Αρχείο ημέρας 5 Δεκεμβρίου 2011

>Αντιφυματικός Εμβολιασμός – Φυματίωση (Δήλωση κρουσμάτων

>

Η φυματίωση είναι υποχρεωτικώς δηλούμενο νόσημα βάσει του Β.Δ. «Περί
μέτρων καταπολέμησης επιδημικών νόσων και υποχρεωτικής δήλωσης αυτών» (ΦΕΚ
262, τ.Α΄, 9-11-1950. Η έγκαιρη δήλωση των κρουσμάτων φυματίωσης, σύμφωνα με την Β1α/οικ.1420/27.2.1998 εγκύκλιό μας προς τις Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας των
Περιφερειακών Ενοτήτων (πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων) και προς το Τμήμα
Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ είναι ιδιαίτερα σημαντική, και γίνεται εντός
εβδομάδας από την διάγνωση είτε από τους κλινικούς είτε από τους εργαστηριακούς
γιατρούς με το Δελτίο Δήλωσης Κρούσματος Φυματίωσης, το οποίο έχει αποσταλεί σε
όλα τα νοσοκομεία της χώρας (επισυνάπτεται).

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), επισημαίνοντας τον κίνδυνο της
επανεμφάνισης μεγάλου αριθμού κρουσμάτων φυματίωσης (μετανάστες,
μετακινούμενοι πληθυσμοί κ.ά.) συσχετιζομένου συχνά και με τα κρούσματα του AIDS
παγκοσμίως, συνιστά την διεξαγωγή επιδημιολογικών ερευνών, σε συνδυασμό με την
ανεύρεση δεικτών διαμόλυνσης του ευπαθούς πληθυσμού, προκειμένου τα κράτη –
μέλη του να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα αντιφυματικού αγώνα
συμπεριλαμβάνοντας και τον αντιφυματικό εμβολιασμό (BCG).
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Διεθνούς Ένωσης κατά της Φυματίωσης και των
νόσων του Αναπνευστικού (IUALATD) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO)
(Βιβλιογρ. WHO/WER 2004, 79:25-40), η χώρα μας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη
διακοπή του αντιφυματικού εμβολιασμού. Κατά συνέπεια ο αντιφυματικός εμβολιασμός
BCG θα εξακολουθήσει να γίνεται όπως και τα προηγούμενα χρόνια, δηλ. στην ηλικία
των 6 ετών, αφού προηγουμένως γίνει έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux. Ιδιαίτερη
έμφαση πρέπει να δοθεί κυρίως στον εμβολιασμό των παιδιών που ανήκουν στις
ομάδες αυξημένου κινδύνου όπως:
1. Μετανάστες από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη ενδημικότητας
2. Αθίγγανοι και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που ζουν σε συνθήκες ομαδικής
διαβίωσης
3. Παιδιά με Mantoux (-), στην οικογένεια των οποίων υπάρχει άτομο με
φυματίωση (θετικά πτύελα)
4. Νεογνά μητέρων που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV (όχι βρέφη που έχουν
παρουσιάσει ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS)
5. Νεογνά, στο άμεσο περιβάλλον των οποίων, υπάρχει άτομο με φυματίωση
(εμβολιάζονται κατά τη γέννηση).
Για όσα παιδιά δεν εμβολιάσθηκαν για διάφορους λόγους στη συνιστώμενη
ηλικία ο εμβολιασμός μπορεί να γίνει μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Πρέπει να γίνεται
κάθε προσπάθεια ο εμβολιασμός να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του σχολικού
έτους. Επιπλέον, όσοι υγιείς ενήλικες απαιτείται για συγκεκριμένους λόγους να
εμβολιασθούν, μπορούν με ασφάλεια να το κάνουν (ο εμβολιασμός με BCG γίνεται
ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας χωρίς ιατρικές αντενδείξεις), εφόσον προηγηθεί έλεγχος με
δερμοαντίδραση Mantoux. Έλεγχος της Mantoux μετά τον εμβολιασμό για πιστοποίηση
της θετικοποίησής της δε συνιστάται.

