Αρχική » Ιστορία
Αρχείο κατηγορίας Ιστορία
Ντοκιμαντέρ: Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις – Το “σημείον” της ελευθερίας
Ένα όμορφο ταξίδι έφτασε στο τέλος του! Παρακολουθείστε την ταινία μικρού μήκους που δημιούργησαν οι μαθητές και οι μαθήτριες του σχολείου μας για τον πολιούχο άγιό μας, Νεομάρτυρα Γεώργιο!
Ήξερες ότι…
Η «Μυριόβιβλος» ή «Βιβλιοθήκη» είναι ένα από εκείνα τα εμβληματικά έργα που ορίζουν το μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο εποχές. Χάρη σε αυτό το έργο ο συγγραφέας της, Μέγας Φώτιος (9ος αιώνας) έδειξε τι σημαίνει αγάπη για τα κλασικά γράμματα και πώς θα μπορούσε να τα εγκολπωθεί ο χριστιανικός κόσμος. Περιλαμβάνει περιλήψεις και κριτικές αναλύσεις 281 συγγραμμάτων της θύραθεν και της εκκλησιαστικής γραμματείας, που ο Φώτιος είχε μελετήσει.
Τρεις Ιεράρχες, οι οικουμενικοί διδάσκαλοι
“Πρόσεχε τον εαυτό σου! Ο Δημιουργός σ’ έκανε ανώτερο απ’ όλα τα κτίσματα, σ’ έκανε άνθρωπο. Να το αποδεικνύεις με τη διαγωγή σου. [Να έχεις] καλοσύνη, ευσπλαχνία, να αποφεύγεις το κακό και να επιλέγεις το καλό. Να είσαι νηφάλιος και συνετός, εργατικός και προνοητικός. [Μη ξεχνάς] ότι το χρυσάφι δεν βρέθηκε για να δενόμαστε μ’ αυτό αλλά για να λύνουμε τους δεμένους. [Να θυμάσαι ότι] τα πράγματα του βίου αλλάζουν εύκολα δεσπότη και μόνο η αρετή είναι αναφαίρετο κτήμα. Διατήρησε, λοιπόν, αγνή την ψυχή σου σαν το πολυτιμότερο κεφάλαιο στη ζωή! “
Ερανίσματα από τους λόγους των Τριών Ιεραρχών
Πως καθιερώθηκε η γιορτή των Τριών Ιεραρχών
Η εκκλησία μας θέσπισε και γιορτάζει τη μνήμη των αγίων συνήθως τη μέρα της επετείου του θανάτου τους. Στις 30 Ιανουαρίου όμως δεν πρόκειται για μνήμη, αλλά για κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών: Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αφορμή για την καθιέρωση της κοινής γιορτής των τριών «μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου θεότητος» υπήρξε μια διαμάχη (Στάση) για το ποιος από τους τρεις επιφανείς Ιεράρχες υπήρξε ο επικρατέστερος.
Η διαμάχη αυτή δημιουργήθηκε μεταξύ «των ελλογίμων (αξιότιμων, μορφωμένων) και ενάρετων ανδρών», στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118). Άλλοι θεωρούσαν τον Ιερό Χρυσόστομο ως σπουδαιότερο από τους δύο άλλους, άλλοι το Μέγα Βασίλειο και άλλοι τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλεϊτών και των Γρηγοριτών, που καθεμιά αντιστρατευότανε τις δύο άλλες.
Στη διαμάχη αυτή έδωσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, ο οποίος ανέλαβε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Πρότεινε λοιπόν, κατά προτροπή των Τριών Ιεραρχών, που τους είδε σε οπτασία (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη διήγησή του ο ιερός Συναξαριστής) να συσταθεί κοινή γιορτή και για τους τρεις. Η πρόταση αυτή όχι μόνο ικανοποίησε τις τρεις αντιμαχόμενες παρατάξεις, αλλά βρήκε και πλατιά απήχηση στο κοινό αίσθημα του λαού.
Έτσι καθιερώθηκε και γιορτάζεται μέχρι σήμερα η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, που ιδιαίτερα τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και εκτιμά ο φιλόθρησκος λαός μας.
Όπως ήταν φυσικό, μετά την καθιέρωση της κοινής γιορτής κόπασε ο σάλος και σταμάτησε η διαμάχη ανάμεσα στο λαό, που από τότε και μετά θεωρεί τους Τρεις Ιεράρχες ως ισότιμους κατά τη χάρη, τη σοφία και την αγιότητα. Διότι στις μεγάλες και εξέχουσες αυτές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας μας συναντιούνται σ’ ένα θαυμάσιο και απαράμιλλο αρμονικό συνδυασμό, η Ελληνική μόρφωση και η γενικότερη φιλοσοφική κατάρτιση με τη γνήσια κι ανόθευτη Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία.
Το 1841 η Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών αποφάσισε η γιορτή των Τριών Ιεραρχών της Εκκλησία και Οικουμενικών διδασκάλων, να θεωρείται και ως γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων, πράγμα που αργότερα αναγνώρισε με σχετική νομοθεσία και η Πολιτεία.
«Τα Νησιά της Ελλάδας», Lord Byron
«Αν είμαι ποιητής, ο αέρας της Ελλάδας με έχει κάνει»
1.
Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι’ ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
2.
Ω του Ομήρου η μούσα τώρα, του Ανακρέοντα η λαλιά,
Οι παλικαρίσιες άρπες κι οι κιθάρες των ερώτων,
Νιώθουν δόξες πώχει διώξει κάθε μια σου ακρογιαλιά,
Κι οι μεριές που τις γεννήσαν δεν ακούνε τον ηχό των,
Όπου μυριαντιλαλιέται, ξακουσμένος κι απ’ τη Δύση
Πέρα, εκεί που στων Μακάρων τα νησιά γελάει η φύση.
3.
Βλέπουν μέσ’ στον Μαραθώνα τα ολοτρίγυρα βουνά
Και θωράει κι ο Μαραθώνας το γιαλό που απλώνει χάμου.
Στέκω, συλλογιέται ο νους μου ξεχασμένος, και γυρνά,
Κι ονειρεύομαι σε Ελλάδα πάλι ελεύθερη μπροστά μου,
Τί δεν το χωράει ο νους μου νάμαι ορθός στον τάφο ως τώρα
Των Περσών, και νάμαι σκλάβος και σε σκλαβωμένη χώρα.
4.
Πα στους βράχους, κάποιος ρήγας εθρονιάστη έναν καιρό,
Ξάγναντα στη Σαλαμίνα τη γιαλοβγαλμένη κάτου,
Βλέπει αμέτρητα καράβια, παλικάρια ένα σωρό
Κι έθνη, που όλα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, είναι δικά του.
Όταν χάραζε η μέρα τα μετρούσε ακέρια ώς πέρα,
Τάχατες τί νάχαν γίνει σαν βασίλευεν η μέρα.
5.
Σαν πού νάναι; σαν πού νάσαι, πες, πατρίδα μου και Συ,
Κι αν αχούν τραγούδια ηρώων στο άλαλό σου το ακρογιάλι
Τώρα, ωιμέ, παραφωνία λες κι αυτό είναι περισσή,
Τί καρδιά παλικαρίσια μια δε θε να βρεις να πάλλει,
Κι ήτανε γραφτό στη θεία και γλυκόλαλή σου λύρα
Τώρα στ’ αχαμνά μου χέρια να την καταντήσει η μοίρα.
6.
Στην ανεξοδιά τη μαύρη κάτι ακόμα μου απομένει
Κι αν μέσ’ σε γενιά από δούλους αλυσόδετος, ω αλί μου,
Της ντροπής το κοκκινάδι για πατρίδα σκλαβωμένη,
Που με κάνει τραγουδώντας να σκεπάζω τη μορφή μου.
Ποιητή, τί έχεις να κάνεις άλλο εδώ, μια κοκκινάδα
Για κάθε Έλληνα να νιώθεις και να κλαις για την Ελλάδα.
7.
Το αίμα χύναν οι γονιοί μας κι εμάς άλλο απ’ της ντροπής
Κι απ’ το θρήνο περασμένων μεγαλείων δε μας μένει;
Γης, τα σωθικά σου σκίσε, να μας δώσεις πίσω, ω γης,
Ένα λείψανο απ’ της Σπάρτης τη γενιά την ξακουσμένη.
Από τους τριακόσιους δος μας τώρα τρεις μονάχα, ω χώμα,
Και καινούριες Θερμοπύλες θε ν’ αναστηθούν ακόμα.
8.
Τι, σιωπή, και πάλι, ακόμα, παντού κι όλα σιωπηλά;
Μα όχι, να! των πεθαμένων οι φωνές αχούν θλιμμένα,
Σαν το βουητό χειμάρρου μακρυσμένου που κυλά,
Κι αποκρένουνται, ένα μόνο ζωντανό και μόνον ένα,
Ένα ανάστησε μονάχα, φτάνουμε. Μα οι ζωντανοί
Πιο κι απ’ τους νεκρούς νεκροί είναι, πιο δεν έχουνε φωνή.
