Αρχική » Ποίηση (Σελίδα 2)
Αρχείο κατηγορίας Ποίηση
Τι είναι ένα ποίημα;
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο.
Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει.
Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο,
ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο.
Αυτό είναι το ποίημα»
Κική Δημουλά (1931 – 2020, ποιήτρια)
«Αλλά τα βράδια» του Τάσου Λειβαδίτη (1922 – 1988)
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…
(Απόσπασμα. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το ποίημα πατώντας εδώ)
Πηγή: Φωτόδεντρο
«Τα Νησιά της Ελλάδας», Lord Byron
«Αν είμαι ποιητής, ο αέρας της Ελλάδας με έχει κάνει»
1.
Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι’ ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
2.
Ω του Ομήρου η μούσα τώρα, του Ανακρέοντα η λαλιά,
Οι παλικαρίσιες άρπες κι οι κιθάρες των ερώτων,
Νιώθουν δόξες πώχει διώξει κάθε μια σου ακρογιαλιά,
Κι οι μεριές που τις γεννήσαν δεν ακούνε τον ηχό των,
Όπου μυριαντιλαλιέται, ξακουσμένος κι απ’ τη Δύση
Πέρα, εκεί που στων Μακάρων τα νησιά γελάει η φύση.
3.
Βλέπουν μέσ’ στον Μαραθώνα τα ολοτρίγυρα βουνά
Και θωράει κι ο Μαραθώνας το γιαλό που απλώνει χάμου.
Στέκω, συλλογιέται ο νους μου ξεχασμένος, και γυρνά,
Κι ονειρεύομαι σε Ελλάδα πάλι ελεύθερη μπροστά μου,
Τί δεν το χωράει ο νους μου νάμαι ορθός στον τάφο ως τώρα
Των Περσών, και νάμαι σκλάβος και σε σκλαβωμένη χώρα.
4.
Πα στους βράχους, κάποιος ρήγας εθρονιάστη έναν καιρό,
Ξάγναντα στη Σαλαμίνα τη γιαλοβγαλμένη κάτου,
Βλέπει αμέτρητα καράβια, παλικάρια ένα σωρό
Κι έθνη, που όλα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, είναι δικά του.
Όταν χάραζε η μέρα τα μετρούσε ακέρια ώς πέρα,
Τάχατες τί νάχαν γίνει σαν βασίλευεν η μέρα.
5.
Σαν πού νάναι; σαν πού νάσαι, πες, πατρίδα μου και Συ,
Κι αν αχούν τραγούδια ηρώων στο άλαλό σου το ακρογιάλι
Τώρα, ωιμέ, παραφωνία λες κι αυτό είναι περισσή,
Τί καρδιά παλικαρίσια μια δε θε να βρεις να πάλλει,
Κι ήτανε γραφτό στη θεία και γλυκόλαλή σου λύρα
Τώρα στ’ αχαμνά μου χέρια να την καταντήσει η μοίρα.
6.
Στην ανεξοδιά τη μαύρη κάτι ακόμα μου απομένει
Κι αν μέσ’ σε γενιά από δούλους αλυσόδετος, ω αλί μου,
Της ντροπής το κοκκινάδι για πατρίδα σκλαβωμένη,
Που με κάνει τραγουδώντας να σκεπάζω τη μορφή μου.
Ποιητή, τί έχεις να κάνεις άλλο εδώ, μια κοκκινάδα
Για κάθε Έλληνα να νιώθεις και να κλαις για την Ελλάδα.
7.
Το αίμα χύναν οι γονιοί μας κι εμάς άλλο απ’ της ντροπής
Κι απ’ το θρήνο περασμένων μεγαλείων δε μας μένει;
Γης, τα σωθικά σου σκίσε, να μας δώσεις πίσω, ω γης,
Ένα λείψανο απ’ της Σπάρτης τη γενιά την ξακουσμένη.
Από τους τριακόσιους δος μας τώρα τρεις μονάχα, ω χώμα,
Και καινούριες Θερμοπύλες θε ν’ αναστηθούν ακόμα.
