“Κόκκινα αυγά και…πράσινα άλογα”

Απόστολος-Σατιρικό

 

Απόστολος Σοφοτάσιος

Θεωρούσε το Πάσχα μια υπέροχη γιορτή. Κόκκινα αυγά, όλο το σόι μαζί στο σπίτι της γιαγιάς, σουβλιστό αρνί κλπ. Βέβαια, έπρεπε να ανεχτεί τις θείες που τσιμπάνε ασταμάτητα τα μάγουλα, τη μικρή ξαδέρφη που συνέχεια καβαλάει τους ώμους του  και τους θείους που τον ρωτάνε συνωμοτικά «αν υπάρχει κάνα πρόσωπο»… Τι να κάνεις; Οι χάρες του οικογενειακού τραπεζιού.

Πρώτα, όμως, εκκλησία. Βράδυ Μεγάλου Σαββάτου. «Αφού σου είπα ότι κοίταξα εκατό φορές! Ναι, μαμά, ΚΑΙ στο συρτάρι μου ΚΑΙ στην κρεμάστρα ΚΑΙ στη ντουλάπα! Σου είπα, δεν το βρήκα!» φώναζε στη μάνα του. «Γιατί στην ευχή το καλό παντελόνι, όταν δεν το χρειάζεσαι είναι πρώτο στο συρτάρι και τη μία φορά που πρέπει να το βάλεις κάνει φτερά;» αναρωτιόταν. Και, όπως πάντα, η μάνα με αυτό το εξωπραγματικό της χάρισμα το βρήκε με την πρώτη. Εκείνος ο ενοχλητικός γιακάς του πουκαμίσου δεν έλεγε να κλείσει. «Γιατί δεν μπορώ απλώς να βάλω μια μπλούζα, είπαμε;» σκεφτόταν παλεύοντας να φορέσει τα καλά του. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να περιμένουν να βρει η αδερφή του το φόρεμα της. «Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Πλέον παράδοση το ‘χουμε κάνει!» έλεγε μέσα του.

Μέσα και έξω από την εκκλησία γινόταν χαμός. Βέβαια, δεν φίλησε κανέναν γνωστό, βαστούσε τη λαμπάδα και το αυγό με μωρομάντηλο, «γιατί ποτέ δεν ξέρεις» σκέφτηκε. Στα 5 πρώτα λεπτά όρθιος, τον είχε πατήσει το μισό χωριό. «Κουράγιο» είπε στον εαυτό του, «σε λίγο οι περισσότεροι θα φύγουν μετά το Χριστός Ανέστη και αργότερα θα τρως αρνάκι και μαγειρίτσα!». Χαμογέλασε στη σκέψη αυτή.