9.
Μάταια όλα, λύρας άλλης και συ βάρεσε χορδές,
Φέρτε ώς πάνω τα ποτήρια με γλυκό κρασί της Σάμου,
Μάχες κι άρματα στων Τούρκων παρατήστε τις ορδές,
Κι αίματα απ’ της Χίου τ’ αμπέλια χύσετε μονάχα χάμου.
Νά, προσέξτε, ακούστε, ακούστε, βακχοπούλες φλογισμένες
Στο άτιμο το κάλεσμά μου ξεπετούνε φρενιασμένες.
10.
Σέρνετε ώς τα τώρα ακόμα τον Πυρρίχιο χορό,
Των Πυρριχιστών η φάλαγξ όμως τώρα τί έχει γίνει,
Απ’ τις δύο διδασκαλίες πιο αλησμόνητη, θαρρώ,
Θάπρεπεν η πλέον αντρίκια κι ευγενέστερη να μείνει.
Τα ψηφιά του Κάδμου ως τώρα πώχεις μπρος σου, στη ζωή σου,
Μη και τάφερε για σκλάβους; Συλλογίσου! Συλλογίσου!
11.
Με γλυκό κρασί της Σάμου φέρτε ώς πάνου το κανάτι,
Μακριά από μας να διώξει τέτοια λόγια σοβαρά.
Του Ανακρέοντα τη λύρα με μαγείες πλημμυρά,
Μη κι αυτός δεν ήταν δούλος, δούλος μα του Πολυκράτη;
Τύραννος κι αυτός αλήθεια, μα ώς κι οι τύραννοι, στοχάσου,
Πατριώτες ήταν τότες κι απ’ την ίδια τη γενιά σου.
12.
Τύραννο κι η Θράκη ωστόσο θε να πεις πως έχει ιδεί,
Μα τον τύραννον εκείνον τον ελέγανε Μιλτιάδη,
Ω! να μας δανείζαν τώρα τέτοιον ένα απ’ τον Άδη,
Της ελευτεριάς το πρώτο, το πιο ολόλαμπρο παιδί.
Γιατί οι αλυσίδες όλες που η αγάπη έχει πλεμμένες
Λες πως μη τυχόν και φύγει την κρατούνε στεριωμένες.
13.
Τα ποτήρια όλα, ώς τ’ αχείλι, με Σαμιώτικο κρασί·
Πάνω στου Σουλίου τα βράχια και στης Πάργας τ’ ακρογιάλι
Θε να βρεις απομεινάρια της γενιάς που έχουνε βγάλει,
Σπαρτιάτισσες μανάδες με λαχτάρα περισσή.
Των Ηρακλειδών ο σπόρος ποιος το ξέρει αν κει πέρα
Δεν προσμένει πιο γιγάντιος, για να κατεβεί μια μέρα.
14.
Λογαριάζετε στους ξένους για τη λευτεριά σας τάχα;
Μα όλοι αυτοί έχουν βασιλιάδες που αγοράζουν και πουλούν·
Στα παιδιά σας, στα σπαθιά σας τρέξτε, αρπάχτε, εκεί μονάχα
Θε να βρείτε ελπίδες θάρρους όπου νίκες καρτερούν.
Κι ας βιγλούν τα τουρκασκέρια κι η ψευτιά της φραγκοσύνης
Για να σπάσουν τις ασπίδες κάθε παλικαροσύνης.
15.
Βάλτε ώς πάνω στα ποτήρια το Σαμιώτικο κρασί,
Οι κοπέλες μας στον ίσκιο το χορό καλά βαστούνε,
Μα θωρώντας κάθε μια τους τί ομορφιά έχει περισσή,
Και τα μαύρα, ω τα πανώρια, μάτια που λαμποκοπούνε,
Με φλογώνει, ωιμέ, το δάκρυ, γιατί ο κόρφος κάθε μιας
Πικροβύζαστο ετοιμάζει γάλα δειλίας και σκλαβιάς.
16.
Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,
Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.
(Τραγούδια για την Ελλάδα, μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 21983, σ. 63-68)

George Gordon Noel Byron, Lord Byron (Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Το όνομά του είναι συνώνυμο του Φιλελληνισμού και του Ρομαντισμού.
