Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα είναι το κατεξοχήν παράδειγμα με τη μελέτη του οποίου μπορούμε πάρουμε ιδέες για το πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε το περιβάλλον αυτό κατά τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος. Αντίστοιχο υλικό μπορεί κανείς να βρει και στον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (υλικό του οποίου έχει ενσωματωθεί την Πύλη) και στο Σώμα Ελληνικών Κειμένων -με κάποια προβλήματα και περιορισμούς κατά περίπτωση.
Ας προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε καλά με το περιβάλλον και τις δυνατότητές του και ταυτόχρονα να παίρνουμε ιδέες για το πώς μπορούν να ενσωματωθούν σε πιθανά σενάριά μας για γλωσσικά μαθήματα.
Ακολουθεί μια παρουσίαση για τη δομή και τις δυνατότητες της Πύλης, για να εξομαλύνει το έδαφος.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας; Δυστυχώς, ο αναλφαβητισμός. Οχι όμως ο παλαιός «κλασικός» αναλφαβητισμός που σχετίζεται με την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης, αλλά ο νέος ψηφιακός αναλφαβητισμός που συνδέεται με τη δυνατότητα χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης.
Αυτή είναι η νέα μάστιγα του 21ου αιώνα που απειλεί τους λαούς που θα χάσουν το τρένο της ψηφιακής εποχής.
Γιατί σήμερα, περισσότερο απ΄ οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ανθρώπινη ιστορία, ισχύει ότι «γνώση σημαίνει δύναμη». Δύναμη οικονομική, πολιτική, αλλά και ισχύς γεωπολιτική. Οσοι δεν το κατανοούν απλά θα παραμείνουν στα μέτρα του περασμένου αιώνα.
Ηδη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου το μισό της αύξησης της παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση την τελευταία πενταετία οφείλεται στη χρήση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Αντιστοίχως και στην Κίνα η αναπτυξιακή έκρηξη της τελευταίας εικοσαετίας δεν οφείλεται μόνο στο χαμηλό κόστος της εργασίας αλλά και στην ικανότητα της κινεζικής κοινωνίας να αφομοιώνει ταχύτατα τα νέα δεδομένα της γνώσης και να τα ενσωματώνει στη μεγάλη παραγωγή.
Ωστόσο στην Ελλάδα του 2009 η πραγματικότητα είναι απογοητευτική: όχι μόνο βαθμολογείται «κάτω από τη βάση» στην ικανότητα παραγωγής και αφομοίωσης της γνώσης αλλά, καθώς δείχνουν οι τελευταίες έρευνες, η πλειονότητα του πληθυσμού δεν έχει τον στοιχειώδη «αλφαβητισμό» για να καταλάβει και να χρησιμοποιήσει τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία του γραπτού λόγου. Στην Ελλάδα του 2009 τα δύο τρίτα του πληθυσμού συνεχίζουν να θεωρούνται «ψηφιακά αναλφάβητοι»- ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσον όρο της Ευρώπης.
Αυτό το «χάσμα» με τις σύγχρονες απαιτήσεις αντικατοπτρίζεται σε τρεις βασικούς δείκτες: Πρώτον, στη χρήση του Διαδικτύου: το 66% των Ελλήνων δεν χρησιμοποιεί τακτικά το Διαδίκτυο, έναντι του 44% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σημαντικό είναι και το χάσμα μεταξύ του μέσου πληθυσμού και συγκεκριμένων ομάδων: στους μη χρήστες συγκαταλέγονται κυρίως τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, οι οικονομικά ανενεργοί και οι ηλικιωμένοι.
Δεύτερον, στη διαθεσιμότητα και ταχύτητα των ευρυζωνικών συνδέσεων. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι στην Ελλάδα καλύπτεται μόνο το 55% του πληθυσμού της περιφέρειας και οι ταχύτητες θεωρούνται συγκριτικά χαμηλές. Και, τρίτον, στις «ψηφιακές δεξιότητες», δηλαδή στην ικανότητα να αξιοποιούνται τα ψηφιακά εργαλεία στην καθημερινή εργασία και στις προσωπικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.
