ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Νο 2
? Διαβάστε τα κείμενα που ακολουθούν. Αξιολογήστε τα επιχειρήματα τους σύμφωνα με τα ήδη γνωστά σας κριτήρια και απαντήστε στις ερωτήσεις που περιλαμβάνει το καθένα χωριστά
(Α)
Ανώτατη Παιδεία[1]. Πώς φθάσαμε στο αδιέξοδο
Όλα τα προβλήματα της ανώτατης παιδείας[2] μας – έλλειψη πόρων, στενότητα χώρων, φτωχές βιβλιοθήκες, κακή οργάνωση, υποτυπώδης έως ανύπαρκτη έρευνα, κ.ο.κ.- ανάγονται και συνοψίζονται σε δύο μεγάλα και σύνθετα προβλήματα[ττ1] , που είναι ο γιγαντισμός και η χαμηλή της ποιότητα. Τα δυο αυτά μείζονα προβλήματα, που εμφανίζονται εναλλάξ άλλοτε ως αποτέλεσμα και άλλοτε ως αίτιο (ή άλλοθι) το ένα του άλλου, είναι πράγματι αλληλένδετα σε ένα γνήσιο φαύλο κύκλο, που δεν είναι εύκολο να δει κανείς με ποιον τρόπο θα μπορούσε να σπάσει, καθώς συνεχίζει όλο και πιο συσσωρευτικά και επικίνδυνα την ατέρμονα κίνηση του.
Σκοπός αυτού του δοκιμίου, που είναι διαιρεμένο σε τρία αλληλένδετοι άρθρα, για να διευκολυνθεί η δημοσίευση του στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” (1987), είναι όχι τόσο να υποδεί-
ξει λύσεις σε εθνική κλίμακα (δυστυχώς βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτές), αλλά να πε-
ριγράψει το πρόβλημα, να επιχειρήσει διάγνωση της αρρώστιας, της οποίας τα συμπτώμα-
τα είναι αισθητά σε όλους τους τομείς της πανεπιστημιακής ζωής – μολονότι σπανιότερα
αναγνωρίζονται ως συμπτώματα μιας και της αυτής νόσου και συνηθέστερα θεωρούνται ιδι-
αίτερα προβλήματα, που επιδέχονται, υποτίθεται, ανεξάρτητες λύσεις. Κι όμως, αν ξαφνι-
κά διπλασιάζονταν ή τριπλασιάζονταν τα κονδύλια για βιβλία, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα
εξακολουθούσαν να μην έχουν βιβλιοθήκες– αν διπλασιαστούν οι θέσεις του διδακτικού προ-
ωπικού (πράγμα που έγινε άλλωστε από το 1982 κι εδώ με την αναβάθμιση του Ειδικού Τα-
κτικού Προσωπικού), δεν πρόκειται να βελτιωθεί η πανεπιστημιακή διδασκαλία– αν πολ-
απλασιαστούν οι δαπάνες για την έρευνα, πολύ λίγο θα ωφεληθεί από αυτό η ελληνική οι-
κονομία… Αυτό που πρωτεύει και προέχει, λοιπόν, είναι η διάγνωση, η κατά το δυνατόν ακρι.-
βής διατύπωση του προβλήματος στο σύνολο του και η αναζήτηση των αιτιών [ττ2] του. Μόνον τό-
τε και υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε στοιχειώδης συμφωνία της πολιτικής ηγεσίας της
χώρας ως προς τους όρους του προβλήματος, θα μπορούσαν να αναζητηθούν λύσεις?
Ας αρχίσουμε με τον πίνακα 1[ττ3] . που δείχνει την ανάπτυξη του φοιτητικού πληθυσμού μεταξύ των ετών ετών 1961 και 1981.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Φοιτητές εγγεγραμμένοι στις ανώτατες σχολές[3] και
στις παιδαγωγικές ακαδημίες*
Σύμφωνα με τον πίνακα 1, που βασίζεται σε στοιχεία δημοσιευμένα στις Επετηρίδες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού κατά την πενταετία 1960-1965 έφτασε το 105%, ενώ κατά την δεκαετία 1960 -1970 έφτασε το 169%. Κατά την εικοσαετία 1961-1981 η αύξηση πέρασε το 209%. Μολονότι ο ρυθμός αύξησης κατά τη δεύτερη δεκαετία είναι μειωμένος, η πτώση που εμφανίζουν οι αριθμοί μετά το 1978 είναι φαινομενική, γιατί εν τω μεταξύ αναπτύσσονται τα ΚΑΤΕΕ. τα οποία απορροφούν ένα ποσοστό εισακτέων, ενώ με κάποιες χαριστικές διατάξεις δόθηκαν μετά τη μεταπολίτευση πτυχία χωρίς την υποχρέωση πτυχιακών εξετάσεων σε πολλά μαθήματα.[4]
| 1965-66 58000 | |
|
1966-67 |
|
|
1967-68 |
73.438 |
|
1968-69 |
74.896 |
|
1969-70 |
76.181 |
|
1970-71 |
76.198 |
|
1971-72 |
74.348 80.314 |
|
1972-73 |
|
|
1973-74 |
84.603 |
|
1974-75 |
97.759 |
|
1975-76 |
99.793 |
|
1976-77 |
98.604 |
|
1977-78 |
99.604 |
|
1978-79 |
100.325 |
|
1979-80 |
90.292 |
|
1980-81 |
92.306 |
|
1981-82 |
94.729 |
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η τεράστια αύξηση του αριθμού των φοιτητών κατά τη δεκαετία του ’60 είναι άσχετη με την αύξηση του πληθυσμού, σύμφωνα με την απογραφή του 1971, μόλις έφτασε το ποσοστό 4,53% μεταξύ του 1961 και του 1971 (έφτασε όμως το 11% κατά την επόμενη δεκαετία 1971-1981).
Ανάμεσα σε τόσα ρεκόρ γιατί όχι και μια τελευταία θέση: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, γύρω στο 1980 οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία μας ήταν πολύ λιγότερο από “μαζικές” και μόλις έφταναν το 2,2% του ακαθόριστου εγχώριου προϊόντος. Το ποσοστό αυτό ήταν όχι μόνο το χαμηλότερο στην Ευρώπη αλλά από τα χαμηλότερα στον κόσμο, χαρίζοντας στη χώρα μας την 121η θέση ανάμεσα σε 133 χώρες του πίνακα της Διεθνούς Τραπέζης, ίσα ίσα πιο πάνω από την Ουγκάντα, τη Νιγηρία, τις Φιλιππίνες, το Μπα-γκλαντές, το Πακιστάν και μερικές ακόμα […] «
Τα πολύπλοκα προβλήματα έχουν πολύπλοκα αίτια [ττ4] και δεν είναι καθόλου εύκολο να τα ξεκαθαρίσει κανείς – ακόμη λιγότερο να τα εκτιμήσει αντικειμενικά και με ακρίβεια. Ωστόσο, θα προσπαθήσω παρακάτω να τα σκιαγραφήσω όσο μπορώ καλύτερα, προχωρώντας “κατά φύσιν”, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, από τα ιστορικά και πιο γενικά στα κοινωνικοπολιτικά και πιο ειδικά αίτια.
Η ιστορία και ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα ακολουθεί βήμα προς βήμα και αντικατοπρίζει την ιστορία και την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους_ως σήμερα.
Το κύριο χαρακτηριστικό της ιδεολογίας του ελληνικού κράτους σε όλον τον 19ο αιώνα ήταν η απόρριψη του πρόσφατου παρελθόντος της οθωμανικής κατοχής και η προσπάθεια για μεταμόρφωση της βαλκανικής και ανατολίτικης ελληνικής κοινωνίας σε δυτικοευρωπαϊκή. Η προσπάθεια αυτή είναι φανερή σε όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, π.χ. στη νομοθεσία, στα σχολικά προγράμματα, στους πολιτικούς προσανατολισμούς και τις διεθνείς σχέσεις, στη λογοτεχνία και στις καλές τέχνες.
