ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που ο ουρανός καμπυλώνεται πάνω μας
σαν μια πελώρια γαλανή θωπεία,
αυτή την ώρα που ο ουρανός γέρνει στους ώμους μας
γεμάτος τρυφερή στοργή,
συλλογίζομαι πού πήγε η στοργή των ανθρώπων.
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που το φως πλάθει στον αέρα ρόδα
συλλογίζομαι πού πήγαν τα ρόδα της ψυχής μας.
Αδέρφια μου,
αυτή την ώρα που οι ποταμοί κυλούν στη θάλασσα
ξεπλένοντας τη μνήμη του χτεσινού θανάτου
συλλογίζομαι πού πάνε οι καταρράχτες του αίματός μας
σε ποια θάλασσα σμίγουν
ποιες ακτές ξεπλένουν
ποιο σκοπό τρέφουν κάτω απ’ το άπειρο.
Αδέρφια μου,
συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
συλλογίζομαι σας
συλλογίζομαι εμένα
συλλογίζομαι το Θεό.
Αδέρφια μου,
μην τάχατε δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στο φως;
Μην τάχατε δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στη Μοίρα;
Και πιο πολύ δεν είμαστε όλοι αδέρφια μπρος στη Λευτεριά;
Αδέρφια μου,
πώς μπορεί να πεθάνουμε
όταν η αυγή μπροστά στο παράθυρο
ξεπλέκει τα τριανταφυλλιά μαλλιά της
κι είναι ένας ουρανός ξανθός
που σου φιλάει κατάσαρκα όλη την ελπίδα
που σου φιλάει τ’ όνειρο ανάμεσα στα δυο του φρύδια τα σμιγμένα
όταν ο ήλιος καρφώνει την καρδιά του πόνου
και μας ξαναφέρνει στο κατώφλι της καινούργιας ημέρας
ωραίους, ανύποπτους κι αθώους σαν παιδιά;
Μόλις χτύπησε η σάλπιγγα
το μεγάλο προσκλητήριο
μείναμε γυμνοί κάτω απ’ τον ουρανό που ψήλωνε
γαλάζια ασπίδα
να φρουρήσει την καρδιά της ανθρωπότητας.
Ξεχάσαμε τα χωριστά μας δώρα.
Ξεχάσαμε το σπίτι με τις ακακίες.
Ξεχάσαμε τα βιβλία και τα κοχύλια
τα χέρια της μάνας ραντισμένα με φεγγάρι
τα ψάθινα καπέλα των κοριτσιών
με τα ψεύτικα κεράσια και τα γαλάζια λουλούδια.
Ξεχάσαμε το βήμα τους των άσπρων πουλιών
που κέρδιζαν τις μέρες μας
αλλάζοντας με στάχτη τα λουλούδια μας.
Κοιτάξαμε τα χέρια μας γυμνά
πλυμένα με ουρανό
καθαρά, λαμπερά, δροσερά
έχοντας την ηλικία της μιας ημέρας της Άνοιξης
της αιώνιας ημέρας
της πρώτης ημέρας της δικής μας πλάσης.
Δεν έχουμε τίποτα.
Ορθοί στη μέση της Ελλάδας
καταμεσίς της Γης
κερδίσαμε την καρδιά του Θεού και τον εαυτό μας
μες στο βαθύ και μυστικόν αγέρα της λευτεριάς
που τίναξε τη σκόνη του χρόνου
από τα φύλλα της καρδιάς μας
και μας έδωσε ωραίους και δυνατούς
στον ένα καθαρών προορισμό μας:
Να είμαστε άνθρωποι
να ξέρουμε πως είμαστε όλοι άνθρωποι
να ζήσουμε όλοι ως άνθρωποι
όλοι αδελφοί κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό.
Τώρα
κάθε μητέρα έχει ένα παιδί:
τον άνθρωπο.
Κάθε κορίτσι έχει μιαν αγάπη:
τον άνθρωπο.
Κάθε παιδί έχει ένα όνειρο:
τον άνθρωπο.
Κάθε άνθρωπος έχει μιαν αγάπη, ένα όνειρο, μια μάνα, ένα παιδί:
τη Λευτεριά.
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις με τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας.
Κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
κι ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο μάκρος του δρόμου
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τραίνα περιμένουν
σφυρίζουν λίγο έξω απ’ την πόλη
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο.
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Αδέρφια μου. Αδέρφια μου,
μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Γιάννης Ρίτσος