Οικιακές… παγίδες για παιδιά
Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου
- οικιακός, -ή, -ό (επίθ.): που έχει σχέση με το σπίτι ή που βρίσκεται σε αυτό.
- η πρόληψη (ουσ.): η φροντίδα ώστε να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο. εξωτερικά ιατρεία: τα ιατρεία κάποιου νοσοκομείου τα οποία δέχονται ασθενείς που δε νοσηλεύονται μέσα σε αυτό.
- οφείλομαι (παθ. φωνή του ρημ. οφείλω): γίνομαι, συμβαίνω εξαιτίας.
- αναπληρωτής καθηγητής: τίτλος διδάσκοντα σε πανεπιστήμιο που δείχνει τη βαθμίδα στην οποία βρίσκεται.
- η επιτροπή (ουσ.): μια ομάδα προσώπων που έχει την ευθύνη να ασχοληθεί με κάποιο συγκεκριμένο θέμα ή πρόβλημα και να κάνει προτάσεις για αυτό.
- διακομίζομαι (ρήμ.): μεταφέρομαι
- η διάσειση (ουσ.): μετά από δυνατό χτύπημα στο κεφάλι μπορεί να εμφανιστούν σε κάποιον συμπτώματα όπως έντονος πονοκέφαλος, αδυναμία να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι ή να σκεφτεί κάτι, ακόμα και αμνησία· τότε λέμε ότι έπαθε διάσειση.
- ο μώλωπας (ουσ.): μετά από χτύπημα ή πέσιμο, το σώμα μας στα σημεία που χτυπήσαμε μελανιάζει και συνήθως πρήζεται· οι μελανιές αυτές λέγονται μώλωπες.
- η εκδορά (ουσ.): γδάρσιμο, γρατσουνιά του δέρματος.
- το κάταγμα (ουσ.): σπάσιμο, π.χ. το κάταγμα των οστών.
- η εξάρθρωση (ουσ.): ο τραυματισμός που συμβαίνει με τη μικρή μετατόπιση των οστών που σχηματίζουν μια άρθρωση του σώματός μας.
- το διάστρεμμα (ουσ.): το στραμπούληγμα.
Μερικά ρήματα κατά την κλίση κάποιων χρόνων έχουν τύπους όμοιους με αυτούς των αρχαίων ελληνικών, ακολουθούν λοιπόν την αρχαία κλίση και γι’ αυτό ονομάζονται λόγια. Πρόκειται κυρίως για σύνθετα ρήματα με α´ συνθετικό πρόθεση (ανά, από, εκ, εν, επί, παρά, συν κ.λπ.) και β´ συνθετικό ρήματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όπως τα άγω, βαίνω, δείκνυμι, λαμβάνω, τυγχάνω, ίσταμαι κ.ά.