Παράλληλα, συνιστάται μαζικός προληπτικός έλεγχος με δερμοαντίδραση
Mantoux στις ηλικίες 12-15 μηνών, 4 έως 6 ετών (πριν τον εμβολιασμό με BCG) και στην ηλικία 11 έως 12 ετών στα ανεμβολίαστα παιδιά (όταν γίνεται η εκτίμηση της
εμβολιαστικής τους κάλυψης).
Αναφορικά με τον έλεγχο των εκπαιδευτικών, είναι απαραίτητη η ακτινογραφία
θώρακος (αν δεν υπάρχει ιατρική αντένδειξη) και η δερμοαντίδραση (mantoux) κατά
την πρόσληψή τους και στη συνέχεια ανά πενταετία. Στην περίπτωση που κατά το
μεσοδιάστημα εμφανιστεί επίμονος βήχας, ο οποίος διαρκεί περισσότερο από ένα
μήνα, πέραν της κλινικής εξέτασης, πρέπει να γίνεται έλεγχος με ακτινογραφία
θώρακος. Αν υπάρχουν ακτινολογικά ευρήματα, επιβάλλεται περαιτέρω έλεγχος του
εκπαιδευτικού και έλεγχος του ευρύτερου κοινωνικού και ιδιαίτερα του στενού
οικογενειακού περιβάλλοντος.
Ιδιαιτέρως τονίζουμε τα κατωτέρω:
Α) Το εμβολιαστικό συνεργείο να είναι ειδικά εκπαιδευμένο ως προς την τεχνική και
στην καλή εφαρμογή της, ώστε τόσο η δερμοαντίδραση Mantoux όσο και ο
αντιφυματικός εμβολιασμός (BCG) να διενεργείται καθαρά ενδοδερμικά. Σε παιδιά άνω
του ενός (1) έτους και σε ενήλικες η δόση του εμβολίου είναι 0,1 m l . Σε βρέφη κάτω του ενός (1) έτους η δόση είναι 0,05 m l .
Β) Να δραστηριοποιηθούν όλα τα Εμβολιαστικά Κέντρα της χώρας, καθώς και οι
Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας των Περιφερειακών Ενοτήτων, οι Δήμοι, τα Κέντρα Υγείας, τα
Νοσηλευτικά Ιδρύματα, τα λειτουργούντα Αντιφυματικά Κέντρα, τα Ιατροκοινωνικά
Κέντρα, οι Ασφαλιστικοί Φορείς κ.ά. προς την κατεύθυνση της έγκαιρης ανίχνευσης της
φυματίωσης (κυρίως στις ομάδες αυξημένου κινδύνου που αναφέρθηκαν, καθώς και
στο προσωπικό υγειονομικών, εκπαιδευτικών και άλλων φορέων που μπορεί να είναι
πηγές διασποράς της νόσου).
Γ) Τα Εμβολιαστικά Κέντρα της χώρας να διενεργούν τον αντιφυματικό εμβολιασμό
σε όλα τα παιδιά (ανεξαιρέτως ασφαλιστικής κάλυψης ή μη), αφού βεβαίως
προηγουμένως γίνει έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux.
Δ) Οι Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας των Περιφερειακών Ενοτήτων υποχρεούνται να
εφοδιάζουν με τις απαραίτητες ποσότητες BCG όλα τα Εμβολιαστικά Κέντρα που
συμμετέχουν στη διενέργεια του αντιφυματικού εμβολιασμού, εκτός των ασκούντων
ελεύθερο επάγγελμα παιδιάτρων, οι οποίοι μπορούν να προμηθεύονται το εμβόλιο
BCG από το Ινστιτούτο Παστέρ, με την προϋπόθεση ο εμβολιασμός να εγγράφεται στο
Βιβλιάριο Υγείας του Παιδιού.
Ε) Να δοθεί έμφαση στον προγραμματισμό αντιφυματικού εμβολιασμού των
μαθητών της Α΄ Δημοτικού όλων των Σχολείων της χώρας (Δημόσιων και Ιδιωτικών).
Επισημαίνεται ότι, ο συντονισμός του αντιφυματικού αγώνα και η
προσυνεννόηση με τους εμπλεκόμενους φορείς θα γίνεται από τη Γενική Δ/νση
Δημόσιας Υγείας της εκάστοτε Περιφέρειας.
Για να αλλάξει η πολιτική του αντιφυματικού εμβολιασμού σε μια χώρα, πρέπει
απαραίτητα να υφίσταται αξιόπιστο εθνικό σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης και
ελέγχου της νόσου. Επειδή η καταγραφή των κρουσμάτων είναι το πρώτο και
σημαντικό βήμα για τον έλεγχο της φυματίωσης, παρακαλούμε όπως φροντίσετε για
την δήλωση των κρουσμάτων της νόσου από τα νοσοκομεία και τις άλλες υγειονομικές
Υπηρεσίες που υπάγονται στην αρμοδιότητά σας. Ειδικότερα, τα Γραφεία Κίνησης
Ασθενών των νοσοκομείων, πριν να χορηγήσουν το εξιτήριο σε ασθενή με διάγνωση
«Φυματίωση», να ελέγχουν ότι έχει σταλεί προηγουμένως η Δήλωση του κρούσματος
στο ΚΕΕΛΠΝΟ και στην Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της αρμόδιας Περιφερειακής
Ενότητας.
Είναι γνωστό στην Υπηρεσία μας ότι οι Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας ορισμένων
Περιφερειακών Ενοτήτων είναι υποστελεχωμένες (ιατρικό, λοιπό υγειονομικό και άλλο
προσωπικό). Για το λόγο αυτό παρακαλούνται οι Υγειονομικοί Σχηματισμοί
(νοσοκομεία, Κ.Υ., ΙΑΚ), όπως συνεργαστούν με τις Δ/νσεις Δημόσιας Υγείας των
Περιφερειακών Ενοτήτων και συνδράμουν με ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό,
προκειμένου να δημιουργηθούν τα εμβολιαστικά συνεργεία, ώστε να διενεργηθεί
επιτυχώς ο αντιφυματικός εμβολιασμός.__

