Art Gallery: Η Σταύρωση του Χριστού μέσα από την Τέχνη
Πηγή: Φωτόδεντρο
“… Σταυρωθέντα …” του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

Γιατί απορρίφθηκε ο Χριστός; Ποια είναι η αιτία αυτού του βαθμιαία αυξανόμενου μίσους, το οποίο βρίσκει την υπέρτατη και αιώνια έκφρασή του στην τρομακτική κραυγή του πλήθους: «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν» (Ιω 1,11); Δεν είναι αλήθεια, πως από την πρώτη στιγμή της φανέρωσης του Χριστού στους ανθρώπους, όλο το έργο Του, όλο Του το κήρυγμα δεν είναι παρά μια συνεχόμενη ενσάρκωση της αγάπης, του αγαθού, της συμπάθειας και του ελέους; Καθώς ο Χριστός διέρχεται μέσα από πόλεις και χωριά τον ακολουθούν πλήθη ανθρώπων, που Του πηγαίνουν τους αρρώστους και τους πάσχοντες, Τον ακούν περιβάλλοντας Τον με μια φαινομενική αγάπη και αφοσίωση. Πού χάθηκε, έπειτα, αυτό το πλήθος, όταν ο Χριστός στεκόταν ενώπιον του αρχιερέως και κατόπιν μπροστά στον Πιλάτο, όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες Τον χτυπούσαν και Τον περιέπαιζαν, όταν διαπέρασαν τα χέρια και τα πόδια Του με καρφιά σταυρώνοντας Τον ή μήπως είναι στην πραγματικότητα αυτό το ίδιο πλήθος, ο ίδιος αυτός λαός; Όμως, αν αληθεύει κάτι τέτοιο, τότε πως μεταστράφηκε η αγάπη τους σε μίσος, πως η αφοσίωσή τους μεταστράφηκε σε απόρριψη; Γιατί ακόμη και ο Πιλάτος λέει «εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν» (Ιω 19,6) και ο κακούργος που σταυρώθηκε δίπλα στον Ιησού λέει «αυτός δε ουδέν άτοπον έπραξε» (Λκ 23,41). Ωστόσο όλοι είναι αδύναμοι μπροστά στην τρομακτική πίεση μίσους, στη βιασύνη να εξαφανιστεί [εκείνος] από προσώπου της γης, στην επιθυμία να τον δολοφονήσουν.
Η εξήγηση που δίνεται στην ευαγγελική αφήγηση είναι απλή, αν είμαστε σε θέση να την ακούσουμε προσεκτικά, να τη σκεφτούμε, να εξοικειωθούμε με αυτήν. Απορρίπτουν τον Χριστό, μισούν τον Χριστό, σταυρώνουν τον Χριστό, όχι εξαιτίας κάποιου πράγματος, ούτε εξαιτίας αυτών των κατασκευασμένων κατηγοριών για τις οποίες ψευδώς και συκοφαντικώς Τον κατήγγειλαν στον Πιλάτο. Ο ίδιος ο Πιλάτος απορρίπτει αυτά τα ψέματα και τις συκοφαντίες ακόμη και τότε που καταδικάζει τον Χριστό σε ένα ταπεινωτικό και φοβερό θάνατο. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια παρανόηση, δεν πρόκειται για κάποιου είδους σύμπτωση. Ο Χριστός σταυρώνεται εξαιτίας της αγαθότητάς Του, της αγάπης Του, του εκτυφλωτικού φωτός που αναβλύζει από αυτόν και το οποίο αποτελεί κάτι που οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν. Δεν μπορούν να το βαστάξουν, γιατί ξεσκεπάζει το κακό που ζουν μέσα τους και το οποίο το απέκρυπταν ακόμη και από τον εαυτό τους. Αυτός είναι ο τρόμος του πεπτωκότος κόσμου, πως το κακό, δηλαδή, όχι μόνο κυριαρχεί αλλά και προβάλλεται ως κάτι αγαθό, που κρύβεται πάντοτε πίσω από την προσωπίδα του αγαθού. Το κακό εγγυάται την επικυριαρχία του στον κόσμο αυτό προβαλλόμενο ως αγαθό! Τώρα και στις μέρες μας επίσης, άνθρωποι σκλαβώνονται, δολοφονούνται, εξαπατώνται, εμπαίζονται, συκοφαντώνται και καταστρέφονται πάντοτε εν ονόματι του καλού, της ελευθερίας και της φροντίδας για την ανθρωπότητα. Κάθε κακό διακηρύσσει πάντοτε ένα μόνο μήνυμα: «Είμαι αγαθό!». Και όχι μόνο το διακηρύσσει αλλά και απαιτεί να κραυγάζουν οι άνθρωποι ακούραστα σε απάντηση: «Είσαι αγαθό, είσαι ελευθερία, είσαι ευτυχία». Το κακό δεν θα μπορούσε να επιτύχει καμία απολύτως νίκη, δεν θα μπορούσε να έχει καμία απολύτως δύναμη σ’ αυτόν τον κόσμο, αν φανερωνόταν ανοιχτά ως κακό. Το κακό θα θριαμβεύει δια της απάτης, προσποιούμενο το αγαθό. Και αυτή η εξαπάτηση επιτρέπει στον άνθρωπο να δικαιολογήσει το μίσος, το φόνο, τη σκλαβιά, τα ψέματα, τον παραλογισμό. Ακριβώς αυτή την απάτη ξεσκεπάζει και κατανικά ο Χριστός. Την αποκαλύπτει και την ξεσκεπάζει, όχι μόνο δια των λόγων του αλλά πρώτα από όλα δια του εαυτού Του, δια της ιδίας της επιφανείας Του, δια της παρουσίας Του. Ο Χριστός αποκαλύπτεται ως μάρτυρας και κάθε εγκληματίας γνωρίζει πως η πρώτη του δουλειά είναι να εξοντώσει κάθε μάρτυρα του εγκλήματος, να προστατεύσει την ιδιότητα του κακού να εμφανίζεται ως αγαθό! «Εγένοντο δε φίλοι … ο τε Ηρώδης και ο Πιλάτος εν αυτή τη ημέρα – της καταδίκης και της δολοφονίας- μετ’ αλλήλων» (Λκ 23,12). Αυτή η σύντομη παρατήρηση του ευαγγελιστού περιέχει όλη την τρομερή αλήθεια για το κακό. Ναι, τα πλήθη ακολουθούν τον Χριστό, όσο αυτός προσέφερε, θεράπευε και ενεργούσε θαύματα. Τα ίδια ακριβώς πλήθη ήταν που Τον παραμέρισαν και που κραύγαζαν «σταύρωσον αυτόν!». Γνώριζαν, με όλη την τρομερή διαίσθηση του κακού, πως θα έμεναν εκτεθειμένοι μπροστά σε αυτόν τον τέλειο άνθρωπο, σε αυτή την τέλεια αγάπη. Γνώριζαν πως μέσω της αγάπης Του, της τελειότητας Του, ο Χριστός απαιτούσε από αυτούς μια ζωή που δεν σκόπευαν να ζήσουν, μια αγάπη, μια αλήθεια, μια τελειότητα που δεν μπορούσαν να αντέξουν. Και αυτός ο μάρτυρας έπρεπε να σιωπήσει, να εξοντωθεί.
Μόνο εδώ – και αυτό είναι ολόκληρο το νόημα, όλο το βάθος του σταυρού και του πάθους – σ’ αυτόν τον φαινομενικό θρίαμβο του κακού, είναι που στην πραγματικότητα θριαμβεύει το αγαθό. Γιατί η νίκη του αγαθού, ξεκινά από εδώ ακριβώς, με το ξεσκέπασμα του κακού ως πραγματικά κακού. Ο αρχιερέας γνωρίζει πως ψεύδεται, ο Πιλάτος γνωρίζει πως καταδικάζει σε θάνατο έναν άνθρωπο που είναι απολύτως αθώος. Και ώρα με την ώρα, βήμα-βήμα, μέσα στο φοβερό αυτό θρίαμβο του κακού αρχίζει να λάμπει το φως της νίκης ολοένα και πιο λαμπερά. Η νίκη μπορεί να διαφανεί στη μετάνοια του σταυρωμένου εγκληματία, στα λόγια του κεντυρίωνα που εκτελούσε τη σταύρωση «αληθώς Θεού υιός ην ούτος»(Μτθ 27,54). … Επαναλαμβάνω, ο σταυρός αρχίζει τη νίκη, η οποία εκπληρώνεται με το θάνατο και την ανάσταση του Εσταυρωμένου.
(Πιστεύω, π. Αλέξανδρος Σμέμαν, εκδόσεις Ακρίτας 2003, σ. 90-95)
Μεγάλη Παρασκευή
Ο Όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης

Κ’ έγυρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
(Το Τραγούδι του Σταυρού, Κωστής Παλαμάς)
“Στον άνθρωπο που έφτασε σε υψηλό αξίωμα αλλά όχι και στην ευτυχία”, του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Από το γράμμα σας σαν να τρέχουν δάκρυα. Κοπιάζατε για να αποκτήσετε μεγάλο τίτλο. Μ’ αυτό νομίζατε πως θα φθάσετε αμέσως στην ευτυχία. Και πολλοί άλλοι γύρω σας έκαναν το ίδιο. Γι’ αυτό έπρεπε να παλεύετε, να σπρώχνετε, να ανησυχείτε. Υπολογίζατε ότι η ευτυχία θα αρχίσει για σας μόλις λάβετε εκείνον τον υψηλό τίτλο. Μέχρι τότε θεωρούσατε τον εαυτό σας δυστυχισμένο, σχεδόν ανύπαρκτο. Επιτέλους φθάσατε το επιθυμούμενο. Μερικές μέρες αισθανόσασταν σαν να ξαναγεννηθήκατε. Έπειτα ήρθε η απογοήτευση.
… Ίσως σας χρησιμεύσει η εξής ιστορία με τα ασημένια κάλπικα νομίσματα:
Σ’ ένα μεγάλο πάρκο ετοίμασαν λαϊκό πανηγύρι. Όμως, χωρίς εισιτήριο κανέναν δεν άφηναν σ’ αυτό το γλέντι. Πολλοί ήθελαν να μπουν, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο. Τότε ένας πλούσιος άνθρωπος θέλοντας να δοκιμάσει τα ανθρώπινα πάθη πέταξε σε ένα σωρό μαζεμένων παιδιών μία γεμάτη χούφτα νομίσματα. Αυτά ήταν όλα ψεύτικα χρυσά νομίσματα, κάλπικα, αλλά μεταξύ τους μόνο ένα δηνάριο από καθαρό ασήμι. Έτρεξαν τα παιδιά για τα κάλπικα νομίσματα, τσακώθηκαν, χτυπήθηκαν, γρατζουνήθηκαν, ώσπου τα μάζεψαν όλα. Για το ασημένιο δηνάριο κανένας δεν πάλεψε, αφού ο καθένας τους σκεπτόταν ο χρυσός είναι πιο ακριβός από το ασήμι. Εκείνοι που άρπαξαν τα κάλπικα νομίσματα τα κρατούσαν στα χέρια τους και αισθανόντουσαν απόλυτα ευτυχείς προς στιγμή. Αλλά γρήγορα συνέβη σ’ αυτούς κάτι απροσδόκητο και πικρό. Όταν πλησίασαν στην πύλη του πάρκου και ζήτησαν τα εισιτήρια, αποδείχθηκε ότι έχουν ψεύτικα νομίσματα και οι φύλακες της πόλης τους πήγαν φυλακή. Μόνο ένας μεταξύ τους υπήρξε σοφός, ο οποίος βλέποντας τι συμβαίνει με τους φίλους του, βιαστικά πέταξε το κάλπικο νόμισμα από το χέρι και έτρεξε και πήρε εκείνο το ασημένιο δηνάριο. Μ’ αυτό το δηνάριο πλήρωσε το εισιτήριο και μπήκε στο πάρκο στο πανηγύρι.
Ποια είναι η ερμηνεία αυτής της ιστορίας; Το πανηγύρι είναι η Βασιλεία των Ουρανών ή το Βασίλειο της Αθάνατης Ευτυχίας. Τα κάλπικα νομίσματα είναι οι επιθυμίες της σάρκας και η γήινη ματαιότητα και οι αυταπάτες που απομακρύνουν τους ανθρώπους από το βασίλειο της πραγματικής ευτυχίας και τους πηγαίνουν στο βασίλειο του βασάνου και του σκοταδιού. Το καθαρό ασήμι παρουσίαζει την εσωτερική αγαθότητα και αλήθεια του δίκαιου ανθρώπου. Τα παιδιά της πλεονεξίας για το απατηλό γυαλιστερό αυτού του κόσμου είναι οι αμαρτωλοί. Εκείνο το τελευταίο παιδί, το οποίο πέταξε το ψεύτικο χρυσό και δέχτηκε το πραγματικό ασήμι σημαίνει τον μετανιωμένο αμαρτωλό.
(Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται…, αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδόσεις Εν πλω, σ190-192)
“Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;”, Λέων Τολστόι
Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ έναν άλλο αγρότη που ήρθε πάνω από τον Βόλγα καθώς επίσης κι έναν πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος. Από αυτούς, λοιπόν, ο Παχόμ έμαθε για τις απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει ο καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Αυτούς τους έλεγαν «Μπασκίρς.»
Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.
«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.
«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν.
Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.
«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»
«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.
«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια.»
Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.
«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη.»
Ο αρχηγός τους γέλασε.
«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».
Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’ έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.
Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν… ο εαυτός του!
Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.
Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.
Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.
Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως.
Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.
Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του.
“Περί της εν Χριστώ ζωής” του αγ. Νικολάου Καβάσιλα (14ος αι)
11. Τόσο τέλειο είναι το Μυστήριο αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο Μυστήριο, και μας οδηγεί στην ίδια την κορυφή των αγαθών, όπου βρίσκεται και ο έσχατος σκοπός κάθε ανθρώπινης προσπάθειας. Και τούτο, γιατί στο Μυστήριο αυτό συναντούμε τον Ίδιο τον Θεό, ο Οποίος ενώνεται μαζί μας με την πιο τέλεια ένωση. Ποιά τελειότερη ένωση θα μπορούσε να υπάρξη από το γίνουμε “εν πνεύμα” (Α΄Κορ 6,17) με τον Θεό;
26. Όπως όταν η άγρια ελιά εγκεντρισθή στην ήμερη, μετατρέπεται σε ήμερη, και ο καρπός της δεν μοιάζει πια καθόλου με τον άγριο, το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Μόνη της δεν αποφέρει κανένα καρπό· μόλις όμως ενωθούμε με τον Χριστό μεταλαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα Του, μας δίνει αμέσως τα μεγαλύτερα αγαθά: την άφεση των αμαρτιών και την κληρονομία της Βασιλείας του Θεού, τα οποία είναι καρπός της θείας δικαιοσύνης.