8.
Τι, σιωπή, και πάλι, ακόμα, παντού κι όλα σιωπηλά;
Μα όχι, να! των πεθαμένων οι φωνές αχούν θλιμμένα,
Σαν το βουητό χειμάρρου μακρυσμένου που κυλά,
Κι αποκρένουνται, ένα μόνο ζωντανό και μόνον ένα,
Ένα ανάστησε μονάχα, φτάνουμε. Μα οι ζωντανοί
Πιο κι απ’ τους νεκρούς νεκροί είναι, πιο δεν έχουνε φωνή.
9.
Μάταια όλα, λύρας άλλης και συ βάρεσε χορδές,
Φέρτε ώς πάνω τα ποτήρια με γλυκό κρασί της Σάμου,
Μάχες κι άρματα στων Τούρκων παρατήστε τις ορδές,
Κι αίματα απ’ της Χίου τ’ αμπέλια χύσετε μονάχα χάμου.
Νά, προσέξτε, ακούστε, ακούστε, βακχοπούλες φλογισμένες
Στο άτιμο το κάλεσμά μου ξεπετούνε φρενιασμένες.
10.
Σέρνετε ώς τα τώρα ακόμα τον Πυρρίχιο χορό,
Των Πυρριχιστών η φάλαγξ όμως τώρα τί έχει γίνει,
Απ’ τις δύο διδασκαλίες πιο αλησμόνητη, θαρρώ,
Θάπρεπεν η πλέον αντρίκια κι ευγενέστερη να μείνει.
Τα ψηφιά του Κάδμου ως τώρα πώχεις μπρος σου, στη ζωή σου,
Μη και τάφερε για σκλάβους; Συλλογίσου! Συλλογίσου!
11.
Με γλυκό κρασί της Σάμου φέρτε ώς πάνου το κανάτι,
Μακριά από μας να διώξει τέτοια λόγια σοβαρά.
Του Ανακρέοντα τη λύρα με μαγείες πλημμυρά,
Μη κι αυτός δεν ήταν δούλος, δούλος μα του Πολυκράτη;
Τύραννος κι αυτός αλήθεια, μα ώς κι οι τύραννοι, στοχάσου,
Πατριώτες ήταν τότες κι απ’ την ίδια τη γενιά σου.
12.
Τύραννο κι η Θράκη ωστόσο θε να πεις πως έχει ιδεί,
Μα τον τύραννον εκείνον τον ελέγανε Μιλτιάδη,
Ω! να μας δανείζαν τώρα τέτοιον ένα απ’ τον Άδη,
Της ελευτεριάς το πρώτο, το πιο ολόλαμπρο παιδί.
Γιατί οι αλυσίδες όλες που η αγάπη έχει πλεμμένες
Λες πως μη τυχόν και φύγει την κρατούνε στεριωμένες.
13.
Τα ποτήρια όλα, ώς τ’ αχείλι, με Σαμιώτικο κρασί·
Πάνω στου Σουλίου τα βράχια και στης Πάργας τ’ ακρογιάλι
Θε να βρεις απομεινάρια της γενιάς που έχουνε βγάλει,
Σπαρτιάτισσες μανάδες με λαχτάρα περισσή.
Των Ηρακλειδών ο σπόρος ποιος το ξέρει αν κει πέρα
Δεν προσμένει πιο γιγάντιος, για να κατεβεί μια μέρα.
14.
Λογαριάζετε στους ξένους για τη λευτεριά σας τάχα;
Μα όλοι αυτοί έχουν βασιλιάδες που αγοράζουν και πουλούν·
Στα παιδιά σας, στα σπαθιά σας τρέξτε, αρπάχτε, εκεί μονάχα
Θε να βρείτε ελπίδες θάρρους όπου νίκες καρτερούν.
Κι ας βιγλούν τα τουρκασκέρια κι η ψευτιά της φραγκοσύνης
Για να σπάσουν τις ασπίδες κάθε παλικαροσύνης.
15.