Το ιδανικό του νεοέλληνα έγινε η μεταμόρφωση του από ανατολίτη σε Ευρωπαίο μετασχηματισμός του από χωρικό σε αστό, η “μεταφύτευση” του από το χωριό στην πόλη, η ανέλιξη και ένταξη του στην αρχικά ολιγάριθμη τάξη των μη χειρωνακτών αστών, που συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με την άρχουσα τάξη του νεοσύστατου κράτους.
Η μέθοδος· και ο τρόπος για την επίτευξη της ποθητής κοινωνικής μεταμόρφωσης ήταν η εκπαίδευση, η εγγραμματοσύνη, τα “γράμματα”. Το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ακριβώς το στοιχείο, που διαφοροποιούσε την προσανατολισμένη προς τη Δύση κοινωνία του ελληνικού κράτους από τις παραδοσιακές κοινότητες την ελληνόφωνων περιοχών, που βρίσκονταν κάτω από την τουρκική κατοχή. Για όποιον τα αποκτούσε, τα “γράμματα” του εξασφάλιζαν την ένταξη του στην αστική τάξη, μια θέση στην κρατική διοίκηση, ένα επάγγελμα στην πρωτεύουσα του νομού ή την πρωτεύουσα του κράτους, πράγματα που τον διαφοροποιούσαν ριζικά από όποιους δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το μοναδικό της χώρας κατά το 19ο αιώνα (το Μετσόβειο Πολυτεχνείο είναι εξίσου παλιό ως ίδρυμα αλλά δεν ήταν ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα κατά την πρώτη φάση της λειτουργίας του) έπαιζε καίριο ρόλο σ’ αυτή τη διαφοροποίηση. Γιατί με το να χορηγεί τους τίτλους του δικηγόρου, του καθηγητή ή του γιατρού στους αποφοίτους του επισφράγιζε την κοινωνική τους επιτυχία. Σε τελευταία ανάλυση, το πανεπιστήμιο δεναπένειμε απλώς επαγγελματικά διπλώματα, αλλά τίτλους για μιαν επιτυχημένη κοινωνική ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΉ σταδιοδρομία. Αυτό το τελευταίο υπήρξε ο κύριος ρόλος του, η πραγματική του κοινωνική λειτουργία, και καθόρισε τελικά το ίδιο και την ποιότητα των σπουδών που παρείχε, συνέπεια, δεν μπορούσε να παράγει επιστήμονες ερευνητές, ούτε καν ικανούς επαγγελματίες, αλλά μόνο, κατά κανόνα, κοινωνικά επιτυχημένους διπλωματούχους.
Αυτός ο πρώιμος ρόλος του πανεπιστημίου[5] αποτελεί βαρύ κληρονομικό στίγμα στο χαρακτήρα της ελληνικής ανώτατης παιδείας, που όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί ως σήμερα αλλά προσέλαβε τερατώδεις διαστάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο και ως την πτώση της πρόσφατης δικτατορίας […]
Μάλλον αργά, βέβαια, και όχι γρήγορα, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι, ενώ οι πτυχιούχοι παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό_ανεργίας από τους απόφοιτους της μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ως την ηλικία των τριάντα ετών, μετά την ηλικία αυτή τα πράγματα αλλάζουν και οι πτυχιούχοι των ανωτάτων σχολών φαίνονται να τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους σε μιαν αγορά εργασίας που κυριαρχείται από το κράτος ως μεγαλοεργοδότη. Το μήνυμα, λοιπόν, που δέχεται η μέση αστική ή αγροτική οικογένεια είναι ότι οι πτυχιούχοι μπορεί να αργούν, αλλά τελικά βρίσκουν μόνιμη δουλειά, επομένως αξίζει τον κόπο να επενδύσουν ένα σημαντικό μέρος του οικογενειακού εισοδήματος για παίδευση των παιδιών τους. Γι’ αυτό προθυμοποιούνται να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους, όχι μόνο κατά την περίοδο της εντατικής τους προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά και κατά την περίοδο των σπουδών τους και για αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτηση τους από το Πανεπιστήμιο.
Εκτός λοιπόν από το γεγονός ότι η διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής και μη χειρωνακτικής εργασίας είναι γενικά, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, το σαφέστερο τεκμήριο
κοινωνικής θέσης, οι ειδικοί ιστορικοί και κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες_που έχουν[ττ5]
συντρέξει στην Ελλάδα, έχουν εντείνει και μεγεθύνει τη ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση, αλλά και παραμορφώσει την ανάπτυξη της σε τέτοιο βαθμό, ώστε, μολονότι εξακολουθεί να λειτουργεί ως το ασφαλέστερο εφαλτήριο κοινωνικής [ττ6] ανόδου, έχει πλήρως αχρηστευθεί ως προς την ικανότητά της να συμβάλλει στην πρόοδο της επιστήμης[ττ7] διεθνώς ή στην οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στη χώρα. Έτσι κατά μια περίεργη αλλά όχι ανεξήγητη ειρωνεία, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων και κατά τεκμήριο “πεπαιδευμένων” πολιτών στην Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα στις πιο καθυστερημένες χώρες [ττ8] της ηπείρου μας όσον αφορά στην παραγωγή αγαθών και την ποιότητα των υπηρεσιών της.
Εν τω μεταξύ, τα πανεπιστήμια μας εξακολουθούν να χορηγούν τα διπλώματα με τις χιλιάδες κάθε χρόνο, τα οποία μπορεί να έχουν πολύ μικρή σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο των σπουδών[ττ9] που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν, έχουν όμως μεγάλη ονομαστική αξία ως επαγγελματικοί τίτλοι που απαιτούνται για τους τύπους απασχόλησης και τα επαγγέλματα που αντιστοιχούν σ’ αυτά. Βραδέως αλλά ασφαλώς, οι περισσότεροι από τους πτυχιούχους θα καταφέρουν τελικά να εκπληρώσουν τη φιλοδοξία τους να [ττ10] απορροφηθούνε από τις κρατικές υπηρεσίες και τα περιορισμένα, παραδοσιακά, ελεύθερα επαγγέλματα, που είναι οργανωμένα σ’ ένα αντιπαραγωγικό μοντέλο κοινωνίας που συνδυάζει το μικρ[ττ11] οκαπιταλισμό με τον κρατισμό και εξαρτάται για την επιβίωση του από συνεχή δάνεια, εισαγόμενη γνώση και τεχνολογία, εισαγόμενα αγαθά – υλικά όσο και πολιτιστικά.
Γ.Μ. Σηφάκης, “Ανώτατη Παιδεία. Πώς φθάσαμε στο Αδιέξοδο.