Από την άλλη, αυτό το μεγάλο πρόβλημα ίσως να μπορεί να σημάνει και μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες της Ελλάδας του 2010: Η ταχεία ανατροπή του δείκτη ψηφιακού αναλφαβητισμού στη χώρα μπορεί να σημάνει πρωτόγνωρη αύξηση της παραγωγικότητας και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Τα οφέλη από μια τέτοια αλλαγή μπορούν να είναι της τάξεως των δεκάδων δισεκατομμυρίων, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές εκτιμήσεις. Κάθε ποσοστιαία μονάδα του πληθυσμού που θα απελευθερώνεται από το σκοτάδι του αναλφαβητισμού μπορεί να δρα πολλαπλασιαστικά στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, στη βελτίωση της ζωής όλων μας.
Και αυτή είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για να την αφήσουμε να πάει χαμένη.
Η χρήση των ΤΠΕ στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος εισήγαγε νέα δεδομένα τα οποία ο φιλόλογος πρέπει υποχρεωτικά να λάβει υπόψη του, για να μπορεί συνειδητά να παρέμβει και να αξιοποιήσει τα θετικά στοιχεία που η τεχνολογία μπορεί να προσφέρει στη διδασκαλία του, όντας εξίσου ενήμερος για τα σημεία που δημιουργούν ερωτηματικά.
Για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο σημείο να οργανώσουμε τη διδακτική μας πράξη και να καταλήξουμε στη συγγραφή ενός διδακτικού σεναρίου, χρειάζεται να έχουμε λάβει υπόψη μας τις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναλύουν την εισαγωγή των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας στη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων.
Ιστορικά, η ενσωμάτωση των τεχνολογιών πέρασε από 3 τουλάχιστον διακριτές φάσεις, με κριτήριο το εύρος χρήσης της τεχνολογίας και τον τρόπο και τον ρόλο που αυτή κλήθηκε ή καλείται να παίξει στη διδακτική πράξη. Πρέπει λοιπόν να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη διάκριση μεταξύ τεχνοκρατικής, πραγματολογικής και ολιστικής προσέγγισης.
Επιπλέον, οι νέες κοινωνικές απαιτήσεις απαιτούν από το εγγράμματο υποκείμενο να κατέχει ένα νέο επίπεδο γραμματισμού. Ας συμφιλιωθούμε λοιπόν με την έννοια του γραμματισμού και ας διακρίνουμε μεταξύ κλασσικού, νέου και κριτικού γραμματισμού, για να μπορούμε να ενσωματώσουμε την επιδίωξη αυτή στους διδακτικούς μας στόχους και, επιπλέον, για να μπορούμε να διαγνώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το είδος του γραμματισμού που θα ήταν προσφορότερο να καλλιεργήσουμε στις συνήθεις σχολικές πρακτικές της τυπικής, μη-τυπικής και άτυπης σχολικής εκπαίδευσης.
Μελετήστε λοιπόν το ανάλογο υλικό με τη βοήθεια και της παρουσίασης που ακολουθεί.
Πώς θα μπορέσουμε όμως να φτιάξουμε ένα σενάριο δίχως να μπορούμε συνειδητά να επιλέξουμε την παιδαγωγική μας προσέγγιση;
Επειδή οι θεωρίες είναι πολλές και σίγουρα κάποιες από αυτές ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, θα πρέπει κάθε φορά που θα σχεδιάζουμε να γνωρίζουμε ποια ή και ποιες θεωρητικές προσεγγίσεις σκοπεύουμε να υιοθετήσουμε και στη συνέχεια τι είδους εργαλεία θα εξυπηρετήσουν αυτή την προσέγγιση καλύτερα
Mια από τις σημαντικότερες δεξιότητες που πρέπει να αποκτήσουμε στα πλαίσια της επιμόρφωσης αφορά στον σχεδιασμό της διδακτικής πράξης, ώστε η ενσωμάτωση των ΤΠΕ σ’ αυτήν να αποδώσει αυτό που συνειδητά επιδιώκουμε.
Ο προγραμματισμός όμως δε συγκαταλέγεται μεταξύ των δυνατών σημείων του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ούτε αποτελεί επαρκώς μέρος της καθημερινής μας πρακτικής. Έτσι, θα χρειαστεί λίγη περισσότερη προσπάθεια από μέρους μας, μια που θα πρέπει ταυτόχρονα να σχεδιάσουμε τη διδακτική μας παρέμβαση και να εντάξουμε σ’ αυτή με αποτελεσματικό τρόπο τη χρήση της τεχνολογίας.
Ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα απαιτεί μια καλή “ενορχήστρωση”. Ας δούμε πώς μπορούμε να φτάσουμε σ’αυτό.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή