Αρχική » Ποίηση
Αρχείο κατηγορίας Ποίηση
Μεγάλο Σάββατο
Ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδοῦλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς πού κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γροικᾶς τά πού πικρά σοὺ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ πού γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
πού μάντευες τί πέρναγα κάτου απ’ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς πού τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
(Γιάννης Ρίτσος, «Ἐπιτάφιος», Ποιήματα 1930-1960)
Μεγάλη Παρασκευή
Ο Όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης

Κ’ έγυρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
(Το Τραγούδι του Σταυρού, Κωστής Παλαμάς)
Μεγάλη Τετάρτη
Ο Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης ψάλλεται το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης
Ιδιόμελον. Ήχος πλ. δ’.
Ποίημα Κασσιανής Μοναχής
Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα Γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι,
προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πληγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ·
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους Ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει·
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχους·
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Διαβάστε τη Μετάφραση αυτού του αριστουργήματος της Βυζαντινής Υμνογραφίας και ακούστε το από το Αρχείο της Δόμνας Σαμίου πατώντας εδώ
Μετάφραση από τον Φώτη Κόντογλου
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Κυριακή των Βαΐων
«Εσύ που ξεκινάς απ’ τ’ άγνωστο,
δύναμη αβάσταχτη που μας βαστάς,
τα πιο ανόμοια κυβερνάς μαζί
τα σέρνεις και τα φέρνεις από μακριά,
εσύ τα οδηγείς προς τη συνάντηση.
Απάντηση δική μας δε ζητάς,
εσύ τη θέληση και το μυαλό ποτίζεις,
την άρνηση νικάς, σμίγεις
όσα εχθρεύονται και τα εμπόδια
καταλύεις, με τίποτα δε σταματάς».
(Ζωή Καρέλλη, «Χορικό», από την συλλογή «Το πλοίο», 1955)
Ύμνος εις την Ελευθερίαν, του Διονύσιου Σολωμού (1798-1857)

Libertà vo cantando, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.
Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.
Κι έλεες: Πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ’ ερμιές;
Και αποκρίνοντο αποπάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάηματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα Ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σού έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσασιν καμιά·
άλλος σού έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
σύρε νά βρεις τα παιδιά σου,
σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
(Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Απόσπασμα, Διονύσιος Σολωμός)
Where My Books Go by W.B. Yeats
All the words that I utter,
And all the words that I write,
Must spread out their wings untiring,
And never rest in their flight,
Till they come where your sad, sad heart is,
And sing to you in the night,
Beyond where the waters are moving,
Storm-darken’d or starry bright.
“Οι χαρταετοί” του Ανδρέα Εμπειρίκου

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας
“Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης” του Κωστή Παλαμά
Κάποια ρόδα εἶν᾿ ἕτοιμα ν᾿ ἀνθίσουν
ἐδῶ κάτου κ᾿ ἐδῶ πέρα
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ ροδοκάλια
καὶ προσμένουν τὰ καινούργια ἀηδόνια
νὰ τοὺς γλυκοκελαιδήσουν
μέσ᾿ στὸν ὁλογάλανον ἀέρα.
“Φλεβάρης” της Νόνης Σταματέλου
Βρίσκω ένα Φλεβάρη στο κατώφλι μου
Πενήντα χρόνια να κλαίει στην ίδια θέση
Και να παραπονιέται
Πως δεν του ΄γραψα
ούτ΄ ένα ποίημα ποτέ.
Σαν να μην έχει τίποτα…
Ούτε μια μέρα, ούτε μια νύχτα να μ΄ αρέσει.
Πως δεν τον πρόσεξα ποτέ,
Πως δεν τον μύρισα…
Πως δεν του έκλεισα ποτέ μια θέση σ΄ ένα τρένο.
Δεν τον ταξίδεψα ποτέ.
Πως τ΄ όνομά του δεν σημείωσα ποτέ
με μια κουκίδα στων ονείρων μου το χάρτη
Μα ήταν πάντα γεφυρούλα σκοτεινή
που απλά οδηγούσε
απ΄ το Γενάρη προς το Μάρτη…
(Νόνη Σταματέλου, Έλλειψη χώρου, εκδόσεις Μελάνι, 2015)
“Στο παιδί μου” του Μανόλη Αναγνωστάκη
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
(Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Πλειάς)