>Αντιγριπικός εμβολιασμός για την εποχική γρίπη

>

Οι επιδημίες γρίπης εμφανίζονται στην Ευρώπη κάθε χρόνο. Με βάση τα
επιδημιολογικά δεδομένα της περιόδου 2010-2011, στη χώρα μας πέρυσι το επιδημικό κύμα ξεκίνησε την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου και κορυφώθηκε την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Ωστόσο, η περίοδος της εποχικής γρίπης θεωρείται ότι ξεκινά από αρχές Οκτωβρίου και διαρκεί έως και Απρίλιο.
Η Ελλάδα, όπως και άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη, μέσω του Κέντρου Ελέγχου και
Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), έχει συγκροτήσει δίκτυα επιτήρησης, μέσω των οποίων παρακολουθείται η δραστηριότητα της γρίπης και τα κυκλοφορούντα στελέχη του ιού με την εργαστηριακή επιτήρηση μέσω των Κέντρων Αναφοράς Γρίπης.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα επιδημιολογικά δεδομένα και από το Νότιο
Ημισφαίριο, δεν αναμένεται αλλαγή στους κυκλοφορούντες υποτύπους γρίπης Α,
δηλαδή αναμένεται και πάλι η κυκλοφορία του πανδημικού στελέχους Α(Η1Ν1)2009, ο οποίος έχει καταδείξει το συγκεκριμένο προφίλ νοσηρότητας με αυξημένο αριθμό σοβαρών περιστατικών που χρήζουν νοσηλείας σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).

