Αρχική » Λαογραφία
Αρχείο κατηγορίας Λαογραφία
Του νεκρού αδελφού – Δημοτικό τραγούδι
Του νεκρού αδελφού
Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.
Αφηγείται η κ. Δώρα Ζήκου, φιλόλογος του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
Επιμέλεια ανάρτησης: Ιωάννα Βούλγαρη, θεολόγος του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
Το Δημοτικό τραγούδι για την Επανάσταση του 1821
«Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ‘κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση» Οδυσσέας Ελύτης

Το παιδομάζωμα
Ανάθεμα σε, Βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε
με το κακόν οπόκαμες, με το κακό που κάνεις!
Στέλνεις, τραβάς τους γέροντάς, τους πρώτους, τους παπάδες,
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις Γιανιτσάρους.
Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά, κ’ οι αδερφές τ’ αδέρφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι κι όσο να ζω θα κλαίγω
πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου.
Του πολέμου του ’21
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν ταηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα.
“Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι’ ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι”.
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά.
Κι’ ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας,
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ ‘ς τα καμπαναριά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου ‘ς τα τζαμιά.
Κι’ όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
Του Διάκου (24 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά ‘ς τη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
“Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες”.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
“Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω ‘ς την Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια”.
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
‘ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε”.
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
Έμεινε ο Διάκος ‘ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και ‘ς τον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά ‘ς το δρόμο τον ερώτα.
“Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης ‘ς το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;”
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
“Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάταις, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας”.
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει.
“Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι”.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και ‘ς το σουβλίι τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.
“Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι”.
Του Κανάρη
Δέκα μπουμπάρδες τούρκικες μες στα νησιά γυρνούνε
για τον Κανάρη ψάχνουνε να τον εκδικηθούνε.
Τον Κανάρη για να βρούνε
Οι μπουμπάρδες τριγυρνούνε.
Μα ο Κανάρης πονηρός πάντα τους ξεγελάει
και στις μπουμπάρδες τούρκικες μπουρλότο τους κολλάει.
Μα δυο μικρά πλεούμενα Πιπίνου και Κανάρη
οι Τούρκοι που γλεντούσανε δεν πήρανε χαμπάρι.
Χαρά που το ‘χουν τα βουνά
Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά,
χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνια.
Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες.
Κλέφτικη ζωή
Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.
Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα
Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
Του Βασίλη
Μάννα, μ’ έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.
«Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς ‘ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και ‘ τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι».
Να ήσουνα πετροπέρδικα ‘ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν’ αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί ‘ς το χέρι,
κι’ απ’ τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
«Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω».
«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες,
χωριά κι” αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι ‘ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά ‘ς τα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους, να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις.”
Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται.
“Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό ‘ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι.”
Ήταν η μέρα βροχερή
Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
Άιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
Άιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου,
δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο.
Του Μπραΐμη
Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (των Κολοκοτρωναίων)
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
“Χριστέ μας, ‘βλόγα τα σπαθιά, ‘βλόγα μας και τα χέρια”.
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
“Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν’ αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
‘τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω”.
Το Μεσολόγγι
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ’ άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
Του Μάρκου Μπότσαρη
Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.
Το Μάρκο παν’ στην εκκλησιά, το Μάρκο παν’ στον τάφο.
Εξήντα παπάδες παν’ μπροστά και δέκα δεσποτάδες.
Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας.
Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι.
Πώς να σ’κωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω;
Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου.
Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος.
Μπορείτε να ακούσετε ηρωικά τραγούδια για την Επανάσταση του 1821 από το Αρχείο της Δόμνας Σαμίου.
Λαϊκά έθιμα και παραδόσεις για το Μάρτιο
Ο Μάρτης πήρε το όνομα του από το λατινικό όνομα του θεού Άρη (Mars = Άρης). Είναι ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και αντιστοιχεί με τον Ελαφηβολιώνα των Αρχαίων Ελλήνων.
Στο Βυζάντιο γιόρταζαν την πρώτη Μαρτίου με σπουδαίες δραστηριότητες. Ο μεγάλος λαογράφος Λουκάτος αναφέρει τα “χελιδονίσματα” που προέρχονται από την αρχαιότητα. Την πρώτη Μαρτίου οι μικροί έφτιαχναν ένα ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το ανάλογο τραγούδι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν αυγά.
Η λαϊκή φαντασία έδωσε στο Μάρτιο ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Ανοιξιάτης (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), Γδάρτης, Παλουκοκάφτης Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτης (λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτής, και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.
Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,
τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».
στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.
Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε: «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».
ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:
«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».
«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».
«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».
«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».
Η κατεργαριά του Μάρτη
Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα αδέλφια του στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.
Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:
– Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.
– Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν οι άλλοι.
Έτσι και έγινε. Έριξε πρώτα εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες.
Όταν λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.
– Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο, πρώτος θ’ αρχίσω και να πίνω.
– Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι είναι το σωστό.
Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ’ ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκέφτωνται τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη, και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.
Από τότε όταν ο Μάρτης θυμάται το παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».
Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακαταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.
Η γυναίκα του Μάρτη
Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται στη γυναίκα του Μάρτη.
Κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη. Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε.
Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο!
Από τότε κάθε φορά που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό!
Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει.
Γι’ αυτό λέγεται και η παροιμία: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει».
Σε άλλες περιοχές η παράδοση θέλει το Μάρτη να έχει δύο γυναίκες, τη μια πολύ όμορφη και φτωχή και την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει, και ο καιρός είναι καλός. ζεστός με ήλιο. Τις περισσότερες φορές όμως γυρίζει κατά την άσχημη επειδή αυτή είναι η πλούσια που τρέφει και την φτωχή, την όμορφη.
Έτσι άλλωστε προτιμούν το Μάρτιο και οι χωρικοί, βροχερό, επειδή η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.
«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».
«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».
«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».
«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».
«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».
«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία,
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:
«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,
χαράς σ’ εκείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
Η παράδοση της λιθωμένης γριάς
Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς».
“Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία.
Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:
«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».
Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και δανείστηκε τρεις ημέρες απ’ το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά.
Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.
Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών.
Σε κάποια χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς.
Από τότε λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ. Για αυτό άλλωστε το λένε κουτσό και κουτσοφλέβαρο.
Λαϊκά έθιμα και παραδόσεις: «Μάρτης» ή «Μαρτιά»
Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης» προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλι. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του.
“Μάρτη” δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Ο «Μάρτης» ή «Μαρτιά» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία «Μάρτινκα» και στην Αλβανία ως «Βερόρε». Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον «Μάρτη» σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται «Μαρτενίτσα». Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η «Μαρτενίτσα» λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία «Μαρτιζόρ». Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός – Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι. Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.