Το δίλημμα

Angela
Άντζελα Ελέζι

Τρεις μέρες  μετά…

«Τι ταξίδι ήταν κι αυτό», αναστέναξε η Ελένη. «Δεν μπορώ άλλο περπάτημα, νιώθω πως θα λιποθυμήσω», γκρίνιαξε ο Κωνσταντίνος. «Πρέπει να φάμε επειγόντως! Κοίτα, νομίζω εκεί πουλάνε ψωμί.»

Περιμένοντας ανυπόμονα στην ουρά, μετά από λίγα λεπτά, η Ελένη πήρε  το φρεσκοψημένο καρβέλι στα χέρια της, καθώς ο Κώστας έψαχνε για το πουγκί του. «Δεν το βρίσκω! Tο πήρες εσύ;» «Όχι! Εκεί! Αυτός το πήρε», φώναξε η Ελένη, καθώς η μορφή ενός κουκουλωμένου άντρα όλο και χανόταν μέσα στο πλήθος. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να τρέχει γρήγορα προσπερνώντας τους περαστικούς, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε μία από τις πολλές πύλες του ναού του Ηλίου. Μέσα σε αυτόν τον χαμό ήξερε πως οι πιθανότητες να βρει τον κλέφτη είχαν χαθεί, οπότε γύρισε πίσω στην αγορά να βρει την αδελφή του.

«Τον έπιασες;»

«Όχι… Απ’ ό,τι φαίνεται δε θα φάμε και σήμερα.»

«Είσαι τυχερός, μπόρεσα και βοήθησα εκείνον τον φούρναρη με κάτι δουλειές και με άφησε να κρατήσω το ψωμί».

«Ωραία, αλλά τα λεφτά χάθηκαν, πώς θα πάμε μέχρι την Βαγδάτη; Δε μας έμεινε τίποτα», είπε ο Κωνσταντίνος νιώθοντας ηττημένος.

«Έχουμε το κολιέ…» αναφώνησε η Ελένη.

«Μα αυτό είναι ανεκτίμητο, οικογενειακό κειμήλιο. Πώς θα το πουλήσεις; Η μαμά θα μας σκοτώσει! »

«Μα είναι η μόνη μας επιλογή!», φώναξε η Ελένη λίγο πιο δυνατά από όσο έπρεπε, «προτεραιότητά μας είναι να βρούμε τη γιαγιά. Αν θες φύγε, παράτα τα, αλλά εγώ θα τη φέρω πίσω, πάση θυσία!»

«Εντάξει, έχεις δίκιο, άντε πάμε στην αγορά, κι ας ελπίσουμε πως θα μας βγει σε καλό» αναστέναξε ο Κωνσταντίνος.