31. Το Μυστήριο αυτό είναι φως για όσους έχουν καθαρθή, καθάρσιο για όσους βρίσκονται στο στάδιο της καθάρσεως και ενίσχυση για όσους αγωνίζονται εναντίον του πονηρού και των παθών (ο άγιος αναφέρεται στις τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής: την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση). Οι πρώτοι, σαν οφθαλμός που καθαρίστηκε από την τσίμπλα, δεν έχουν παρά να δεχθούν “το Φως του κόσμου” (Ιω 8,12). Εκείνους πάλι που έχουν ανάγκη καθάρσεως, τι άλλο θα μπορούσε να τους καθαρίση; “Το Αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας” (Α΄Ιω 1.7), λέει ο κατ’ εξοχήν ηγαπημένος του Χριστού Ιωάννης. Όσο για τη νίκη εναντίον του πονηρού, ποιος δεν γνωρίζει ότι την κέρδισε μόνον ο Χριστός, του Οποίου το Σώμα είναι μοναδικό τρόπαιο κατά της αμαρτίας; Με το Σώμα αυτό “μπορεί να βοηθήση όσους δοκιμάζονται από πειρασμούς” μια που με αυτό “έπαθε ο Ίδιος και δοκιμάστηκε και νίκησε τους πειρασμούς” (Εβρ 2,18)
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι το τέλος και η ολοκλήρωση των άλλων Μυστηρίων· είναι “Μυστήριον Μυστηρίων και τελετών απασών τελετή”, όπως το χαρακτηρίζει ο αγ. Συμεών Θεσσαλονίκης (Περί της Ιεράς Λειτουργίας, οη΄, PG 155, 253c), διότι το Μυστήριο αυτό συνιστά και φανερώνει κατ’ εξοχήν την Εκκλησία. Γι’ αυτό παλαιότερα όλα τα Μυστήρια ήταν ενταγμένα και τελούνταν κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας.
Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά, αγ. Νικολάου Καβάσιλα, Ιερόν Ησυχαστήριον “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2004 σ. 197, 211, 215
Μεγάλη Πέμπτη. Ο Μυστικός Δείπνος, του πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν
Ο Όρθρος της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Τετάρτης

Δύο βασικά γεγονότα χαρακτηρίζουν τις ιερές ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης: ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου Ιησού Χριστού με τους μαθητές Του και η προδοσία του Ιούδα. Το βαθύτερο νόημα και των δύο αυτών γεγονότων είναι η αγάπη. Ο Μυστικός Δείπνος είναι η εσχατολογική αποκάλυψη της σωτηριώδους αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, της αγάπης που είναι η καρδιά της σωτηρίας. Η προδοσία του Ιούδα αποκαλύπτει ότι η αμαρτία, ο θάνατος και η αυτοκαταστροφή οφείλονται επίσης στην αγάπη· αλλά σε μια αγάπη καταστροφική, μια αγάπη που διαιρεί, διαλύει και οδηγεί εκεί που κάθε άλλο παρά αγάπη κυριαρχεί. Ακριβώς εδώ βρίσκεται το μυστήριο τούτης της μοναδικής ημέρας, της Μεγάλης Πέμπτης. Οι ιερές ακολουθίες της, όπου το φως και το σκοτάδι, η χαρά και η λύπη είναι παράξένα αναμειγμένα, μας προκαλούν σε μια επιλογή από την οποία εξαρτάται ο τελικός προορισμός του καθενός από μας.
«Προ δε της εορτής του Πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα… αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς…» (Ιω. 13, 1). Για να καταλάβουμε το νόημα του μυστικού Δείπνου θα πρέπει να τον δούμε σαν τέλος της μεγαλειώδους ενέργειας της Θείας Αγάπης, η οποία άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου και τώρα ολοκληρώνεται με το Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
«Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιω. 4, 8). Και το πρώτο δώρο της Αγάπης ήταν η ζωή . Το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής ήταν η κοινωνία. Για να ζήσει ο άνθρωπος έπρεπε να τρώει και να πίνει, να συμμετέχει στη ζωή του κόσμου. Έτσι ο κόσμος ήταν θεία αγάπη που έγινε τροφή, έγινε Σώμα του ανθρώπου. Και όντας ζωντανός, δηλαδή συμμετέχοντας στον κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σε κοινωνία με τον Θεό, να βρει νόημα στον Θεό, να βρει σ’ Αυτόν το περιεχόμενο και το τέλος της ζωής του. Κοινωνία με τον κόσμο – το δημιούργημα του Θεού – ήταν πραγματική κοινωνία με τον Θεό.
