Όταν ήρθε η Λευτεριά (ποίημα)

Μαρίνα Καραγκιολίδου

Ο ψίθυρος του ουρανού στα φύλλα αργοσαλεύει

θεία σιωπή, θεία κραυγή άραγε προμαντεύει;

 

Παν’ στους κροτάφους άσπρισε σκληρή του χρόνου η σκόνη

τα αίματα ξεράθηκαν, μα η θύμηση ματώνει…

 

Και άμα ήρθε η Λευτεριά αγάλλιασε η πλάση

και ο Γέρος ο περήφανος τρέμει να μην τη χάσει.

 

Αναθιβάνει η ψυχή, μετρά κάθε θυσία

εκείνους που χαθήκανε θυμάται με πικρία.

 

Και δάκρυ κύλησε μεμιάς στις αυλακιές ρυτίδες

ανθίσανε στα μάτια του δάφνες λαμπρές ελπίδες

 

Στεφάνι να αφήσουνε στα ευλογημένα πόδια

της Λευτεριάς που ανάμεσα στους ήρωες στέκει όρθια.