Η ελπίδα

Άντζελα
Άντζελα Ελέζι

«Για να δούμε» είπε ο καπετάνιος χαϊδεύοντας το μούσι του. «Εφόσον την απήγαγαν εδώ στο λιμάνι, θα ήταν ή πειρατές ή έμποροι. Θα βάλω μερικούς από τους άντρες μου να την ψάξουν, δώσε μου μέχρι το δειλινό.»

«Μα, με όλο τον σεβασμό μου, κύριε, χάνουμε πολύτιμο χρόνο, δε θα μπορούμε να την εντοπίσουμε μέσα σε τόσο κόσμο μετά από τόση ώρα!» φώναξε ανησυχητικά ο Κωσταντίνος. «Είμαι παλιό σκυλί εγώ, μικρέ, ξέρω κάνα δυο πράγματα περισσότερο. Έτσι και αλλιώς βρέχει έξω, οπότε θα πρότεινα να αφήσουμε το πλήρωμα να κάνει τη βρόμικη δουλειά ενώ εμείς στο μεταξύ θα συζητήσουμε.»

Οι δύο άντρες μίλαγαν επί ώρες. Για το πώς έφτασαν εδώ, πώς έμαθαν ο Κωσταντίνος και η Ελένη για τη γιαγιά τους και τι τους ώθησε να κάνουν ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι: συζήτησαν τα πάντα σε βάθος, ώσπου χάθηκε όλο το φως της ημέρας. «Εσείς κύριε, για ποιο λόγο αποφασίσατε να..» δίστασε λίγο, «..να την αγοράσετε;» «Μη νομίζεις πως ήταν τίποτα προσωπικό, έκανα μια βόλτα στην αγορά, έψαχνα για μια βοηθό και όταν την είδα.. Ήταν απλώς πανέμορφη. Δυστυχώς, ποτέ δεν κατάφερα να τη δω να χαμογελά. Πάντα είχε αυτό το πέπλο θλίψης πάνω από τα μάτια της. Λαχταρούσε την πατρίδα της και το παλιό της σπίτι…»

«Καπετάνιε!» Μέρος του πληρώματος χύθηκε μέσα στην καμπίνα χωρίς καν να χτυπήσουν την πόρτα. «Βρήκαμε μια κοπέλα που ταίριαζε με την περιγραφή σας.» Πριν προλάβει να πει το παλικάρι τίποτε άλλο, ο Κωνσταντίνος έτρεξε έξω στο κατάστρωμα, για να απολογηθεί για το λάθος που έκανε.