Ο άνθρωπος έλαβε την τροφή του από τον Θεό και κάνοντας την σώμα του και ζωή του, πρόσφερε ολόκληρο τον κόσμο στον Θεό μεταμορφώνοντας τον σε ζωή «εν Χριστώ». Η αγάπη του Θεού έδωσε στον άνθρωπο ζωή, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό μεταμόρφωσε αυτή τη ζωή σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτός ήταν ο Παράδεισος . Η ζωή στον παράδεισο ήταν, πραγματικά, ευχαριστιακή . Μέσα από τον άνθρωπο και την αγάπη του για τον Θεό, όλη η δημιουργία επρόκειτο να αγιαστεί και να μεταμορφωθεί σ’ ένα μυστήριο της Θείας Παρουσίας και ο άνθρωπος θα ήταν ο λειτουργός αυτού του μυστηρίου.
Με την αμαρτία όμως ο άνθρωπος έχασε αυτή την ευχαριστιακή ζωή. Την έχασε γιατί έπαψε να βλέπει τον κόσμο σαν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό, και τη ζωή του σαν ευχαριστία, σαν λατρεία και ευγνωμοσύνη… Αγάπησε τον εαυτό του για τον εαυτό του και τον κόσμο για τον κόσμο. Έκανε τον εαυτό του και τον κόσμο αυτοσκοπό. Αγάπησε τόσο τον εαυτό του ώστε τον έκανε το κέντρο, το περιεχόμενο και το τέλος της ύπαρξης του. Πίστεψε ότι η πείνα και η δίψα του, δηλαδή η εξάρτηση της ζωής του από τον κόσμο, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από αυτόν τον κόσμο, από την τροφή που προσφέρει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος και η τροφή, από τη στιγμή που αποχωρίζονται από το αρχικό μυστηριακό νόημα τους – σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό – από τη στιγμή που δεν προσλαμβάνονται σαν δώρα του Θεού και δεν ικανοποιούν την πείνα και τη δίψα για τον Θεό, παύουν να προσφέρουν κάποια ικανοποίηση και κάποιο πλήρωμα. Με αλλά λόγια, όταν ο Θεός δεν είναι πια το αληθινό περιεχόμενο και το νόημα της ζωής του κόσμου, παύει να ικανοποιείται η πείνα και η δίψα γιατί ο κόσμος δεν έχει αυτοζωή… Έτσι τοποθετώντας σ’ αυτά την αγάπη του ο άνθρωπος ξέκοψε από το μόνο αντικείμενο όλης της αγάπης, όλης της πείνας, όλων των επιθυμιών. Και πέθανε. Πέθανε γιατί ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη «αποσύνθεση» της ζωής της ξεκομμένης από τη μόνη πηγή και το αυθεντικό περιεχόμενο.
Ο άνθρωπος αντί να βρει ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο και στην τροφή που του προσφέρει ο κόσμος, βρήκε το θάνατο. Η ζωή έγινε πια κοινωνία με το θάνατο αντί να μεταμορφώνει τον κόσμο μέσα από την πίστη, την αγάπη, τη λατρεία του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Ο άνθρωπος υποτάχτηκε εξ ολοκλήρου στον κόσμο, έπαψε να είναι ο λειτουργός του και έγινε ο σκλάβος του. Με την αμαρτία του ολόκληρος ο κόσμος έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο διότι είναι «καθήμενοι εν χώρα και σκιά θανάτου…» (Ματθ. 4, 16).
Αν και ο άνθρωπος πρόδωσε, ο θεός όμως έμεινε πιστός στον άνθρωπο, δεν έστριψε τα νώτα του. «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος, ο εποίησας Αγαθέ, ουδέ επελάθου έργου χειρών σου, αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως δια σπλάχνα ελέους σου». (Ευχή από τη Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου). Ένα καινούργιο θεϊκό έργο άρχισε · το έργο της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Και ολοκληρώθηκε, το έργο αυτό, με τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, ο οποίος, για να επανορθώσει τον άνθρωπο στο «αρχαίο κάλλος» του και να επαναφέρει τη ζωή στο επίπεδο της κοινωνίας με το Δημιουργό της, έγινε Άνθρωπος. Προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας με όλα τα χαρακτηριστικά της: την πείνα, τη δίψα, τη λαχτάρα για αγάπη, για ζωή. Στο πρόσωπο του ενανθρωπίσαντος Χριστού αποκαλύφθηκε η αληθινή ζωή η οποία είχε αρχικά δοθεί στον άνθρωπο σαν πλήρης και τέλεια Ευχαριστία, σαν πλήρης και τέλεια κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεάνθρωπος Χριστός αρνήθηκε τον βασικό ανθρώπινο πειρασμό: να ζήσει «επ’ άρτω μόνο». Αποκάλυψε ότι ο Θεός και η Βασιλεία Του είναι ο πραγματικός άρτος, η πραγματική ζωή του ανθρώπου. Αυτή την τέλεια ευχαριστιακή Ζωή, τη γεμάτη από τον Θεό – και κατά συνέπεια θεία και αθάνατη ζωή – την έδωσε σε όλους τους πιστούς Του. Δηλαδή οι πιστοί στον θεό βρίσκουν σ’ Αυτόν το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής τους. Ακριβώς αυτό είναι το βαθύτερο, το υπέροχο νόημα του Μυστικού Δείπνου.
Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον Εαυτό Του σαν την αληθινή, την ουσιαστική τροφή του άνθρωπου, γιατί η ζωή του Χριστού είναι η αληθινή ζωή. Έτσι η κίνηση της Θείας Αγάπης που είχε αρχίσει στον Παράδεισο με την προσφορά του Θεού «από παντός ξύλου εν τω Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφή είναι η ζωή του ανθρώπου) φτάνει τώρα στην αποκορύφωση της με κείνο το θεϊκό «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (γιατί ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου). Ο Μυστικός Δείπνος, λοιπόν, είναι η αποκατάσταση του Παραδείσου της τρυφής , αποκατάσταση της ζωής σαν Ευχαριστία και Κοινωνία.
Αλλά αυτή η ώρα της έσχατης Αγάπης είναι επίσης και η ώρα της έσχατης προδοσίας. Ο Ιούδας εγκαταλείπει το φως που πλημμύριζε το «Μέγα Ανώγαιον» και μπαίνει στο σκοτάδι. «Λαβών ουν το ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν · ην δε νυξ» (Ιω. 13, 30). Γιατί έφυγε; Διότι αγαπούσε , απαντάει το Ευαγγέλιο. Και αυτή η μοιραία (θανατηφόρα) αγάπη τονίζεται επαναληπτικά στους ύμνους της Μεγάλης Πέμπτης. «Ο τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ιούδα · νοσών γαρ φιλαργυρίαν, εκέρδησας μισανθρωπίαν · ει γαρ πλούτον ηγάπας, τι τω περί πτώχειας διδάσκοντι εφοίτας; ει δε και εφίλεις, ίνα τι επώλεις τον ατίμητον;…». Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι αντικείμενο της αγάπης του Ιούδα ήταν ο «χρυσός». Ο χρυσός , το χρήμα εδώ αντιπροσωπεύει όλες τις διεστραμμένες και καταστρεπτικές αγάπες που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση του Θεού. Είναι, στην πραγματικότητα αγάπη κλεμένη από τον Θεό και ακριβώς γι’ αυτό ο Ιούδας είναι ο κλέφτης. Και όταν κάποιος δεν αγαπάει τον Θεό και γενικά η αγάπη του δεν προέρχεται από τον Θεό, ακόμα και τότε ο άνθρωπος αγαπάει και επιθυμεί – γιατί είναι δημιουργημένος ν’ αγαπάει και η αγάπη είναι η φύση του – αλλά ένα σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό πάθος τον οδηγεί στο θάνατο.
Κάθε χρόνο καθώς γιορτάζουμε τη μεγάλη αυτή ημέρα της Αγίας Πέμπτης και βυθιζόμαστε στο ατέρμονο φως της και στα απύθμενα βάθη των νοημάτων της ημέρας αυτής, η ίδια αποφασιστική ερώτηση απευθύνεται στον καθένα από μας: εγώ ανταποκρίνομαι στην αγάπη του Θεού και την αποδέχομαι σαν ζωή μου, ή ακολουθώ τον Ιούδα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας του;
Οι ακολουθίες της Μεγάλης Πέμπτης περιλαμβάνουν τον Όρθρο, τον Εσπερινό και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Παλαιά στους Καθεδρικούς Ναούς τελούσαν την ειδική ακολουθία του «Νιπτήρος» μετά τη Θεία Λειτουργία. Σήμερα αυτό γίνεται σε ελάχιστα μοναστήρια. Ενώ ο Διάκονος διαβάζει το Ευαγγέλιο, ο Επίσκοπος (ή ο Ηγούμενος) πλένει τα πόδια δώδεκα ιερέων (ή μοναχών), γεγονός που θυμίζει ότι η αγάπη του Χριστού είναι το θεμέλιο της ζωής της Εκκλησίας και χαρακτηρίζει όλες τις σχέσεις μέσα στην Εκκλησία. Επίσης στις πρώτες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συνηθιζόταν παλαιά να γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη η ακολουθία του Αγίου Μύρου το οποίο χρησιμοποιείται στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος. Σήμερα όμως το Άγιο Μύρο ετοιμάζεται μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως σε ειδική ακολουθία τη Μεγάλη Πέμπτη. Στην ακολουθία αυτή παίρνουν μέρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, o ι Μητροπολίτες και όλος ο κλήρος του Αγίου Θρόνου. Με το Άγιο Χρίσμα που παίρνουμε μετά τη βάπτιση μας δεχόμαστε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η καινούργια αγάπη, που φέρνει ο Χριστός στη γη, μας σφραγίζει την ημέρα που, σαν νέα μέλη, μπαίνουμε στην Εκκλησία .
