Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Άντζελα Ελέζι

«Με ποια λογική;! Πώς τόλμησες μετά από τόσα χρόνια, να μαρτυρήσεις αυτά που έκανες; Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξεσήκωσες και τα παιδιά μου» Αναφώνησε η Λουΐζα.

«Ξέρω πως δεν έχω πάρει τις καλύτερες αποφάσεις στη ζωή μου, αλλά τα παιδιά σας είναι νέα, γεμάτα σπιρτάδα, είναι η μόνη μας ελπίδα», είπε ο Μάρκος.

«ΜΑΣ; ΕΣΥ φταις για όλη αυτήν την κατάσταση. Δεν πρόλαβα καν να τους αποχαιρετήσω… όπως συνέβη και με τη μητέρα μου…» ψιθύρισε στον εαυτό της.

«Σας εξήγησα, πούλησα τη μητέρα σας για χρήματα. Απάνθρωπο, το ξέρω, αλλά τα παιδιά μπορούν να τη βρουν. Είναι πανέξυπνα, ξέρουν να φροντίζουν τον εαυτό τους.»

Ο Κωνσταντίνος και η Ελένη, στο μεταξύ, έχοντας κλέψει από τις οικονομίες του σπιτιού και παίρνοντας το κόσμημα μαζί τους, μετά από δύο νύχτες επίπονου περπατήματος βρέθηκαν κοντά στα σύνορα της αυτοκρατορίας και έφυγαν με το πρώτο καραβάνι με προορισμό την Παλμύρα.

«Η μαμά θα έχει πεθάνει από την αγωνία της.»

«Ηρέμησε, Ελένη! Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε στη Βαγδάτη, τόσο πιο γρήγορα θα βρούμε και τη γιαγιά. Έτσι θα γυρίσουμε σπίτι και η μαμά δε θα έχει άλλη επιλογή από το να μας συγχαρεί.»

«Πιστεύεις ότι θα τη βρούμε, Κωσταντή;» ρώτησε με αμφιβολία η Ελένη.

«Κοίτα, σε λίγες μέρες θα είμαστε στην Παλμύρα, έπειτα, με άμαξα θα πάμε στις άκρες του Ευφράτη για να πλεύσουμε από ‘κει νότια. Στην πρώτη αγκυροβόληση θα κατέβουμε, ώστε να ταξιδέψουμε μέχρι τον Τίγρη ποταμό και με καράβι από ‘κει θα φτάσουμε Βαγδάτη. Το ξέρω ότι θα είναι κοπιαστικό, οπότε ας ελπίσουμε πως όλο και κάποιος θα έχει ακούσει για τη γιαγιά και δεν ταλαιπωρούμαστε άδικα.»