Παιδί της εποχής του, ο Βύρων έλαβε από νωρίς κλασική εκπαίδευση. Κατά την παραμονή του στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Cambridge (1805-1807), σχημάτισε σταδιακά έναν κύκλο πιστών φίλων γύρω του και εξελίχθηκε σε ποιητή με διαρκώς αυξανόμενη φήμη. Παρά την όχι και τόσο φιλόξενη κριτική στο πρώτο του έργο «Fugitive Pieces» (1806/1807), ο Βύρων διένειμε μια δεύτερη συλλογή ποιημάτων μόνο σε στενούς φίλους και συνέχισε την έκδοση μιας τρίτης συλλογής με τον τίτλο «Ώρες αδράνειας» (1807).
Το 1809 αποφάσισε να ταξιδέψει στη Μεσόγειο, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο, John Cam Hobhouse (1786-1869). Οι δύο νεαροί ταξίδευσαν από το Plymouth στα Ιόνια Νησιά, το Μεσολόγγι, την Πρέβεζα, τους Δελφούς και την Αθήνα. Συναντήθηκαν με τον Αλή Πασά στο Τεπελένι. Ήταν αυτό το ταξίδι, κατά το οποίο ο Βύρων άρχισε να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Childe Harold, τον αρχετυπικό Βυρωνικό Ήρωα, και να συνθέτει το σπουδαίο ποιητικό του μυθιστόρημα Childe Harold’s Pilgrimage. Στην Αγγλία, η φήμη του Λόρδου Βύρωνος απογειώθηκε μόλις λίγες μέρες μετά την πρώτη έκδοση του Childe Harold, η οποία εξαντλήθηκε σε τρεις ημέρες.
Ο Childe Harold – ένας περήφανος μισάνθρωπος που περιφρονεί τους κανόνες, αλλά είναι ικανός για ισχυρή και βαθιά στοργή – ενέπνευσε πολλούς φανταστικούς ήρωες που ακολούθησαν. Μεταξύ 1812 και 1816, ο Βύρων δημοσίευσε έξι μεγάλα διηγήματα με οριενταλιστικά θέματα: The Giaour: A Fragment of a Turkish Tale (1813), The Bride of Abydos: A Turkish Tale (1813), The Corsair: A Tale (1814), Lara ( 1814), Parisina (1816) και Η Πολιορκία της Κορίνθου (1816).
Την ίδια περίπου περίοδο ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821-1828) και γέννησε ένα τεράστιο φιλελληνικό κίνημα στον δυτικό κόσμο. Ο ίδιος ο Βύρων συμμετείχε ενεργά στον Ελληνικό Αγώνα για την Ανεξαρτησία και στο φιλελληνικό κίνημα. Ιδιαίτερα μετά την τραγική απώλεια του στενού του φίλου και ένθερμου υποστηρικτή της Ελληνικής Επανάστασης, Percy Bysshe Shelley (1792-1822). Η αφοσίωση του Βύρωνα στην ελληνική υπόθεση τροφοδότησε όλο το κίνημα.
Αν και δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις, ο Λόρδος Βύρων αναγνωρίσθηκε ως ένας εμβληματικός φιλέλληνας, ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η εικόνα του ως στρατιωτικού ηγέτη, με ένδυμα Έλληνα αξιωματικού, απεικονίσθηκε σε πολλούς πίνακες και αντικείμενα τέχνης στην Ευρώπη. Συχνά συνδέθηκε με το Μεσολόγγι και τον Μάρκο Μπότσαρη, τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα και ο θάνατος του στο Μεσολόγγι, ενέπνευσαν χιλιάδες Φιλέλληνες σε όλο τον κόσμο να ενταχθούν και να υποστηρίξουν τις φιλελληνικές επιτροπές στις χώρες τους. Οι Φιλέλληνες συγκέντρωσαν κεφάλαια υπέρ της Ελληνικής Υπόθεσης και περιέθαλπαν θύματα του πολέμου. Απελευθέρωναν Έλληνες σκλάβους από τα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ έστελναν στρατιωτικό εξοπλισμό και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα. Ακόμη, ταξίδευσαν εκεί για να ενταχθούν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως εθελοντές και να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου αποτελεί την κορυφαία στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης και του φιλελληνικού κινήματος. Έρχεται να δικαιώσει τους πολυετείς αγώνες των Ελλήνων, του Λόρδου Βύρωνα και χιλιάδων άλλων Φιλελλήνων σε όλον τον κόσμο, με αίτημα την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού. Η εμβληματική αυτή Ναυμαχία, σηματοδότησε επίσης την αρχή μίας σειράς συμμαχιών στην Ευρώπη, βασισμένων στις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, και έθεσε τις βάσεις για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Πηγή: Μουσείο Φιλελληνισμού
Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ὁ ἐν Ἰωαννίνοις ἀθλήσας, πολιούχος των Ιωαννίνων

Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,
Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν,
ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν·
ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν,
τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως
πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Απολυτίκιο, Ήχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον)
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τσούρχλι τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν (σήμερα φέρει τήν ὀνομασία Ἅγιος Γεώργιος) ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τή Βασίλω, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τή γεωργία. Λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος∙ ἀνετράφη, ὅμως, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Σέ μικρή ἡλικία, μόλις 8 ἐτῶν, ὀρφάνεψε καί ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ καί τῆς ἀδερφῆς του, πτωχῶν καί τούτων γεωργῶν. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στά Ἰωάννινα, ὅπου ὁ Γεώργιος, ἔρημος καί άπροστάτευτος, προσκολλήθηκε σέ διάφορους ἀγάδες γιά να καταλήξει ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ ᾿Ιμίν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, κοντά στόν ὁποῖο παρέμεινε γιά ὀκτώ χρόνια.