Οικονομικός Ταχυδρόμος, Νοέμβριος 1
- Να εντοπίσετε τα επιχειρήματα του κειμένου και να τα αξιολογήσετε
- Να προσδιορίσετε
- α. το πρόβλημα που απασχολεί το συγγραφέα,
- β.τη θέση του, γ. τα επιχειρήματα και τα τεκμήριά του, δ. το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στον επίλογο( δηλ.το διάγραμμα του κειμένου)
- Σύγκρινε τους ορισμούς της εκπαίδευσης και της παιδείας: τι παρατηρείς;
- Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ευρέως στατιστικά στοιχεία. Πιστεύεις ότι είναι αξιόπιστα; Σελ. 20 του σχολικού βιβλίου
5. Παραγωγή λόγου:
Ποιοι πρέπει να είναι οι κύριοι σκοποί της εκπαίδευσής μας σήμερα και ποιες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εκπλήρωσή τους; (περίπου 600 λέξεις)
[1] Ανάλογα με το περιεχόμενο που της δίνουμε και τους σκοπούς που την τάσσουμε να υπηρετεί τη διακρίνουμε:
Α. Σε παιδεία τεχνικών γνώσεων
Β. Σε παιδεία γενικότερων ανθρωπιστικών και κοινωνικών ενδιαφερόντων
[2] Ανάλυση Έννοιας:
Ορισμός:
Παιδεία ονομάζεται το σύνολο των ερεθισμάτων και το παιδαγωγικό τους αποτέλεσμα που διαφαίνεται στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Είναι η μόρφωση και η καλλιέργεια του πνεύματος, η ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπου από τη στιγμή της γέννησής του και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
[3] Φορείς παιδείας
· Οικογένεια
· Σχολείο
· Εκκλησία
· Καλές τέχνες (ζωγραφική, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος)
· Μέσα μαζικής ενημέρωσης
· Βιβλίο
· Κράτος με τον έλεγχο που ασκεί στη λειτουργία όλων των ανωτέρω
[4] Στόχοι της Παιδείας
· Η παιδεία αποσκοπεί στο να δραστηριοποιηθεί και να κατευθύνει τις δυνάμεις του νέου ανθρώπου στο σύνολό τους, και τον βοηθά με αυτόν τον τρόπο στην προσαρμογή του στο κοινωνικό περιβάλλον, παρέχοντάς του τις απαραίτητες πολιτισμικές πληροφορίες.
· Να στηρίζει το νέο στην απόκτηση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του μέσω της εκπαίδευσης, τις οποίες χρησιμοποιώντας κατάλληλα, είναι δυνατόν ο νέος να αλλάξει τα κακώς κείμενα του περιβάλλοντός του.
· Στόχος επίσης είναι η καλλιέργεια της κοινωνικής συνείδησης του ατόμου
[5] Αποτελέσματα της παιδείας
Η παιδεία ανυψώνει τον άνθρωπο στη σφαίρα της θέωσης διαμορφώνοντας του το ήθος.
Εκτοπίζει από την ψυχή του ανθρώπου την αγριότητα και το πάθος και καλλιεργεί την ευγένεια και την καλοσύνη.
Παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα απόκτησης αυτογνωσίας, κατά συνέπεια τον βοηθά στη συνεχή του βελτίωση και του διασφαλίζει την ψυχική του ισορροπία.
Η παιδεία κάνει τον άνθρωπο να κατανοεί την κοινωνική του ευθύνη και το χρέος προς τους συνανθρώπους του.
Η παιδεία καλλιεργεί το δημοκρατικό ήθος.
1.Παραγωγή λόγου ————
Να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά της Εκπαίδευσης σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, που είναι προσανατολισμένη στα ευρωπαϊκά πρότυπα σε ένα σύντομο, αλλά περιεκτικό κείμενο 5 παραγράφων
2.
Ομιλία του Προέδρου του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ
Γρηγόρη Καλομοίρη στο Διεθνές Συνέδριο της
Education International ? GATS και Εκπαίδευση» Παρίσι 4-5 Απριλίου 2005
Ο ασαφής και αντιφατικός τρόπος με τον οποίο συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος παγκοσμιοποίηση στην τρέχουσα πολιτική και εκπαιδευτική πρακτική προκαλεί εύλογα απορία και σύγχυση. Έχει προβληθεί ως πρόσχημα και άλλοθι, για να δικαιολογηθούν αντιδραστικές επιλογές, ως απειλή και κίνδυνος, για να γίνουν αποδεκτοί κάθε είδους συντηρητικοί αναχρονισμοί, ως μονόδρομος και κοινό πεπρωμένο, για να καμφθούν οι όποιες αντιστάσεις, ως ευκαιρία και πανάκεια,[ττ1] για να ωραιοποιηθούν απάνθρωπες κερδοσκοπικές πρακτικές, ως ουτοπία[ττ2] και χίμαιρα,[ττ3] για να δικαιωθεί η αναβίωση του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.