Στον Όρθρο τα τροπάρια τονίζουν το θέμα της ημέρας που είναι η αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη του Χριστού και στην «ακόρεστη ψυχή» του Ιούδα. Ένα από τα πολλά τροπάρια μας λέει:
«Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας εσκοτίζετο · και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον · φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα σοι»
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκά 22, 1-39) είναι η εξιστόρηση των γεγονότων που έγιναν σε κείνο το «ανώγαιον μέγα εστρωμένον». Ακολουθεί ο ωραιότατος κανόνας – γεμάτος με θεολογικά νοήματα – ποίημα Κοσμά Μονάχου: «Τμηθείση τμάται, πόντος ερυθρός…». Αυτός μας δίνει την ώθηση για αυτοσυγκέντρωση και σκέψη πάνω στο εσχατολογικό νόημα του Μυστικού Δείπνου. Ο τελευταίος Ειρμός της 9ης Ωδής μας καλεί να πάρουμε μέρος στο αθάνατο τραπέζι που με δεσποτική φιλοξενία μας παρέχει ο Κύριος:
«Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί, πιστοί, δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα Λόγον, εκ του Λόγου μαθόντες, ον μεγαλύνομεν»
Στον Εσπερινό μετά το «Κύριε, εκέκραξα προς σε…» στα ιδιόμελα των Αίνων που ακολουθούν τονίζεται η φοβερή πνευματική παρακμή του Ιούδα: Η προδοσία. Αντιπροσωπευτικό είναι το εξής στιχηρό:
«Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος, εκ των έργων απεφάνθη. Ηκολούθει γαρ τω Διδασκάλω, και καθ’ εαυτόν εμελέτα την προδοσίαν · έλεγεν εν εαυτώ · Παραδώσω τούτον, και κερδήσω τα συναχθέντα χρήματα · Επεζήτει δε και το μύρον πραθήναι, και τον Ιησούν δόλω κρατηθήναι · Απέδωκεν ασπασμόν, παρέδωκε τον Χριστόν και ως πρόβατον επί σφαγήν, ούτως ηκολούθει, ο μόνος εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος»
Μετά την Είσοδο του ιερού Ευαγγελίου διαβάζονται τρία αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη:
1) Έξοδος 19, 10-19. Ο Θεός «εν γνόφω» κατέρχεται στο όρος Σινά και ο Μωυσης με το λαό εξέρχεται σε συνάντηση Του. Αυτό προεικονίζει την έλευση του Χριστού στον κόσμο και μάλιστα στην Ευχαριστιακή συνάντηση.
2) Ιώβ 38, 1-23, 42, 1-5. Ο Θεός συνομιλεί με τον Ιώβ, και ο Ιώβ άπαντα: «… τις δε αναγγέλλει μοι α ουκ ήδειν, μεγάλα και θαυμαστά, α ουκ επιστάμην;» Και αυτά τα «μεγάλα και θαυμαστά» εκπληρώνονται τώρα σε τούτο το υπέρλαμπρο «Ανώγαιον» με τα ύψιστα Δώρα: το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
3) Ησαΐας 50, 4-11. Οι προφητείες για τα Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπον μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων…»
Στον Απόστολο διαβάζεται από την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή (11, 23-32) η περιγραφή του Μυστικού Δείπνου και το νόημα της Θείας Κοινωνίας όπως τα δίνει ο Απόστολος Παύλος.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακολουθεί, είναι το μεγαλύτερο σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, και είναι κομμάτια και από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Αναφέρει όλη την ιστορία του Μυστικού Δείπνου, της προδοσίας του Ιούδα, και της σύλληψης του Ιησού Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής.
Ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου αντί του Χερουβικού Ύμνου και του Κοινωνικού ψάλλεται ο ύμνος που λέμε πάντα πριν από τη Θεία Κοινωνία:
«Του Δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε · ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω, ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας. Αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι · Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»
Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990
Μεγάλη Τετάρτη
Ο Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης
Ιδιόμελον. Ήχος πλ. δ’.
