Η σημασία της εκπαίδευσης
Η εκπαίδευση δεν φέρνει ευτυχία, ούτε όμως και την ελευθερία! Δεν γινόμαστε ευτυχισμένοι γιατί είμαστε ελεύθεροι, αν είμαστε, ή επειδή μορφωθήκαμε επειδή μπορέσαμε.
Μέσω της εκπαίδευσης καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι. Μας ανοίγει τα μάτια, τ’ αυτιά. Λέει που κρύβονται οι χαρές. Μας πείθει ότι υπάρχει μόνο μία ελευθερία που να έχει σημασία. Εκείνη του νου. Μας δίνει τη βεβαιότητα, την πεποίθηση να βαδίσουμε στο μονοπάτι που ανοίγει ο μορφωμένος νους μας.
Άραγε μια τέλεια εκπαίδευση είναι μια καλή εκπαίδευση; Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα στο “Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο”, Μ. Προύστ, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Τόμος 2, εκδ. Ηριδανός, 1974 (σελ. 55-57).
Ο ήρωας μιλάει με ένα ζωγράφο τα έργα του οποίου έχει προηγουμένως θαυμάσει και με ευαισθησία αναλύσει. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι ο ζωγράφος αυτός είναι ο ίδιος που σε άλλη περίσταση χρόνια πριν είχε ακούσει να περιγράφουν ως γελοίο και κακομοίρη. Και το έργο συνεχίζει…
Μου απάντησε ναι, δίχως να ενοχληθεί, θαρρείς κι επρόκειτο για ένα κομμάτι ήδη κάπως παλιό της ζωής του και σαν να μην φαντάστηκε την καταπληκτική απογοήτευση που μου προκαλούσε, που όμως τη διάβασε πάνω στο πρόσωπό μου μόλις σήκωσε τα μάτια. Το δικό του πρόσωπο είχε μια έκφραση δυσαρέσκειας. Και καθώς είχαμε σχεδόν πια φτάσει στο σπίτι του, κάποιος λιγότερο αξιόλογος στη σκέψη και στην καρδιά θα με είχε ίσως αποχαιρετήσει απλά, κάπως ξερά, και θα είχε ύστερα αποφύγει να με ξαναδεί. Όμως ο Ελστίρ [το όνομα του ζωγράφου] δεν φέρθηκε έτσι μαζί μου. Σαν πραγματικός δάσκαλος κι ίσως από την άποψη της καθαρής δημιουργίας του ότι ήταν δάσκαλος μ’ αυτή την έννοια να ‘ταν το μόνο του ελάττωμα, γιατί για να μπορέσει ένας καλλιτέχνης να βρεθεί ολότελα μέσα στην αλήθεια της πνευματικής ζωής πρέπει να είναι μόνος, και να μην προσφέρει από το εγώ του ούτε κάν στους μαθητές του-, γύρευε ν’ αποσπάσει ό,τι αληθινό υπήρχε μέσα στην κάθε περίσταση, είτε σε σχέση με τον εαυτό του είτε με τους άλλους, για την καλύτερη διδαχή των νέων. Προτίμησε λοιπόν αντί για τα λόγια που θα μπορούσαν να εκδικήσουν την υπερηφάνεια του, τα λόγια που θα μπορούσαν να με διδάξουν. «Δεν υπάρχει άνθρωπος, όσο σοφός κι αν είναι, μου είπε, που κάποια στιγμή στα νιάτα του να μην πρόφερε λόγια, ή και να μην έζησε μια ζωή, που η ανάμνησή τους του είναι δυσάρεστη και θα επιθυμούσε να είχε αφανιστεί. Κι όμως δεν πρέπει να λυπάται, γιατί δεν μπορεί να έχει την διαβεβαίωση πως έγινε σοφός- σ’ όποιο βαθμό αυτό είναι εφικτό- παρά μόνο αν πέρασε όλες τις γελοίες ή βδελυρές ενσαρκώσεις που πρέπει να υπάρξουν πριν απ’ την τελική αυτή ενσάρκωση. Ξέρω πως υπάρχουν νεαροί, παιδιά και εγγόνια ανθρώπων εκλεκτών, που οι δάσκαλοί τους τους δίδαξαν την ευγένεια του πνεύματος και την ηθική κομψότητα απ’ τα μαθητικά τους χρόνια. Ίσως να μην έχουν τίποτα ν’ ανακαλέσουν στη ζωή τους, θα μπορούσαν να δημοσιεύσουν και να υπογράψουν απολύτως ό,τι είπαν, είναι όμως φτωχά πνεύματα, αδύναμοι απόγονοι δογματικών, με σοφία αρνητική και στείρα. Η σοφία δεν σου δίνεται, πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος ύστερα από μια διαδρομή στην οποία κανένας δεν μπορεί να πάρει την θέση σου κι απ’ την οποία κανείς δεν μπορεί να σε απαλλάξει, γιατί είναι ένα προσωπικό κοίταγμα πάνω στα πράγματα. Οι ζωές που θαυμάζετε, οι στάσεις που τις θεωρείτε ανώτερες, δεν οργανώθηκαν από τον πατέρα της οικογένειας ή από τον παιδαγωγό, για να υπάρξουν χρειάστηκε να προηγηθούν πολύ διαφορετικά ξεκινήματα, επηρεασμένα απ’ όση κακία κι απ’ όση κοινοτυπία βασίλευε γύρω τους. Αντιπροσωπεύουν έναν αγώνα και μια νίκη. Καταλαβαίνω πως η εικόνα εκείνου που υπήρξαμε σε μια παλιότερη εποχή δεν είναι πια αναγνωρίσιμη και είναι πάντως δυσάρεστη. Κι ωστόσο δεν πρέπει να την απαρνιόμαστε, γιατί είναι μια μαρτυρία που τη ζήσαμε πραγματικά, γιατί σύμφωνα με τους νόμους της ζωής και του πνεύματος μπορέσαμε – απ’ τα κοινά στοιχεία της ζωής, απ’ τη ζωή των εργαστηρίων, απ’ τις καλλιτεχνικές κλίκες όταν πρόκειται για ένα ζωγράφο – να βγάλουμε κάτι που την ξεπερνά»