Βάλτε ώς πάνω στα ποτήρια το Σαμιώτικο κρασί,
Οι κοπέλες μας στον ίσκιο το χορό καλά βαστούνε,
Μα θωρώντας κάθε μια τους τί ομορφιά έχει περισσή,
Και τα μαύρα, ω τα πανώρια, μάτια που λαμποκοπούνε,
Με φλογώνει, ωιμέ, το δάκρυ, γιατί ο κόρφος κάθε μιας
Πικροβύζαστο ετοιμάζει γάλα δειλίας και σκλαβιάς.
16.
Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,
Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.
(Τραγούδια για την Ελλάδα, μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 21983, σ. 63-68)

George Gordon Noel Byron, Lord Byron (Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Το όνομά του είναι συνώνυμο του Φιλελληνισμού και του Ρομαντισμού.
Παιδί της εποχής του, ο Βύρων έλαβε από νωρίς κλασική εκπαίδευση. Κατά την παραμονή του στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Cambridge (1805-1807), σχημάτισε σταδιακά έναν κύκλο πιστών φίλων γύρω του και εξελίχθηκε σε ποιητή με διαρκώς αυξανόμενη φήμη. Παρά την όχι και τόσο φιλόξενη κριτική στο πρώτο του έργο «Fugitive Pieces» (1806/1807), ο Βύρων διένειμε μια δεύτερη συλλογή ποιημάτων μόνο σε στενούς φίλους και συνέχισε την έκδοση μιας τρίτης συλλογής με τον τίτλο «Ώρες αδράνειας» (1807).
Το 1809 αποφάσισε να ταξιδέψει στη Μεσόγειο, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο, John Cam Hobhouse (1786-1869). Οι δύο νεαροί ταξίδευσαν από το Plymouth στα Ιόνια Νησιά, το Μεσολόγγι, την Πρέβεζα, τους Δελφούς και την Αθήνα. Συναντήθηκαν με τον Αλή Πασά στο Τεπελένι. Ήταν αυτό το ταξίδι, κατά το οποίο ο Βύρων άρχισε να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Childe Harold, τον αρχετυπικό Βυρωνικό Ήρωα, και να συνθέτει το σπουδαίο ποιητικό του μυθιστόρημα Childe Harold’s Pilgrimage. Στην Αγγλία, η φήμη του Λόρδου Βύρωνος απογειώθηκε μόλις λίγες μέρες μετά την πρώτη έκδοση του Childe Harold, η οποία εξαντλήθηκε σε τρεις ημέρες.
Ο Childe Harold – ένας περήφανος μισάνθρωπος που περιφρονεί τους κανόνες, αλλά είναι ικανός για ισχυρή και βαθιά στοργή – ενέπνευσε πολλούς φανταστικούς ήρωες που ακολούθησαν. Μεταξύ 1812 και 1816, ο Βύρων δημοσίευσε έξι μεγάλα διηγήματα με οριενταλιστικά θέματα: The Giaour: A Fragment of a Turkish Tale (1813), The Bride of Abydos: A Turkish Tale (1813), The Corsair: A Tale (1814), Lara ( 1814), Parisina (1816) και Η Πολιορκία της Κορίνθου (1816).
Την ίδια περίπου περίοδο ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821-1828) και γέννησε ένα τεράστιο φιλελληνικό κίνημα στον δυτικό κόσμο. Ο ίδιος ο Βύρων συμμετείχε ενεργά στον Ελληνικό Αγώνα για την Ανεξαρτησία και στο φιλελληνικό κίνημα. Ιδιαίτερα μετά την τραγική απώλεια του στενού του φίλου και ένθερμου υποστηρικτή της Ελληνικής Επανάστασης, Percy Bysshe Shelley (1792-1822). Η αφοσίωση του Βύρωνα στην ελληνική υπόθεση τροφοδότησε όλο το κίνημα.