Ὁ Ἀβδουλά εἶχε ὅλον τόν καιρό νά ἐκτιμήσει τόν ὑπηρέτη του ὡς ἁπλό, πρᾶο, ἄκακο, αὐθεντικό, ἠθικά ἀκέραιο. Τόν ἐμπιστεύτηκε καί τόν περιέβαλε μέ τή στοργή καί τήν ἀγάπη του, ἐνῷ τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐκτελεῖ ἀκώλυτα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί νά συχνάζει στούς ναούς τῶν Ἰωαννίνων.
Ἡ ὁλοφάνερη εὔνοια τοῦ Ἀβδουλᾶ πρός τόν χριστιανό Γεώργιο προκάλεσε τή ζηλοφθονία τῶν συνυπηρετῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν «γκιαβούρ Χασάν», δηλαδή ἄπιστο Χασάν. Ἔτσι, μέ τον καιρό καί τή συνήθεια ἑδραιώθηκε ἡ πίστη ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν μουσουλμάνος. Ὁ ἴδιος, βέβαια, παρέμενε στέρεος στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως.
Τό 1836 ὁ Ἰμίν πασᾶς ἔγινε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας τῶν Ἰωαννίνων. Μεταξύ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἐπιτελείου του καί ὁ ἔμπιστός του Χατζή Ἀβδουλά μέ τόν δικό του ὑπομίσθιο, τόν Γεώργιο. Ἦταν τότε πού κάποιοι φίλοι του τόν παρακίνησαν νά ἀρραβωνιασθεῖ μιά νέα ἐνάρετη Γιαννιώτισσα, τήν Ἑλένη. Ἀλλά τήν ἡμέρα τῶν ἀρραβώνων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης ἕνα σοβαρό ἐπεισόδιο σκίασε τό εὐτυχές γεγονός. Ἕνας Τουρκογιαννιώτης χότζας, γνωρίζοντας τόν ἱπποκόμο τοῦ Ἀβδουλᾶ καί στηριζόμενος περισσότερο στήν ὀνομασία του ὡς Γκιαούρ Χασάν παρά στήν πραγματικότητα, τόν κατέδωσε στόν μεχκεμέ (=δικαστήριο) ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὑποστήριξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Ὁ κατής, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀνθρώπου ἰσχυροῦ κοντά στόν ἡγεμόνα, σκέφτηκε νά καλέσει καί τόν ἴδιο τόν Ἀβδουλά. Κατ’ ἄλλη μαρτυρία, ὁ Ἀβδουλά, μαθαίνοντας ὁ ἴδιος τήν περιπέτεια τοῦ ἱπποκόμου του, ἔσπευσε αὐτόκλητος στό δικαστήριο. Ἤλεγξε τότε ὀργισμένος τόν κατή λέγοντας ὅτι αὐτός γνώριζε πάντα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν μουσουλμάνος ἀλλά χριστιανός καί ὡς χριστιανός ἦταν ἀπερίτμητος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, τόν ἄφησαν ἐλεύθερο καί καταχώρησαν τό ὄνομά του στόν κώδικα τῶν χριστιανῶν.
Ἀργότερα, ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν ῾Ελένη. Οἱ μαρτυρίες γιά τόν χρόνο τέλεσης τῶν γάμων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης δέν συμπίπτουν. Κατ’ ἄλλους οἱ γάμοι τελέσθηκαν τόν Αὔγουστο τοῦ 1836, κατ’ ἄλλον τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 καί κατ’ ἄλλους τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.
