Μάζεψε ο Αύγουστος τη βρεγμένη πετσέτα που’ χε στρωμένη στην άμμο. Έριξε στην τσάντα το ψάθινο καπέλο του, φόρεσε τις σαγιονάρες του κι αποχαιρέτησε τη μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσά του.
Χαμογέλασε τρυφερά στο πονηρούτσικο καβουράκι που συνέχιζε αμέριμνο να παίζει κρυφτό μαζί του , μια να μπαίνει , μια να βγαίνει στις τρύπες των βράχων.
Σφύριξε έναν τελευταίο σκοπό στα θαλασσοπούλια κι έστησε αυτί ν’ ακούσει για τελευταία φορά το σιγανό μουρμούρισμα του φλοίσβου.
Μάζεψε ένα τελευταίο κοχύλι , δυο, τρία βότσαλα χρωματιστά κι έναν μικρούλη αστερία που ξέβρασε το κύμα.
Χάιδεψε με το βλέμμα του τον θαλασσινό ορίζοντα που απλώνονταν εμπρός του και χαιρέτησε τα καραβάκια που περνούσαν και χάνονταν.
Ύστερα ανηφόρισε αφήνοντας πίσω του το ακρογιάλι που τον φιλοξένησε.
Δυο, τρεις , ζεστές στάλες βροχής έσταξαν στο ηλιοκαμένο του μέτωπο.
Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Ένα λευκό συννεφάκι σαν να του χαμογελούσε.
-Είμαι το φθινόπωρο του ψέλλισε.
_Με το καλό να’ ρθεις! Του απάντησε ο γενναιόδωρος Αύγουστος.
Με το καλό!
Ο Σεπτέμβρης μας κλείνει το μάτι!
Καλή σχολική χρονιά!