εγώ
Σαν τον τσε Γκεβάρα με μια κιθάραΒάσανα του κόσμου τώρα τραγουδώΣαν τον τσε ΓκεβάραΜεσ’ στην αντάραΌλα θα τα κάψω κι ας καώ κι εγώ
Είδα κάποιους ανθρώπουςΣτους αγίους τους τόπουςΝα σταυρώνουν πάλι τον χριστόΚάποιους ανθρώπουςΣτους αγίους τους τόπουςΤώρα πια τους ξέρειςΚαι τους ξέρω κι εγώ
Σαν τον τσε Γκεβάρα με μια κιθάραΒάσανα του κόσμου τώρα τραγουδώΣαν τον τσε ΓκεβάραΜεσ’ στην αντάραΌλα θα τα κάψω κι ας καώ κι εγώ

Τσάμικος

Κυκλαδίτικο

Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο.
Στην Αμοργό, στην Κίμωλο, στη Νιό, στη Σαντορίνη
μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι.

Παράγγειλα του κύρη σου που πίνει τον καφέ του
να σ έχει μαντζουράνα του, να σ έχει κατιφέ του.
Παράγγειλα της μάνας σου που πλένει στο σκαφίδι
να μη σου λέει πικρόλογα τι θα τη φάει το φίδι.

Να δώσει η Μεγαλόχαρη κι η Παναγιά η Κανάλα
να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τα κορίτσια τ άλλα.
Και τ Αγιο Λιός ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.

Παράγγειλα του κύρη σου που ρίχνει παραγάδι
να ρθεί να κουβεντιάσουμε την Κυριακή το βράδυ.
Παράγγειλα της μάνας σου που μοιάζει με βαρέλι
να σε ποτίζει αφρόγαλο να σε ταΐζει μέλι.

*******************************

2η – 3η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ

Ο Μάνος Λοΐζος (22 Οκτωβρίου 1937 – 17 Σεπτεμβρίου 1982) ήταν ένας «λυρικός» του τραγουδιού. Τα τραγούδια του μοιάζουν γεννημένα μέσα από τον άνθρωπο, τη συλλογική λαϊκή σοφία συσσωρευμένη σε στίχους, σαν να δημιουργήθηκαν από μόνα τους αποτυπώνοντας στο απόλυτο την πραγματική ζωή. Ίσως γιατί ο Λοΐζος γεννούσε μουσική και στίχο από καρδιάς. Ίσως γιατί, όπως έχουν πει γι’ αυτόν αγαπούσε τον απλό άνθρωπο. Κι έγραψε γι’ αυτόν.

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΗΛΙΕ

Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι,
θα τον τρελάνουμε το φίλο σίγουρα ναι,
με το νταούλι και με το ζουρνά,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.
Με το νταούλι και με το ζουρνά,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.

Γελά ο ήλιος κι αμολιέται στα στενά,
χορεύει πάνω στο νταούλι κι αρχινά,
το κόκκινο για τη ροδιά,
το πράσινο για τα παιδιά,
για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά.
Το κόκκινο για τη ροδιά,
το πράσινο για τα παιδιά,
για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά.

Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι,
θα τον τρελάνουμε το φίλο σίγουρα ναι,
με το νταούλι και με το ζουρνά,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.
Με το νταούλι και με το ζουρνά,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.

Γελά ο ήλιος κι αμολιέται στα στενά,
χορεύει πάνω στο νταούλι κι αρχινά,
το κόκκινο για τη ροδιά,
το πράσινο για τα παιδιά,
για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά.
Το κόκκινο για τη ροδιά,
το πράσινο για τα παιδιά,
για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά.

Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι,
θα τον κρατήσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι,
πάνω στις στέγες μέσα στις καρδιές,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.
Πάνω στις στέγες μέσα στις καρδιές,
καλημέρα ήλιε καλημέρα.

Ο δρόμος

Δελφίνι δελφινάκι

Καβάλα στο δελφίνι
τον κόσμο γύρισα
είπα να σε ξεχάσω
μα σ’ αποθύμησα

Δελφίνι δελφινάκι
πάμε πιο γρήγορα
Να δω τα γυριστά της
τα ματοτσίνορα

Όπου και να γυρνούσα
ερχόσουν πίσω μου
λαβωματιά στο στήθος
το πελαγίσιο μου

Δελφίνι δελφινάκι
πάμε πιο γρήγορα
Να δω τα γυριστά της
τα ματοτσίνορα

Η Γοργόνα

Στην απάνω γειτονίτσα
Μ’ αγαπάνε δυο κορίτσια
Στην απάνω γειτονίτσα

Μα εγώ πονάω γι’ άλλη
μα εγώ πονάω γι’ άλλη
μια Γοργόνα στ’ ακρογιάλι

φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο
που να βρω για να της στείλω
φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο

Φυλαχτό να τη φυλάει
φυλαχτό να τη φυλάει
και ας μη με αγαπάει

Το Δέντρο

Στην Αθήνα μες το κέντρο
φύτρωσε καινούργιο δέντρο
έχει κόκκινα τα φύλλα
και ολόγλυκα τα μήλα

Σε πέντε έξι δεν αρέσει
το χτυπάνε για να πέσει
μα εκείνο δε λυγάει
κι όλο φυλλωσιές πετάει

Γύρω του λαός κι εργάτες
το φυλάνε με τις βάρδιες
σ’ ένα χρόνο σ’ ένα μήνα
θα σκεπάσει την Αθήνα

Δέκα Παλικάρια

Δέκα παλληκάρια στήσαμε χορόστου Καραϊσκάκη το κονάκιπέφταν τα ντουβάρια από το χορόκι από τις πενιές του Μιχαλάκη
Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριάκι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά
Και το βράδυ βράδυ ήρθαν με τα μαςΜάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνησμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάςμε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη
Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριάκι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά
Έβαλα ένα βόλι στο καριόφιλοκι έριξα τη νύχτα να φωτίσεικι είπα να φωνάξουν το Θεόφιλοτον καημό μας για να ζωγραφίσει
Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριάκι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά

Τζαμάικα

Κάθε πρωί ποu κίvαγα vα πάω στη δουλειά
φεύγανε σαv πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά

Χρόvια στο μεροκάματο κοπίδι και σφυρί
έφτιαξα έvα σκαρί για το χατίρι σοu
σκάλισα στηv πρυμάτσα του γοργόvα θαλασσιά
κι έγιvα μια βραδιά καραβοκύρης σου

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά

*******************************

 

1η ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 

    Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε από σημαντικότερους πρεσβευτές της ελληνικής γλώσσας στον κόσμο. Οι λέξεις που επιλέγει, η σειρά που τις τοποθετεί στα ποιήματά του, έχουν ένα μοναδικό ηχητικό αποτύπωμα, μια μουσική που απολαμβάνει κανείς ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τη σημασία και το νόημά τους. Όσο για το περιεχόμενο, τα ποιήματα του ξεχειλίζουν από Ελλάδα.

Ένα το Χελιδόνι (Άξιον εστί)

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.

 

Η ποδηλάτισσα

Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες,
το τιμόνι, το πεντάλι της.Τη ζωνη της, τη βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.

Τα τζιτζίκια

Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργο
και τ’ άλλα τα παιδιά της.Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.Απο την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Πού είναι το ρολόι μου;

Αν τα σχέδιά σου είναι για έναν χρόνο, σπείρε σπόρους. Αν είναι για δέκα, φύτεψε δέντρο. Αν είναι για εκατό χρόνια, μόρφωσε τον λαό.

Σαν σήμερα

6/10/1910: Ορκίζεται η πρώτη κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Translate

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς