«Μια από αυτές τις μέρες θα κάνω τα κοκόρια της απέναντι αυλής στιφάδο!» σκεφτόταν. «Γιατί, είπαμε να μείνουμε σπίτι, οκ, αλλά να μην κοιμηθούμε και σαν άνθρωποι μέχρι τις 2; Τι κατάσταση είναι αυτή;». Ήταν έτοιμος να γράψει Β7 και να βγει, για να «α-ραιώσει» τα πουλερικά που «συγχρωτίζο-νταν». «Δε βαριέσαι; Πρέπει άλλωστε και να μπω στο μάθημα.»
Πολύ συναρπαστικά έβρισκε αυτά τα διαδικτυακά μαθήματα. Είχε δει κάθε πιθανή γωνιά που επέλεγαν οι καθηγητές για φόντο, είχε ακούσει τα κινητά όλων να χτυπάνε, κάθε αμάξι που περνούσε έξω από το σπίτι τους και είχε συναντήσει τα πιο απίθανα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν οι συμμαθητές του. «Μόνο τον Ναπολέοντα δεν έχουν βάλει ακόμα για όνομα», συλλογιζόταν τη στιγμή που πρόβαλλε στην οθόνη το ταβάνι της καθηγήτριάς του. Τουλάχιστον όμως υπό αυτές τις συνθήκες δεν αναγκαζόταν να κοιμάται στο σκληρό θρανίο, αλλά στον αναπαυτικό καναπέ!
Αφού τέλειωσε το μάθημα, έπρεπε να γράψει και εκείνο το σατιρικό. Που ίσως να ήταν εύκολο, αν δεν ήταν το τελευταίο. Και δεν τον ξυπνούσαν τα δυνατά ηχεία των αυτοκινήτων από έξω το βράδυ. Και δεν είχε «τεχνικά» προβλήματα με κείνη τη χαλασμένη μαγειρίτσα. Τι το ‘θελε και αυτός ένα ολόκληρο πιάτο; «Αλλά τώρα τι να γράψω; Κανένα αστείο για ζακέτα; Μπα, κανείς δε βγαίνει έξω και αφού έρχεται το καλοκαίρι, οι ζακέτες πάνε για απόσυρση. Μήπως κάτι για τις πανελλήνιες, για να μειώσουμε και το στρες των παιδιών που δίνουν;». Χαμογέλασε. Έγραψε και παρέδωσε. Σηκώθηκε. Έκανε υπόκλιση σε ανύπαρκτο κοινό. Ψιθύρισε «Plaudite, amici, comedia finita est!» (=χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε.)