Για να κατανοηθεί και να αναλυθεί σωστά το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και οι πολύπλοκες συναρθρώσεις[ττ4] του με το εκπαιδευτικό σύστημα, πρέπει, καταρχάς, να μελετηθούν διεξοδικά οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες κατά τη διαδικασία της παραγωγής, Να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια είναι τα καινούρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία και πώς αυτά τα στοιχεία συμβάλλουν στην αλλαγή του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι, σε συνάρτηση με τις ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις.
Μέσα από μια τέτοια, παράλληλη εξέταση των εκπαιδευτικών και των ευρύτερων κοινωνικών εξελίξεων είναι εφικτό[ττ5] να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε σωστά τις σύγχρονες καταστάσεις. Η μελέτη των εργασιακών σχέσεων που προωθούνται σήμερα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού[ττ6] παρέχει ένα καλό παράδειγμα αυτής της παράλληλης συνεξέτασης.
Ο τρόπος οργάνωσης της οικονομίας που προωθείται από τις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις και τις κυβερνήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως και στη δική μας χώρα, απαιτεί ένα πιο ευέλικτο και σχετικά αυτοδύναμο εργατικό δυναμικό, ικανό να αναπροσαρμόζεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της. Προωθείται έτσι, και στην κοινωνία και στην εκπαίδευση, το πρότυπο του “απασχολήσιμου“, που κινείται σε ένα περιβάλλον διαρκούς εργασιακής περιπλάνησης και αβεβαιότητας με υψηλά ποσοστά ανεργίας και υπο-απασχόλησης. Οι κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι επιδιώκουν στη συγκεκριμένη συγκυρία, σε ό,τι αφορά τα προγράμματα σπουδών, μια πιο λεπτομερή εξειδίκευση συγκεκριμένων ικανοτήτων που πρέπει να καλλιεργηθούν στο σχολείο, με αποτέλεσμα και οι αντίστοιχες πρακτικές αξιολόγησης να πρέπει να τροποποιηθούν. Αποτέλεσμα αυτής της ιεράρχησης είναι η συνεχής υποβάθμιση των γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων που καλλιεργούν την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητα και προάγουν της ανθρωπιστικές αξίες, και η αναβάθμιση “εργαλειακών” γνώσεων και δεξιοτήτων που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Τομείς σημαντικοί για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων, όπως είναι οι κοινωνικές – ανθρωπιστικές επιστήμες, η αισθητική καλλιέργεια, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η προετοιμασία συνολικά του σύγχρονου ενεργού πολίτη, δεν έχουν τη θέση που τους αρμόζει στο σύγχρονο σχολείο. Αυτή η τάση έχει σοβαρές επιπτώσεις στο έργο μας ως εκπαιδευτικών, γιατί αφυδατώνει τη μόρφωση από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και την καθιστά ένα μέσο για την ατομική επιτυχία. Καλλιεργεί ένα αρνητικό κλίμα στο σχολείο και στην κοινωνία, που αντιμάχεται αξίες στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνοχή και η συνύπαρξη. Από αυτό το κλίμα μέχρι την τελική αποδοχή του πολέμου ως “διεξόδου” στην αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων η απόσταση είναι μικρή.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι, καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός στο διεθνή χώρο, καθίσταται περισσότερο αναγκαία για τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας η υιοθέτηση από μέρους των εργαζομένων μιας αντίστοιχης εργασιακής και οργανωσιακής “κουλτούρας”, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η αποδοχή ανταγωνιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Το εκπαιδευτικό σύστημα επιστρατεύεται από τις κυβερνήσεις για να προετοιμάσει τους μελλοντικούς εργαζόμενους για ένα τέτοιο περιβάλλον και οι διαδικασίες αξιολόγησης αξιοποιούνται και προς αυτή την κατεύθυνση.