Ἕνα περίπου μήνα μετά τό γάμο του ὁ Γεώργιος ἔφυγε ἀπό τά Γιάννινα καί ἐπέστρεψε τόν Ἰούνιο τοῦ 1837.
Κατόπιν, ὁ ἅγιος προσκολλήθηκε, ὡς ἱπποκόμος πάντα, στόν μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε κατά τά τέλη Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη. Ξημερώνοντας, ἡ Ἑλένη γέννησε ἀγόρι. «Ἐχάρη ὁ εὐλογημένος ὅτι ἠξιώθη νά γίνῃ πατήρ» καί ζήτησε ἀπό τόν κύριό του τήν ἄδεια νά παραμείνει στά Ἰωάννινα γιά μερικές ἡμέρες, ὥστε νά παραστεῖ καί στή βάφτιση τοῦ γιοῦ του.
Ἡ βάφτιση τοῦ νεογέννητου ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838, ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ νεοφώτιστος ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης.
Τή Δευτέρα, 10 Ἰανουαρίου 1838, ὁ μουσελίμης τῶν Φιλιατῶν ἀνεχώρησε ἀπό τά Ἰωάννινα, γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἕδρα του. Ὁ Γεώργιος προτίμησε αὐτή τή φορά νά μήν ἀκολουθήσει τόν κύριό του, ἀλλά νά παραμείνει στά Ἰωάννινα, κοντά στήν οἰκογένειά του.
Τήν Τρίτη, 11 Ἰανουαρίου 1838, «ἔλαβε οἱονεί προαίσθησιν τοῦ στεφανίτου ἀγῶνος του». Ὁ Γεώργιος παραδόθηκε σ’ ἕνα ἰσοθάνατο, ὁλοήμερο ὕπνο. Πολλές φορές προσπάθησαν νά τόν ξυπνήσουν, ἄλλ’ ὁ ἅγιος δέν αἰσθανόταν τό παραμικρό. Ξύπνησε, τελικά, ἀργά τό βράδυ.
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…
Κατευθύνθηκε στήν πλατεῖα τοῦ Πλατάνου (σημ. Πλατεῖα Γεωργίου Σταύρου), στό Γυαλί καφενέ. Ἐκεῖ τόν ἅρπαξε ὁ χότζας πού τόν εἶχε κατηγορήσει καί στό παρελθόν, φωνάζοντάς του ὅτι ἐμπαίζει τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ φωνές τοῦ χότζα συγκέντρωσαν πολύ κόσμο, μουσουλμάνους καί χριστιανούς. Ὁ Γεώργιος παρακάλεσε τόν Χότζα νά τόν ἀφήσει ἀλλά μάταια. Ἀκόμα καί ὁ ἀδελφός τῆς Ἑλένης, ὁ Ἀλέξιος, πού τυχαῖα διερχόταν ἀπό τόν τόπο τῆς σύλληψης, προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ φανατικοῦ χότζα τόν γαμβρό του.
Τό ἐπεισόδιο ἐκτυλισσόταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τοῦ Νταούτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τό θόρυβο καί τήν ταραχή πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἔστειλε ἀνθρώπους του νά ὁδηγήσουν τόν Γεώργιο ἐνώπιόν του. Ὁ Γεώργιος ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ θαρραλέα: «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός πεθαίνω». Τότε ὁ παριστάμενος μπουλούκμπασης ἔδωσε ἐντολή νά δέσουν τά χέρια τοῦ Γεωργίου καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν μεχκεμέ. Ὁ δικαστής ἀναγνώρισε τόν ἅγιο ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνιση στό δικαστήριο καί προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν ἐκβιάσει νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε, ὅμως, σταθερός στήν πίστη του καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή.
Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, Ἰωακείμ ὁ Χῖος, μόλις πληροφορήθηκε τά διαδραματισθέντα, ἔσπευσε στόν μεχκεμέ (δικαστήριο) πρῶτα καί κατόπιν στό Διοικητήριο ζητώντας τήν ἀπόλυση τοῦ Γεωργίου, ἀλλά οἱ λόγοι του δέν ἔπιασαν τόπο.
Τό πρωΐ τῆς Πέμπτης ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται καί πάλι στό δικαστήριο. Ὁ δικαστής μετέρχεται τώρα κολακεῖες καί νουθεσίες καί ὑποσχέσεις γιά νά πείσει τόν Γεώργιο νά ἐξομόσει μέ ἀντάλλαγμα ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ Γεώργιος φώναζε μόνο: «Χριστιανός εἶμαι».
