«Η Φάτνη», του Γιώργου Θέμελη
“Τα σακιά”, της Ιωάννας Καρυστιάνη

Όσα δεν λέγονται, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας.
Ο καθείς δίνει κι έναν αγώνα σιωπής.
Ιωάννα Καρυστιάνη,Τα σακιά, εκδόσεις Καστανιώτη
“Ο δρόμος που δεν πήρα”, του Robert Lee Frost
Σ’ ένα κιτρινισμένο δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, και εγώ
λυπόμουν που να πάρω και τους δυο τους δρόμους δε γινόταν,
γιατί ένας ταξιδιώτης ήμουν, στάθηκα πολύ καιρό
και κάτω κοίταζα τον ένα ως το μακρινό
σημείο που έγερνε και μέσα στα χαμόκλαδα χανόταν.
Ύστερα, δίκαια κι ωραία, πήρα, αποφασισμένος,
τον άλλο δρόμο, κι ίσως να ήτανε και τυχερό
μια κι ήτανε απάτητος, χορταριασμένος·
Αν και εκεί μπροστά μου ήτανε φθαρμένος·
στην αρχή τους ήταν όμοιοι και οι δυο.
Όμοιοι απλώνονταν μπροστά μου εκείνο το πρωί
στα φύλλα επάνω ούτε βήμα δε φαινόταν να’ χει κάνει πίσω.
Ώ! Άφησα τον πρώτο για μια άλλη μέρα! Επειδή
όμως ήξερα πως ο ένας δρόμος σε άλλον οδηγεί
αμφέβαλλα αν ποτέ μου θα μπορούσα να γυρίσω πίσω.
Σε κάποιο τόπο θα το λέω μετά από καιρό
αναστενάζοντας χρόνια και χρόνια μετά:
πως σ’ ένα δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, κι εγώ –
πήρα τον δρόμο τον λιγότερο πεπατημένο, κι αυτό
έκανε όλη τη διαφορά.
(μτφ. Δάφνη Χρονοπούλου)
Η Σχολική Βιβλιοθήκη υποδέχεται τα Χριστούγεννα!

Χριστούγεννα θα πει:
να ζεις με ελπίδα,
να δίνεις τα χέρια για συμφιλίωση,
να δέχεσαι ξένους,
να βοηθάς να γίνεται το καλό,
να σκουπίζεις δάκρυα.
Κάθε φορά που κάποιος
χαρίζει σε κάποιον αγάπη,
όταν η ανάγκη του δύστυχου λιγοστεύει,
όταν οι καρδιές είναι ευχαριστημένες
και ευτυχισμένες,
όταν κατεβαίνει ο Θεός από τον ουρανό
και φέρνει φως:
τότε είναι Χριστούγεννα.
(Τι θα πει Χριστούγεννα, από την Αϊτή)
![]() |
![]() |
Στολίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας!
Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (11 Δεκεμβρίου 1918 – 2008)
“Όλος ο ανθρωπισμός κλεισμένος σε έναν καρπό, διότι ο πυρήνας του είναι η αγάπη για τον άνθρωπο. Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αυτού του χρόνου έχει προσφερθεί στον κήρυκα ενός τέτοιου ουμανισμού” ήταν η προσφώνηση της Σουηδικής Ακαδημίας κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Σολζενίτσιν.

Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (ρωσικά: Алекса́ндр Иса́евич Солжени́цын · Κισλοβόντσκ, 11 Δεκεμβρίου 1918 – Μόσχα, 3 Αυγούστου 2008) ήταν Ρώσος μυθιστοριογράφος, ιστορικός και διηγηματογράφος.
Είναι γνωστός κυρίως για τα ημιαυτοβιογραφικά έργα του Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς και Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970.
Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει τίτλο “Πρώτος Κύκλος“, γράφτηκε από το 1955 έως το 1964 και θεωρείται από ορισμένους ως το καλύτερό του. Δημοσιεύτηκε το 1968. Είναι μυθιστόρημα χωρίς ήρωα κι αυτός που πρωταγωνιστεί είναι η σκλαβιά, η αδυναμία μιας ομάδας ανθρώπων να μπορούν να βγουν από το δεσμωτήριό τους. Πρόκειται για το Ινστιτούτο Απόρρητων Μελετών που εδρεύει στο Μαβρίνο, προάστειο της Μόσχας. Είναι το Ερευνητικό Κέντρο της Μυστικής Αστυνομίας, στο οποίο εργάστηκε για λίγο κι ο Σολζενίτσιν. Βασικό θέμα του μυθιστορήματος είναι το ηθικό δίλλημα των έγκλειστων επιστημόνων, που πρέπει να αποφασίσουν αν θα συνεργαστούν με τις Αρχές για την κατασκευή οργάνων μυστικής παρακολούθησης πολιτών για τη χειραγώγηση του ρωσικού λαού, ώστε να εκτίσουν την ποινή τους σε ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, ή, θα αρνηθούν, με αποτέλεσμα να επιστρέψουν στις βάναυσες συνθήκες εργασίας των Γκούλαγκ. Ο Βολόντιν (που είναι ένας από τους πιο συμπαθείς ήρωες του μυθιστορήματος) ειδοποιεί έναν συνεργάτη του ώστε να προλάβει και να μην συλληφθεί. Πράγμα που το καταφέρνει, με συνέπεια, όμως, να συλληφθεί ο ίδιος. Ο Νέρζιν, το alter ego του Σολζενίτσιν, όταν μαθαίνει το αντικείμενο της εργασίας για το οποίο τον μετέφεραν στο Ινστιτούτο (ως μαθηματικός επιστήμονας που είναι), ζητάει να επιστρέψει ξανά πίσω στο στρατόπεδο, στα Γκούλαγκ. Και οι δύο αυτές πράξεις θυσίας απηχούν την αντίληψη που έχει ο ίδιος ο Σολζενίτσιν, ο οποίος θεωρεί τη θυσία την ανώτερη των αρετών. Η υπόθεση διαρκεί μόλις τρεις ημέρες του 1949 και η δράση είναι στατική και πολυπρόσωπη.
“Αγάπες”, του Κωστή Παλαμά
Ἄλλοι ἀγαπᾶν τὰ ντροπαλὰ καὶ τὰ μικρούλια,
μέσ᾿ στὰ κλουβιὰ γλυκοταΐζουν τὰ πουλάκια,
μὲ τοῦ περιβολιοῦ στολίζονται τὰ γιούλια,
καὶ πίνουν τὸ νερὸ ποὺ κελαϊδεῖ στὰ ρυάκια.
Εὐφραίνουν ἄλλους γύρω στῆς γωνιᾶς τὰ θράκια
τὰ παραμύθια· ἄλλοι γρικᾶν τὰ νυχτοπούλια
καὶ σπαρταρᾶν· κι ἄλλοι, τρανοῦ καημοῦ σκλαβάκια,
λιβάνι καῖνε ἁγνὸ στῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.
Κι ἄλλοι βαθιοὺς διψᾶν τοὺς ἴσκιους μέσ᾿ στὰ δάση,
καὶ σεντεφένια τὴν αὐγή, καὶ ματωμένη
τὴ δύση, τὴ γυμνὴ ἐρημιὰ φωτοκαμένη·
ἐσένα ἀγάπη δὲ σὲ δένει μὲ τὴν πλάση·
ἐκεῖ ποὺ σμίγ᾿ ἡ θάλασσα μὲ τὸν αἰθέρα
δρόμο ζητᾶς γιὰ νὰ διαβῆς· νὰ φύγης πέρα!
1896
Ἀσάλευτη ζωή, 1904, Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 29
”To ζεστό ρούχο της μοναξιάς μου”, του Κριστιάν Νίρκα
“Φορούσα το ζεστό ρούχο της μοναξιάς μου
όταν με κρύωναν οι άνθρωποι τριγύρω….
Δεν ένιωσα όμως ποτέ μου μόνος.
Παρέα μου, οι λέξεις, οι εικόνες, οι ήχοι.
Οι ήρωες που έχτιζα στο μυαλό μου,
τα σενάρια, τα ταξίδια στους λαβυρίνθους της φαντασίας και των συναισθημάτων.
Ήμουν τόσο ίδιος και κοινός, τόσο μικρός στον κόσμο,
μα ένιωθα μεγάλος με τους κόσμους που κουβαλούσα μέσα μου.”
(via ITravelPoetry)











