«Καπετάνιε, πιάσαμε αυτόν το άντρα πάνω στο κατάστρωμα. Ανέβηκε λαθραία, το κίνητρο δεν το γνωρίζουμε, μπορεί να ήταν τα κορίτσια, αλλά φώναζε κάτι στους περαστικούς…» ανέφερε όλες τις πληροφορίες ένας άντρας του πληρώματος, καθώς έσπρωξε τον κρατούμενο μπροστά στον καπετάνιο. «Μα ποιος στην ευχή θα τολμούσε να παραβεί το…» σταμάτησε μόλις αντίκρισε το πρόσωπο του Κωνσταντίνου. «Δεν μπορεί, η ομοιότητα είναι απίστευτη, αλλά πώς γίνεται;» Τα χείλη του έτρεμαν, έχασε το χρώμα του. «Καπετάνιε, είσαι καλά;» φώναξε το πλήρωμα που συνόδευε το παιδί. «Αφήστε μας μόνους, είναι διαταγή.» Αποχώρησε το πλήρωμα από την καμπίνα αμέσως μετά τη διαταγή φοβισμένο. «Από πού έρχεσαι;» ρώτησε τον Κωνσταντίνο. «Είμαι Ρωμαίος, μένω λίγο πιο μακριά από την Παλμύρα.» «Και η Μαρία Αετού;» συνέχισε ο καπετάνιος. «Την ξέρετε;» απόρησε ο Κωνσταντίνος. «Λέγε», φώναξε στο παιδί. «Την ξέρετε; Είναι η γιαγιά μου!». «Μοιάζετε τόσο πολύ. Το βλέμμα σας είναι ίδιο. Έλεγε αλήθεια η Μαρία, λοιπόν» «Ποια αλήθεια; Τι συμβαίνει; Ζει; Έκανα τόσο δρόμο, έχασα την αδερφή μου. Πείτε μου! Ζει;» «Φώναζε τότε, παρακαλούσε. Ζητούσε να την ελευθερώσω, γιατί είχε αφήσει μια μικρή κόρη πίσω. Υποθέτω ότι είσαι ο γιος εκείνης της κόρης. Όμως, δεν την πίστεψα» «Πού είναι η γιαγιά μου;» ρώτησε κλαίγοντας και μετανιωμένος για την απόφαση να αφήσει το σπίτι του ο Κωνσταντίνος. «Εγώ την πήρα μακριά σας, μικρέ. Ένας σκληρός θαλασσόλυκος! Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό. Όμως, θα βοηθήσω να βρεις την αδερφή σου και να γυρίσετε σπίτι σας». «Και η γιαγιά μου;» «Συγγνώμη, μικρέ…» ψέλλισε ο καπετάνιος στρέφοντας το βλέμμα του αλλού.Η αλήθεια