…Δεν γέμιζε η μέρα μου. Γέμιζε… με πολύ άγχος, με πολύ…, σκεφτόμουν κάθε δευτερόλεπτο ότι: σήμερα δεν δουλεύω”.
[…]
“Θα ευχόμουν να βρω μια δουλειά, πρώτα απ’ όλα…, τα άλλα βρίσκονται, γιατί το να είσαι άνεργος δεν είναι καλό πράγμα… Δεν ξέρω τι ακριβώς θα ήταν αυτή η δουλειά που θα μου άρεσε ή πώς θα δούλευα… αλλά, τουλάχιστον…,να μην είμαι άνεργος…, αυτό θα ήθελα”.
[…] Για τους ανέργους, αυτούς τους κοινωνικούς απόκληρους που βιώνουν με τόσο τραυματικό τρόπο την εμπειρία της ακούσιας κοινωνικής αποχής, όπως μας το υπενθυμίζουν εμμέσως οι εξαιρετικά συγκεκριμένες ημερολογιακές αναφορές του διαστήματος ανεργίας τους, και που πολλοί από αυτούς, οι πιο στερημένοι, είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα επειδή είναι προετοιμασμένοι για το τίποτα, να αδράξουν ό,τι είναι δυνατόν γιατί έχουν εγκαταλειφθεί στο κοινωνι- κό κενό, για όλους αυτούς τίποτα δεν είναι βέβαιο, μόνιμο και σταθερό παρά μόνο η βεβαιότητα του αβέβαιου, η συνεχής αναζήτηση εργασίας και το σταθερό αίσθημα της διολίσθησης προς τη διάλυση.
N. Παναγιωτόπουλος, Η βία της ανεργίας.
Αφήστε μια απάντηση