Ώρες με τη μητέρα μου

Ώρες με τη μητέρα μου

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • άψε σβήσε: επιρρηματική φράση «ά[να]ψε σβήσε» που σημαίνει πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως.
  • μη με λησμονεί: καλλωπιστικό φυτό με γαλάζια και λευκά άνθη.
  • καρπόν κοιλίας, λόγια φράση που σημαίνει το παιδί, το τέκνο.
  • δεν είχε περάσει τα σαράντα: μεταφορική φράση για να δηλώσει πως η μητέρα της συγγραφέως κόντευε να γίνει σαράντα ετών.
  • μοσχοβολούσαν παρατατικός του μοσχοβολώ (ρημ β’ συζ.): βγάζω ευχάριστη μυρωδιά.
  • είναι ένα με το μυαλό μου: μεταφορική φράση που δηλώνει πόσο είναι συνδεδεμένες στο μυαλό της ηρωίδας οι γαρδένιες και η μορφή της μητέρας της. Όποτε βλέπει ή μυρίζει γαρδένιες, θυμάται τη μητέρα της.
  • το ακρωτήρι (ουσ.): η άκρη της ξηράς που προεξέχει προς την κατεύθυνση της θάλασσας (Συνώνυμο:  κάβος).
  • αργασμένος, -η, -ο· μτχ. παρακειμένου του αργάζομαι (ρημ α’ συζ.): σκαλίζομαι· λέγεται κυρίως για τα δέρματα. Η έκφραση «αργασμένα χέρια» σημαίνει «ροζιασμένα χέρια (από τη δουλειά και την πάροδο του χρόνου)». (Ερμηνεία για το κείμενο: τα «αργασμένα ξύλα» είναι κομμάτια ξύλου γεμάτα αυλάκια και «φαγωμένα» από το νερό και την αρμύρα).
  • καλλιτεχνικές επεμβάσεις: οι αλλαγές που κάνουμε σε κάποιο αντικείμενο, ώστε να το κάνουμε πιο ωραίο, π.χ. το χρωματίζουμε, το ζωγραφίζουμε κτλ.
  • να τσαλαβουτάω· υποτακτ. ενεστώτα του τσαλαβουτάω (ρημ ,’ συζ.): πατώ μέσα σε νερά ή λάσπες τρέχοντας ή χοροπηδώντας.
  • πότε θα βγει η γοργόνα: σύμφωνα με το θρύλο, η γοργόνα ήταν η αδερφή του Μ. Αλέξανδρου. Ο θρύλος λέει ότι μετά το χαμό του η γοργόνα σταματούσε τα καράβια που ταξίδευαν και ρωτούσε τους ναυτικούς: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Αν οι ναυτικοί τής απαντούσαν θετικά λέγοντάς της: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», εκείνη χαιρόταν και ξαναβουτούσε στα νερά, αφήνοντάς τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Στην περίπτωση όμως που της φανέρωναν την αλήθεια, εκείνη βουτούσε πικραμένη στα νερά και παρέσυρε στο χαμό το πλοίο με το πλήρωμά του.
  • αράζαμε· παρατατικός του αράζω (ρημ α’ συζ.): οδηγώ το πλοίο ή τη βάρκα μου σε μέρος κοντά στη στεριά, κατάλληλο για να ρίξω άγκυρα και να παραμείνει εκεί (Ερμηνεία για το κείμενο: ξαπλώνω ή κάθομαι αναπαυτικά).
  • έκρινε· παρατατικός του κρίνω (ρημ α’συζ.): έχω γνώμη για κάτι (Συνώνυμο: θεωρώ, νομίζω).

Για να περιγράψουμε  ένα πρόσωπο…

Picture
Picture
Picture
https://blogs.sch.gr/andromachig/files/2025/07/Ores-me-th-mhtera-moy.pdf
https://blogs.sch.gr/andromachig/files/2025/07/Ores-me-th-mhtera-moy-1.pdf
https://blogs.sch.gr/andromachig/files/2025/07/wres_mhtera.pdf