Οἱ Μουσουλμάνοι μαίνονται, μαστιγώνουν ἀνελέητα τόν Γεώργιο καί τόν ξανακλείνουν στή φυλακή. Ἀσφαλίζουν τά πόδια του στη φοβερή ποδοκάκη. Βάζουν βαριά πέτρα στό στῆθος του, τόν πιέζουν ποικιλοτρόπως νά ἐξομόσει. Παρά τά πολυειδῆ μαρτύρια ὁ Γεώργιος κοιμήθηκε γαλήνιος.
Ἡ Παρασκευή πέρασε γιά τόν Γεώργιο ἐν μέσῳ πολυειδῶν βασάνων: βραστό λάδι, πυρακτωμένα περόνια στά ἀπόκρυφα μέλη του, ἀκίδες στά νύχια του.
Ξημερώνοντας Σάββατο ὁδηγεῖται πάλι στόν κατή. Πλῆθος φανατικῶν Ὀθωμανῶν ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό δικαστήριο, ὅπου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά λάβει ἐπιβράβευση ἤ νά παραμείνει πιστός καί νά θανατωθεῖ. Ὁ Γεώργιος ἔδειξε ἀνδρεία ψυχή καί ὁμολόγησε εὐθαρσῶς μπροστά σέ ὅλους τους ἀσεβεῖς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ: «Χριστιανός ἤμουν ἀπ’ τήν ἀρχή, χριστιανός εἶμαι καί θα εἶμαι μέχρι τήν τελευταία μου πνοή». Τρείς φορές εἰσήχθη στόν κριτή καί τρείς φορές ἐξήχθη παραμένοντας σταθερός στήν ὁμολογία του. Τότε δόθηκε ἡ ἀπόφαση γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ κριτῆ νά θανατωθεῖ.
Ὑπέρ τοῦ Γεωργίου παρενέβησαν καί οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, καθώς καί προύχοντες τῆς πόλεως καί συγγενεῖς του, χωρίς ἀποτέλεσμα.
Τόσο οἱ ἀρχιερεῖς ὅσο καί κάποιοι ἄλλοι Ἰωαννῖτες δέν παρέλειπαν νά στέλνουν ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο προκειμένου νά στηρίξουν τόν Γεώργιο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν συγκρατουμένων καί τῆς ἰδίας τῆς συζύγου του, τῆς Ἑλένης, ὁ Γεώργιος ἦταν ἠρεμώτατος.
Στίς 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στό Κουρμανιό, περιοχή τῆς ἀγορᾶς κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ φρουρίου, καί δέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί ἐνόσῳ τό σκήνωμα τοῦ νεομάρτυρα παρέμενε στήν ἀγχόνη, φῶς ἐν εἴδει στεφάνου κατέβαινε στήν κεφαλή τοῦ Αγίου.
Τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τόν Μουσταφά πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ (ἤ ἐξαγοράστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία) καί μεταφέρθηκε στόν δεύτερο ἐξώστη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκεῖ τόν σαβάνωσαν καί τόν κατέβασαν στό μέσον τοῦ νεότευκτου τότε ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἀνέμεναν οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, τό ἱερατεῖο τῆς πόλεως καί πλῆθος χριστιανῶν. Μετά τό τέλος τῆς πάνδημης ἐντάφιας ἀκολουθίας, ἡ σορός μεταφέρθηκε καί κατατέθηκε σέ τάφο κοντά στή δυτική πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος.
Μετά τό μαρτύριο καί τήν ταφή τοῦ Γεωργίου ἕνας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε τήν πόλη. Πλῆθος παραλύτων καί πασχόντων ἀπό ποικίλες ἀσθένειες προστρέχοντας στόν ἅγιο λάμβαναν τή θεραπεία τους. Ἀκόμη καί «μιά Τούρκα (Τουρκάλα) ἄρπαξε τήν κάλτσα ἀπό τό πόδι τοῦ ἁγίου καί ἔτρεξεν εἰς μίαν ἄρρωστη Τούρκα, ἥτις ἐθεραπεύθη ἀμέσως». Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες ὁ ἅγιος εἰκονίζεται κρεμασμένος καί φορώντας κάλτσα μόνο στό ἕνα πόδι. Ἡ πρώτη μάλιστα εἰκόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις μέρες μετά τό μαρτύριό του.
