Η εποποιία του ’40,οι Έλληνες και οι αξίες

Κύριο άρθρο Δημήτρης
Δημήτρης Γάκης

Ήταν ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940⋅ ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα, Εμανουέλε Γκράτσι, κατευθυνόταν προς την οικία του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, για να του παραδώσει το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Λίγο αργότερα θα άκουγε από τα χείλη του Μεταξά το περίφημο «Όχι» και αφότου ο ίδιος θα διάβαζε το τελεσίγραφο, το οποίο προέβλεπε την παράδοση κάποιων στρατηγικής σημασίας σημείων του Βασιλείου της Ελλάδος, θα ανεφωνούσε με τη στεντόρεια φωνή του «Alors, c’est la guerre», ελληνιστί «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Αυτό το γεγονός ήταν η απαρχή του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γνωστού και ως έπος του ’40-’41. Φέτος, εορτάσθηκαν τα 80 χρόνια από εκείνη τη στιγμή, με διαφορετικό όμως τρόπο καθότι μεσούσης της πανδημίας του covid-19 δεν κατέστη εφικτό να πραγματοποιηθούν οι παρελάσεις και όλα όσα συνηθίζονταν. Έτσι, μπορέσαμε όλοι να επικεντρωθούμε στη σημασία και στην επίδραση του γεγονότος αυτού, στις αξίες και τα ιδανικά του.
Αξίζει, ξεκινώντας, να δει κανείς το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1936 και οι πληγές του Εθνικού Διχασμού και του παγκοσμίου κραχ του 1929 ταλάνιζαν ακόμη τη χώρα. Κι όμως, όταν όλοι οι πολίτες το ’40 κλήθηκαν να υπερασπιστούν την πατρίδα απάντησαν στο κάλεσμα αυτό ενωμένοι. Αυτή η αντίδραση δεν ήταν η αναμενόμενη για μία «διχασμένη» χώρα⋅ κατορθώθηκε, λοιπόν, το ακατόρθωτο.
Οι ημέρες στο μέτωπο περνούσαν, οι στρατιώτες προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και φαινόταν «σαν έτοιμοι από καιρό» να πολεμήσουν, να υπερασπιστούν την εθνική κυριαρχία, να «φυλάξουν Θερμοπύλες». Τιμή σ’ αυτούς, λοιπόν. Τιμή στους νέους που έχασαν τη ζωή τους και το μέλλον τους για την πατρίδα. Τιμή στους ευρισκομένους στα μετόπισθεν που ήταν εκεί για να στηρίξουν τους στρατιώτες τόσο ψυχικά όσο και υλικά- η «φανέλα του στρατιώτου» είναι ενδεικτική της στήριξης των γυναικών προς τους άνδρες-στρατευμένους. Το να αντιστέκεσαι χρειάζεται ρώμη και πόνο -με την αρχαία έννοια του όρου-, χρειάζεται να είσαι ενωμένος. Οι πράξεις των προγόνων μας αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
Μία ακόμη συνιστώσα του πολέμου αυτού ήταν ότι οι Έλληνες πολέμησαν και για τη Δημοκρατία. Πραγματικά αξιοθαύμαστο! Οι απόγονοι του Περικλή και των δημιουργών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας δεκάδες αιώνες αργότερα θα υπερασπιζόταν αξίες γαλουχημένες σε αυτήν. Το ’40 υψώθηκε ένα τείχος σε μια χώρα, την Ιταλία, η οποία είχε συνασπιστεί με την Χιτλερική Γερμανία, η ιδεολογία της οποίας για την ανθρωπότητα υπήρξε αναντίρρητα φρικτή. Υψώθηκε, δηλαδή, ένα τείχος στον φασισμό. Οι Έλληνες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, λοιπόν, κάτι παραπάνω από μισό χρόνο, αντιστάθηκαν την ώρα που η Ευρώπη έπεφτε στα «νύχια» των δυνάμεων του άξονα.
Παρότι η επέμβαση των Γερμανικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1941 οδήγησε στην κατάληψη ολοκλήρου της Ελλάδος, φάνηκε λίγη για να σβήσει τη μνήμη της ηρωικής αυτής άνισης αναμέτρησης των Ελλήνων. Τουναντίον, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής -για την οποία τις αποζημιώσεις περιμένει ακόμη η χώρα μας να εισπράξει (!)- ο λαός κράτησε ζωντανή την ελπίδα για την απελευθέρωση. Ολίγον τι οξύμωρο αυτό, αν σκεφθεί κανείς ότι οι Έλληνες οδηγήθηκαν μετά από τόσες κακουχίες σε έναν άλλο πόλεμο, εμφύλιο τούτη τη φορά.
Ολοκληρώνοντας, η ιστορία του ’40 είναι ζωντανή, είναι σαν ένα μνημείο ιστοριών από κοντινά μας πρόσωπα, κοινωνοί της ανοικοδόμησης του οποίου γινόμαστε όλοι, κάθε ένας που σέβεται το παρελθόν και που ξέρει να εκτιμά την αξία της ειρηνικής συμβίωσης των λαών. Αυτήν ακριβώς τη συμβίωση οφείλουμε να διαφυλάξουμε, μόνον αυτό να κρατήσουμε από το ’40 αρκεί!