Κάθε επιδημική έξαρση της γρίπης εισβάλει ταχύτατα με αποτέλεσμα να είναι
δύσκολος ο προσδιορισμός του χρόνου, αλλά και του τόπου εκδήλωσής της, με
συνέπεια, συχνά, την αποδιοργάνωση της επαγγελματικής αλλά και της κοινωνικής ζωής, την υπέρμετρη αύξηση της κατανάλωσης φαρμάκων και όχι σπάνια, την αύξηση της θνητότητας.
Οι τοπικοί εποχιακοί παράγοντες που ευνοούν τον ταχύτατο τρόπο μετάδοσης
του ιού της γρίπης μέσω σταγονιδίων καθιστούν αναποτελεσματική την πρόληψη
μόνο με τους κλασσικούς τρόπους (αποφυγή συνωστισμού, απομόνωση
πασχόντων κλπ.).
Ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης είναι ο εμβολιασμός με το
αντιγριπικό εμβόλιο, το οποίο όταν εφαρμοσθεί σωστά και έγκαιρα καλύπτει σε
ποσοστό 80% περίπου και προφυλάσσει από τη μετάδοση του ιού της γρίπης.
Όπως κάθε χρόνο, επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται σε διαφορετικούς
υπο-ορότυπους, τοιουτοτρόπως και για την περίοδο 2011 – 2012 η σύνθεση του
αντιγριπικού εμβολίου περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη του ιού, μετά από γνωμάτευση του Ελληνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις Συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων.
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα και πριν την έναρξη της
συνήθους περιόδου εμφάνισης της έξαρσης των κρουσμάτων, δεδομένου ότι
απαιτούνται περίπου 2 εβδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης.
Παρότι σε όλα τα άτομα απευθύνεται το προληπτικό μέτρο του αντιγριπικού
εμβολιασμού, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αυτό πρέπει να εφαρμόζεται σε άτομα
(ενήλικες και παιδιά) που ανήκουν στις καλούμενες ομάδες υψηλού κινδύνου.
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου παραμένουν ως έχουν σύμφωνα με την περσινή
εγκύκλιο, και υπενθυμίζουμε ότι είναι οι εξής:
1. Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.
2. Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό
προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι).
3. Παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους
παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
· Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
· Καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές.
· Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας).
· Μεταμόσχευση οργάνων
· Δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες).
· Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα.
· Χρόνια νεφροπάθεια.
· Νευρομυϊκά νοσήματα
4. Έγκυες γυναίκες β΄και γ΄τριμήνου.
5. Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. νόσος Kawasaki, ρευματοειδή
αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό ο κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη.
6. Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά <6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.
7. Οι κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές γυμνασίων-
λυκείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων ή σχολών, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.).
Επισημαίνεται ότι, το παιδιατρικό αντιγριπικό εμβόλιο (ή η παιδιατρική δόση)
χορηγείται μέχρι την ηλικία των 3 ετών. Μετά την ηλικία αυτή συνιστάται χορήγηση αντιγριπικών εμβολίων ενηλίκου.
Παρακαλούμε να μεριμνήσετε:
1. Για τον έγκαιρο εμβολιασμό των ομάδων υψηλού κινδύνου (ενηλίκων και παιδιών) και των εργαζομένων σε χώρο παροχής υπηρεσιών υγείας που βρίσκονται στην περιοχή ευθύνης σας.
2. Για την αποστολή κλινικών δειγμάτων σε επαρκή αριθμό και κατάλληλη συντήρηση (ρινικού ή/ και φαρυγγικού επιχρίσματος ή φαρυγγικού εκπλύματος), από τα ύποπτα κρούσματα γρίπης στα Κέντρα Αναφοράς Γρίπης, ώστε να διερευνώνται εργαστηριακά και να ταυτοποιούνται τα κυκλοφορούντα στελέχη γρίπης.
Υπενθυμίζεται ότι:
Για τη Βόρεια Ελλάδα, το Κέντρο Αναφοράς Γρίπης βρίσκεται στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Β΄ Εργαστήριο Μικροβιολογίας
Για τη Νότια Ελλάδα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ.
3. Για τη δήλωση κάθε εργαστηριακά επιβεβαιωμένου κρούσματος γρίπης στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.
Όπως σας είναι γνωστό, το αντιγριπικό εμβόλιο έχει βραχεία ημερομηνία λήξης 
και για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνεται ορθός προγραμματισμός των αναγκαίων 

ποσοτήτων εμβολίου, έτσι ώστε να αποφεύγεται η σπατάλη. Επίσης, ιδιαίτερη 

προσοχή θα πρέπει να δίνεται στις συνθήκες μεταφοράς και αποθήκευσης του 

εμβολίου (εξασφάλιση «ψυχρής αλυσίδας»).

Επισημαίνουμε επίσης ότι, η χορήγηση του αντιγριπικού εμβολίου αφορά μόνο 
στα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως αυτές περιγράφονται 

στην παρούσα εγκύκλιο και θα γίνεται μόνο με την προσκόμιση σχετικής ιατρικής 

συνταγής, η οποία θα φυλάσσεται για μία (1) τριετία. Επίσης, σε περίπτωση που το 

συνταγογραφούμενο αντιγριπικό εμβόλιο δεν υπάρχει, θα χορηγείται οποιοδήποτε 

άλλο αντιγριπικό εμβόλιο, του οποίου η σύνθεση περιέχει τα εγκεκριμένα από τον ΠΟΥ

στελέχη (με άδεια κυκλοφορίας από τον ΕΟΦ) για τη φετινή περίοδο.