Αν και δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις, ο Λόρδος Βύρων αναγνωρίσθηκε ως ένας εμβληματικός φιλέλληνας, ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η εικόνα του ως στρατιωτικού ηγέτη, με ένδυμα Έλληνα αξιωματικού, απεικονίσθηκε σε πολλούς πίνακες και αντικείμενα τέχνης στην Ευρώπη. Συχνά συνδέθηκε με το Μεσολόγγι και τον Μάρκο Μπότσαρη, τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα και ο θάνατος του στο Μεσολόγγι, ενέπνευσαν χιλιάδες Φιλέλληνες σε όλο τον κόσμο να ενταχθούν και να υποστηρίξουν τις φιλελληνικές επιτροπές στις χώρες τους. Οι Φιλέλληνες συγκέντρωσαν κεφάλαια υπέρ της Ελληνικής Υπόθεσης και περιέθαλπαν θύματα του πολέμου. Απελευθέρωναν Έλληνες σκλάβους από τα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ έστελναν στρατιωτικό εξοπλισμό και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα. Ακόμη, ταξίδευσαν εκεί για να ενταχθούν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως εθελοντές και να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου αποτελεί την κορυφαία στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης και του φιλελληνικού κινήματος. Έρχεται να δικαιώσει τους πολυετείς αγώνες των Ελλήνων, του Λόρδου Βύρωνα και χιλιάδων άλλων Φιλελλήνων σε όλον τον κόσμο, με αίτημα την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού. Η εμβληματική αυτή Ναυμαχία, σηματοδότησε επίσης την αρχή μίας σειράς συμμαχιών στην Ευρώπη, βασισμένων στις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, και έθεσε τις βάσεις για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Πηγή: Μουσείο Φιλελληνισμού
“Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο” του Νίκου Εγγονόπουλου
“να ελπίζεις – να ελπίζεις πάντα – πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
– που τους ρημάζει η τρομερή “ευκολία”-
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη – πόθος ευγένειας – ηρεμία”
(απόσπασμα, Νίκος Εγγονόπουλος «Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος», Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 2007 )
Βιογραφικά στοιχεία και έργα του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου θα βρείτε εδώ.
“Αλκυονίδες” του Γεωργίου Δροσίνη
“Και στης ζωής τους πιο βαρείς χειμώνες
Αλκυονίδες μέρες καρτερώ.”
“Η Φοινικιά” του Κωστή Παλαμά

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από το Μεσολόγγι, από οικογένεια με μέλη σημαντικούς λόγιους. Έχασε και τους δυο γονείς του το 1866 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε συγγενικό σπίτι. Στο Μεσολόγγι τέλειωσε το Γυμνάσιο (1875) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1877), ωστόσο από νωρίς είχε στραφεί προς τη λογοτεχνία. Ήδη από το 1875 είχε δημοσιεύσει στίχους στο Αττικόν Ημερολόγιον και υποβάλει τη συλλογή Ερώτων έπη στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Η πρώτη έκδοση έργου του πραγματοποιήθηκε με τη συλλογή Τα τραγούδια της πατρίδος μου το 1886 όταν ο ποιητής ήταν ήδη γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους από τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά (Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη, Άστυ του Θ. Άννινου κ.α.) και εφημερίδες της εποχής (Ακρόπολις, Εφημερίς, Εμπρός, κ.α.), όπου δημοσίευε άρθρα, μελέτες, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα. Συνέχισε να αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Εστία, Τέχνη, Παναθήναια, Νουμάς κ.α.) για πολλά χρόνια. Το 1889 βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό για τη συλλογή του Ύμνος εις την Αθηνάν, από το 1897 ως το 1929 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1914 βραβεύτηκε για την προσφορά του με το κρατικό αριστείο γραμμάτων και τεχνών. Ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Το 1888 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησε δύο γιους και μια κόρη. Με αφορμή τον θάνατο του μικρότερου γιου του Άλκη το 1898 ο ποιητής έγραψε τα ποιήματα Τάφος και Παράδεισοι. Το 1933 τιμήθηκε με το γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο Goethe και το Οικονόμειο βραβείο της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης και το 1936 στα πενηντάχρονα της δημιουργίας του ο βασιλιάς Γεώργιος του απένειμε το Παράσημο του Φοίνικος. Στη συγγραφή αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, την οποία πέρασε στην Αθήνα στην οδό Ασκληπιού αρ.3, όπου βρίσκεται σήμερα το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά. Μοναδική μετακίνησή του η μετακόμιση στην οδό Περιάνδρου προς το τέλος της ζωής του. Εκεί πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του στο πρώτο νεκροταφείο έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος αντικατοχικής διαδήλωσης.