Ποίημα Κασσιανής Μοναχής
Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα Γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι,
προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πληγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ·
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους Ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει·
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχους·
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Διαβάστε τη Μετάφραση αυτού του αριστουργήματος της Βυζαντινής Υμνογραφίας και ακούστε το από το Αρχείο της Δόμνας Σαμίου πατώντας εδώ
Μετάφραση από τον Φώτη Κόντογλου
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Κασσιανή η Υμνωδός
«Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση και συνδύασε τη λαμπρή συναισθηματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια» (Karl Krumbacher)
Η Κασσιανή είναι Αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι μια παρεξηγημένη προσωπικότητα από πολλούς και πάρα πολλοί μύθοι κυκλοφορούν για το πρόσωπό της και τη σχέση της με τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η Αγία Κασσιανή όμως ποτέ δεν είχε σχέση με το Θεόφιλο. Βιογραφικά στοιχεία αντλούμε από Βυζαντινούς χρονογράφους (Κωδινός, Γλυκάς, Πτωχοπρόδρομος, Ζωναράς, Γεώργιος Αμαρτωλός κ.α.). Από τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν καταγεγραμμένα φαίνεται ότι η Κασσιανή είχε ευγενική καταγωγή, αρετές και καλή μόρφωση. Το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε ήταν το ποιητικό ταλέντο, δεμένο με την πίστη στον Ιησού. Ας δούμε όμως τι γράφει συγκεκριμένα ο μεγάλος βυζαντινός λογοτέχνης Κρουμβάχερ: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση και συνδύασε τη λαμπρή συναισθηματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια».
Σύμφωνα με τους βυζαντινούς χρονογράφους το έτος 830 μ.Χ. η μητριά του Θεόφιλου Ευφροσύνη, κάλεσε στο Τρίκλινο των ανακτόρων τις ωραιότερες κόρες του Βυζαντίου, επιθυμώντας να βρει άξια σύζυγο ο θετός γιος της. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Κασσιανή την οποία πρόσεξε ο Θεόφιλος και ίσως για να την δοκιμάσει ή για να διαπιστώσει αν η εξυπνάδα της ήταν ισότιμη με το κάλλος της, την παρατήρησε λέγοντας «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλαδή από τη γυναίκα προέρχονται όλα τα κακά (εννοώντας την Εύα). Η Κασσιανή χωρίς να ταραχθεί απάντησε με θάρρος «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείτω», δηλαδή από τη γυναίκα προέρχονται όλα τα καλά (εννοώντας την Παναγία, η οποία γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου Χριστό). Ντροπιασμένος και θυμωμένος ο Θεόφιλος της είπε «ω γύναι! Είθε να εσίγας» και διάλεξε για σύζυγό του τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία, δίδοντάς της και το χρυσό μήλο της εκλογής.
Η Κασσιανή καθόλου δεν στενοχωρήθηκε από το γεγονός, ούτε βίωσε κάποια ερωτική απογοήτευση, όπως κακώς πιστεύεται από πολλούς, αλλά πλημμυρισμένη από Θείο έρωτα εγκατέλειψε τα πρόσκαιρα και έγινε αργότερα Μοναχή, ιδρύοντας και τη Μονή της Κασσίας ή Εικασσίας ή Κασσιανής. Εκεί επιδόθηκε με θέρμη στα Μοναχικά της καθήκοντα, στη μελέτη του Θείου Λόγου, των Πατέρων της Εκκλησίας και στη συγγραφή Εκκλησιαστικών ύμνων και τροπαρίων για διάφορα γεγονότα. Μερικά από τα χαρακτηριστικότερα τροπάριά της είναι το δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος», οι ειρμοί του κανόνα του Μ. Σαββάτου «Κύμματι θαλάσσης» κ.α. με πιο χαρακτηριστικό το Δοξαστικό «Κύριε η εν πολλές αμαρτίες».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Θεόφιλος συνέχισε να ενοχλεί στο Μοναστήρι την Κασσιανή. Όταν μάλιστα έγραφε το τροπάριο για την μετανοημένη πόρνη, λέγεται πως ο Θεόφιλος την αναζητούσε στο Μοναστήρι. Μόλις το αντιλήφθηκε η Κασσιανή, παράτησε τις σημειώσεις και έφυγε να κρυφτεί. Ο Θεόφιλος βρήκε το χειρόγραφό της μισοτελειωμένο στη φράση «ων (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν» και συμπλήρωσε ο ίδιος τα παρακάτω λόγια «κρότων τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη», κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο της Κασσιανής από την παρουσία του ίδιου. Η Κασσιανή δεν έσβησε τα πρόσθετα λόγια, αλλά συμπλήρωσε ως εξής «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».
Αρκετοί πιστεύουν (λανθασμένα) ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Όπως όμως διαβάζουμε στον βίο της, από πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους
Αξίζει να αναφέρουμε ότι εκτός από τη θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με κοινωνική ποίηση, γνωμικά και επιγράμματα. Τα θέματά της είχαν αναφορά στο χαρακτήρα του ανθρώπου, στους καλούς τρόπους, τη γυναίκα, τη φιλία, την ευτυχία, το ήθος κ.α. Η Κασσιανή εκοιμήθη στις 7 Σεπτεμβρίου στην ιδιαίτερη πατρίδα της την Κάσο. Μέχρι σήμερα υπάρχει η λάρνακα και το ψηφιδωτό, καθώς και εντοιχισμένη πλάκα με χρονολογία 890 μ.Χ.
Τα λείψανα της Αγίας Κασσιανής μεταφέρθηκαν αργότερα στην Ικαρία.