Σήμερα προβάλλεται και κυρίως πραγματοποιείται ως απόλυτη αλήθεια – μονόδρομος η άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών εντείνει τον ανταγωνισμό, ότι η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί ευνοϊκότερο για τις επιχειρήσεις περιβάλλον και αυτό οδηγεί αναγκαστικά στον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών για παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. Έτσι η έννοια της ανάπτυξης ταυτίζεται με την κερδοφορία του κεφαλαίου και κανείς άλλος εκτός αυτού δεν δικαιούται τίποτα στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Η άποψη αυτή προβάλλεται ως αυταπόδεικτη και δεν μπορεί παρά να είναι υποχρεωτική για τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες. Ακόμη χειρότερα, και παράλληλα με την αντίληψη για τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Παιδείας, ο αγοραίος οικονομισμός [ττ7] αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση σε σχέση πλήρους υποταγής προς την αγορά, δηλαδή τις επιχειρήσεις. Αντί της μόρφωσης ως βίωσης του πολιτισμού, της καλλιέργειας δηλαδή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης γνώσεων με κριτικό και σφαιρικό τρόπο, προβάλλεται μια περιοριστική αντίληψη που ρίχνει το βάρος της κυρίως στην κατάρτιση.
Η απόλυτη κυριαρχία της αγοράς συνοδεύεται με σημαντικές πολιτισμικές αλλαγές. Αναδεικνύει τις αξίες της ιδιωτικότητας[ττ8] , του αχαλίνωτου ανταγωνισμού, της ατομικής ευμάρειας, της κοινωνικής αναλγησίας, που αποδιώχνουν τις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας της συλλογικότητας δημιουργώντας ένα αποπνικτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί το σχολείο.
Ποια είναι όμως η δική μας, αντίπαλη πρόταση;
Στην αντίληψη που θέλει την παιδεία υπηρέτη των τρεχουσών αναγκών της οικονομίας αντιπαραθέτουμε την αντίληψη ενός αυτόνομου ρόλου της Παιδείας, που ωστόσο δεν περιφρονεί το έδαφος της πραγματικότητας.
Στην αντίληψη που θέλει την Παιδεία μηχανή διάπλασης των νέων σύμφωνα με προεπιλεγμένα πρότυπα, αντιπαραθέτουμε την αντίληψη ότι η Παιδεία πρέπει να προσφέρει τη δυνατότητα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός κριτικά σκεπτόμενου ανθρώπου, που μπορεί να κατανοεί τα προβλήματα της κοινωνίας και του περιβάλλοντος και να παρεμβαίνει ενεργητικά για την αντιμετώπισή τους.
Στην Παιδεία που διαπνέεται από εθνικιστικές αντιλήψεις αντιπαραθέτουμε την Παιδεία που αναγνωρίζει το ρόλο κάθε επιμέρους πολιτισμού, και του ελληνικού, στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας του παγκόσμιου πολιτισμού.
Στην Παιδεία του ατομικισμού, του στενού ωφελιμισμού αντιπαραθέτουμε την Παιδεία των ουμανιστικών αξιών[ττ9] . Στην Παιδεία – εμπόρευμα της ελεύθερης αγοράς αντιπαραθέτουμε την Παιδεία – αγαθό της ελεύθερης επιλογής.
Πριν ενάμιση χρόνο περίπου, στις 28/2/03, οι τέσσερις ομοσπονδίες της χώρας μας, η ΔΟΕ, η ΟΛΜΕ, η ΠΟΣΔΕΠ και η ΟΣΕΠ – ΤΕΙ, καθώς και οι γονείς (ΑΣΓΜΕ), οργανώσαμε μια μεγάλη κινητοποίηση στην Αθήνα, με την ευκαιρία της Συνόδου των Υπουργών Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οργανώσαμε, επίσης, τη γνωστή ως “Αντισύνοδο Παιδείας” στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δηλώναμε τότε ότι μας ενώνει η ριζική αντίθεσή μας στις ακολουθούμενες πολιτικές της Αγοράς, που – συχνά με το πρόσχημα της παγκοσμιοποίησης – προωθούνται από την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της Ε.Ε. – πολιτικές που υποθηκεύουν, για χάρη του κέρδους, το μέλλον της κοινωνίας μας.
