Ο χωρισμός

Angela
Άτζελα Ελέζι

«Το είδες αυτό;!» Είπε ο Κωνσταντίνος με μια νότα ελπίδας στη φωνή του. «Όχι, τι έγινε;», ρώτησε η Ελένη, αγχωμένη. «Ανάμεσα σε αυτά τα κορίτσια ήταν και η Λυδία, αυτό σημαίνει πως όπου πάνε αυτοί, εκεί πρέπει να πήγαν και τη γιαγιά…»

«Αδελφέ μου…», είπε αναστενάζοντας «επειδή έτυχε να είναι κορίτσια από την περιοχή μας, δε σημαίνει πως οι έμποροι θα τις οδηγήσουν στο μέρος που την είχαν πάει πριν από χρόνια.» και το βλέμμα της ήταν πλέον άδειο. «Μπορείς να μην μου καταστρέφεις όλες τις ελπίδες συνέχεια; Βαρέθηκα να είσαι συνεχώς αρνητική και έπειτα να κατηγορείς εμένα πως δεν βλέπω την κατάσταση θετικά. Κάτσε εδώ, έλα μαζί μου ή γύρνα πίσω. Δε με νοιάζει πλέον.», λέγοντας την τελευταία του λέξη, άρπαξε το πουγκί που φύλαγε η Ελένη και το άδειασε όλο στην παλάμη του. Από τα πέντε χρυσά νομίσματα της έδωσε μόνο ένα πίσω, αρκετό για το ταξίδι της επιστροφής. «Εγώ θα πάω να τη βρω, κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω», έτσι, στα κρυφά, ανέβηκε στο καράβι με σκοπό να πάρει κι άλλες πληροφορίες, για να ξεσκεπάσει αυτό το μυστήριο.

Η αδελφή του, πλέον εξοργισμένη, γύρισε πίσω με σκοπό να φύγει με το επόμενο καραβάνι. Τα μάτια της βούρκωσαν, μέσα σε λίγα λεπτά τη βρήκαν τόσες ατυχίες. Συλλογιζόταν τις πρώτες μέρες της αποστολής και πόσο ενωμένοι ήταν. Ο Κωνσταντίνος της έριξε μια τελευταία ματιά.

Ένα χέρι ξεπροβάλλει δίπλα της και να την αρπάζει. «Ελένη!» φώναξε με όλη του την δύναμη αλλά ήταν μακριά και δεν μπορούσε να την σώσει. Και τώρα άλλα χέρια άρπαξαν αυτόν και τον έσυραν στην καρδιά του καραβιού.