Ο Παλαμάς κάλυψε με το έργο του ολόκληρο το φάσμα του γραπτού λόγου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική. Στο ποιητικό του έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης, το πνεύμα της οικουμενικότητας του πολιτισμού. Στάθηκε ο εμπνευστής και εισηγητής της λεγόμενης γενιάς του 1880 ή παλαμικής γενιάς στην ελληνική ποίηση, όταν γύρω στα 1879-1880, αντιδρώντας στη ρητορεία της ρομαντικής ποίησης της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και επηρεασμένος από το ρεύμα του γαλλικού Παρνασσισμού, ηγήθηκε της ανανέωσης της ποιητικής θεματολογίας και έκφρασης.
Σταθμοί στην ποιητική δημιουργία του θεωρούνται Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του βασιλιά, γραμμένα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Παράλληλα προς την ποίηση τον απασχόλησε ιδιαιτέρως το Γλωσσικό Ζήτημα, στο χώρο του οποίου υπήρξε δια βίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο).
Από το πεζογραφικό του έργο, περιορισμένο σε έκταση συγκριτικά προς το ποιητικό, ξεχωρίζει ο Θάνατος παλληκαριού.
Στον χώρο του θεάτρου έγραψε για τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου την Τρισεύγενη, απέσυρε ωστόσο το έργο πριν την παράστασή του όταν ο Χρηστομάνος θέλησε να επέμβει στην τελική μορφή του.
Ο Παλαμάς υπήρξε τέλος ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μελετητές και κριτικούς της λογοτεχνίας και πρόδρομος ενός μεγάλου μέρους της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Σημειώνεται εδώ ως παράδειγμα η σημαντική μελέτη του για το έργο του Σολωμού.
Πηγή: Ε.ΚΕ.ΒΙ
Ήξερες ότι…

Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα
τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ᾿ ἀληθινοῦ,
κατέβα, φανερώσου κι ἄστραψε ἐδῶ πέρα
στὴ δόξα τῆς δικῆς σου γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι,
στῶν εὐγενῶν Ἀγώνων λάμψε τὴν ὁρμὴ
καὶ μὲ τ᾿ ἀμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
καὶ σιδερένιο πλάσε κι ἄξιο τὸ κορμί.
Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σὰν ἕνας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Καὶ τρέχει στὸ ναὸ ἐδῶ προσκυνητής σου,
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο κάθε λαός.
(Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)
“Ιθάκη” του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστησι, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τί σημαίνουν.
[1910, 1911*]

Σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα ο Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει: “Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ’ ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα….”[1] Περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του επιφανούς ποιητή θα βρείτε στην Ανεμόσκαλα.
Πηγή: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
“Έχω δει τον ουρανό” του Γιώργου Σαραντάρη
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
“Ειρήνη” του Γιάννη Ρίτσου
Στον Κώστα Βάρναλη
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.
Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ’ οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘σκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που ‘καψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κ’ οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκίνητου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ’ ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ’ άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως,
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κ’ είναι μια κερδισμένη μέρα κ’ ένας δίκαιος ύπνος
τότε που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου — όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.
Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κ’ οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθειές αυλακιές σ’ όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του.
Δόστε τα χέρια, αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.
ΑΘΗΝΑ, Γενάρης 1953
Από τη συλλογή Αγρύπνια (1941-1953)
(Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, Β΄ τόμος, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθηνα 1961, σ. 173-175)