Ἔτσι, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γεωργίου ἐπεβλήθηκε ἀμέσως στή συνείδηση τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καί ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἐντός περίπου δεκαεννιά μηνῶν άπό τό μαρτυρικό θάνατο καί τήν ταφή του.
Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, πού κατετέθηκε στό νεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, στήν πλατεῖα Πάργης.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων
Ελληνικά κάλαντα

Στον πίνακα τα Κάλαντα (1872) του σπουδαίου Έλληνα ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (1832 – 1904) εικονίζεται το γνωστό έθιμο της παραμονής της πρωτοχρονιάς. Είναι σούρουπο και το φεγγάρι ανεβαίνει ολόγιομο στον ουρανό. Στο εσωτερικό μιας αυλής αγροτικού σπιτιού πέντε παιδάκια ντυμένα με ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές τραγουδούν τα κάλαντα. Τις φωνές τους συνοδεύει ο ήχος του ταμπούρλου και της φλογέρας. Στην πόρτα του σπιτιού, δεξιά, στέκεται και ακούει η νοικοκυρά με το μωρό της στην αγκαλιά. Στο βάθος, τέλος, πίσω από τον ψηλό ασβεστωμένο μαντρότοιχο, προβάλλει το κεφαλάκι κάποιου περίεργου πιτσιρίκου, του οποίου την προσοχή τράβηξε το τραγούδι των παιδιών.
Ακούστε κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων από τις περιοχές του ελληνισμού, με οδηγό το Αρχείο της Δόμνας Σαμίου πατώντας εδώ.
Πηγή: Νικηφόρος Λύτρας, Οι Έλληνες ζωγράφοι, Α΄ τόμος, Από τον 19ο αιώνα στον 20ο, σ. 110, «Μέλισσα»
Άννα Κομνηνή, βυζαντινή πριγκίπισσα και ιστορικός
της Ιωάννας Βούλγαρη, θεολόγου του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”

Η Άννα Κομνηνή (1 Δεκεμβρίου 1083 – 1153 μ.Χ.)[1] ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και εγγονή της Άννας Δαλασσηνής. Θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες ιστοριογράφους των μεσαιωνικών χρόνων. Η εξαιρετική παιδεία της αναδεικνύεται στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς (1148), στο οποίο καταγράφει την αποκλειστική βιογραφία του πατέρα της, Αλέξιου Α΄ Κομνηνού[2]. Πρόκειται για μια ιστορική πηγή μοναδικής αξίας, η οποία καλύπτει τα γεγονότα της περιόδου 1069-1148. Ιδιαιτέρως, επειδή παρέχει μια θεώρηση της πρώτης σταυροφορίας διαφορετική από εκείνη των ιστορικών της Δύσης.
«Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας. Πότε πράγματα ασήμαντα και πότε μεγάλα και αξιομνημόνευτα και, όπως λέει ο τραγικός ποιητής, φέρνει στο φως τα άδηλα και κρύβει τα φανερά. Αλλά ο λόγος της ιστορίας γίνεται φράγμα πανίσχυρο για το ρεύμα του χρόνου και σταματάει κατά κάποιον τρόπο την ακάθεκτη ροή του κι απ’ όσα συμβαίνουν στο κύλισμά του, συγκρατεί και περισφίγγει όλα όσα επιπλέουν και δεν τ’ αφήνει να ξεγλιστρήσουν σε λήθης βυθούς.» Αλεξιάς, Πρόλογος, μετάφραση Α. Σιδέρη[3].
Μπορείτε να διαβάσετε την Αλεξιάδα πατώντας πάνω στο εξώφυλλο:
[2] Άννα Κομνηνή, Βυζαντινή πριγκίπισσα και ιστορικός, Περί βιβλιοθηκών, ανακτήθηκε 1/12/2024
[3] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, μετάφραση Α. Σιδέρη, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, ανακτήθηκε 1/12/2024
[4] Πηγή εικόνας
Ήξερες ότι…

Ο ταύρος θεωρείται ως το αρχαίο έμβλημα της Ηπείρου και απεικονίζεται στην οπίσθια όψη του αργυρού δίδραχμου (νόμισμα) του Κοινού των Ηπειρωτών (231-168 π.Χ.) μέσα σε στεφάνι βελανιδιάς να ορμάει προς τα δεξιά. Αναγράφεται το εθνικό «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ», που σημαίνει «Ηπειρωτών» στη δωρική διάλεκτο[1].
[1] Κοινό Ηπειρωτών, ανακτήθηκε στις 29/11/2024