Κοινή μας πεποίθηση ήταν ότι μόνο ο κοινός, ενωτικός αγώνας μας θα μπορούσε να ακυρώσει αυτές τις πολιτικές.
Βρεθήκαμε λοιπόν τότε, σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα, για να διατρανώσουμε την ασυμβίβαστη πάλη μας ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση – γιατί αυτή είναι η ουσία της προωθούμενης παγκοσμιοποίησης – , και να διεκδικήσουμε μια παιδεία που θα διαμορφώνει τις συνθήκες για την πολύπλευρη κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, μια παιδεία αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης προς τις προτεραιότητες της αγοράς, μια παιδεία, που καταφάσκει στην ειρήνη, στην πρόοδο, στην αλληλεγγύη και στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Μια τέτοια ενότητα των εργαζομένων είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία σήμερα. Χρειάζεται να οργανωθούν οι δυνάμεις της εργασίας και του πολιτισμού σε τοπική και διεθνή κλίμακα, για να αμφισβητήσουμε και να ακυρώσουμε τους σχεδιασμούς των κάθε λογής κέντρων εξουσίας, που στρέφονται ενάντια στους λαούς του κόσμου. Σ’ αυτή την πορεία χρειάζεται να ξεπεράσουμε προκαταλήψεις και στερεότυπα που δημιουργούν φραγμούς και διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζομένους.
Ας αναρωτηθούμε τι νόημα έχει, για παράδειγμα, η ύπαρξη διαφορετικών εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργάνων σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα, και πόσο πιο δυνατοί και αποτελεσματικοί θα ήμασταν στο πλαίσιο μιας ενιαίας οργάνωσης των εκπαιδευτικών. Για αυτήν την προοπτική αξίζει να καταβάλλουμε όλες μας τις δυνάμεις.
Μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει στη διεκδίκηση μιας Παιδείας που θα υπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες του λαού μας και όχι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Στο παραπάνω κείμενο να επισημάνετε και να αναπτύξετε τα εξής:
1. Ποιο πρότυπο εργαζομένου προβάλλει το παγκοσμιοποιημένο μοντέλο της οικονομίας και γιατί
2. Τι συνέπειες έχει η υιοθέτηση αυτού του μοντέλου στην Εκπαίδευση
3. Ποιες συνέπειες έχει στην Εκπαίδευση ο ανταγωνισμός στην εργασιακή πρακτική
4. Ο αγοραίος οικονομισμός και οι συνέπειές του στην Εκπαίδευση
5. Ποιες προτάσεις διατυπώνει ο συγγραφέας για να αποκτήσει η Παιδεία το πραγματικό της νόημα
6. Ποιες συνεκτικές-διαρθρωτικές λέξεις επισημαίνετε στο κείμενο
[ττ1]Φάρμακο που γιατρεύει τα πάντα-κάτι το ανύπαρκτο
[ττ2]Ανύπαρκτος τόπος-κάτι το εξωπραγματικό
[ττ3]Μυθική μορφή-κάτι το ονειρικό-ανύπαρκτο
[ττ4]σχέσεις
[ττ5]δυνατό,κατορθωτό
[ττ6]πολιτικό-οικονομικό ρεύμα που δέχεται ότι οι τιμές διαμορφώνονται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης
[ττ7]Η τοποθέτηση των οικονομικών συναλλαγών πάνω από όλες τις αξίες,πράγμα που τις καθιστά αγοραίες=χυδαίες
[ττ8]Η ανάδειξη της ατομικής ζωής ως υπέρτατου αγαθού
[ττ9]Ανθρωπιστικών αξιών
Αφήστε μια απάντηση