Αρχική » Διηγήματα/Μυθιστορήματα

Αρχείο κατηγορίας Διηγήματα/Μυθιστορήματα

watercolor books 8953772 1280
Πρότεινέ μας ένα βιβλίο λογοτεχνίας, πατώντας πάνω στην εικόνα!

Kατηγορίες

Ιστορικό

Σαν σήμερα

12/2: Ημέρα της Ερυθράς Χειρός
Η Ημέρα της Ερυθράς Χειρός ή Ημέρα του Κόκκινου Χεριού γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 12 Φεβρουαρίου με σκοπό να θυμήσει και να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες του κόσμου για τα παιδιά που στρατεύονται παρά τη θέλησή τους σε πολέμους και ένοπλες συγκρούσεις. Πρόκειται για τη χειρότερη μορφή παιδικής κακοποίησης.
   - Σχετικές αναρτήσεις

Translate

“Η ενεργός αγάπη” του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

“Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ’ όνειρό τους. Και να’ ναι σα μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν. 

Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως – ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ’ όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε τον σκοπό σας, μα αντίθετα ξεφύγατε απ’ αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα ‘χετε φτάσει στο σκοπό.”

«Αδελφοί Καραμάζωφ» (απόσπασμα), Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Πηγή

Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσω!

Υπάρχει κάποιο βιβλίο λογοτεχνίας, που θεωρείτε ότι αξίζει να διαβάσουμε; Μπορείτε να μας το προτείνετε, γράφοντας μόνο τον τίτλο του βιβλίου και τον συγγραφέα του στα Σχόλια. Δεν απαιτείται να συμπληρώσετε τα υπόλοιπα πεδία.

Πηγή

“Ο Μικρός Πρίγκιπας” του Antoine de Saint-Exupéry (1900-1944)

Και τότε εμφανίστηκε η αλεπού.
«Καλημέρα» είπε η αλεπού.
«Καλημέρα» είπε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε αλλά δεν είδε τίποτα.
«Εδώ είμαι» είπε η φωνή, «κάτω απ’ τη μηλιά…»
«Τι είσαι εσύ;» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Είσαι πολύ όμορφη…»
«Είμαι μια αλεπού» είπε η αλεπού.
«Έλα να παίξουμε» της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. «Είμαι πολύ λυπημένος…»
«Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου» είπε η αλεπού. «Δεν είμαι εξημερωμένη».
«Α, συγγνώμη!» έκανε ο μικρός πρίγκιπας.
Μα, αφού το σκέφτηκε, πρόσθεσε:
«Τι θα πει “εξημερωμένη”;»
«Δεν είσαι από δω» είπε η αλεπού. «Ψάχνεις για τίποτα;»
«Ψάχνω για τους ανθρώπους» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Τι θα πει “εξημερωμένη”;»
«Οι άνθρωποι» είπε η αλεπού «έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Φοβερό πράμα. Θρέφουν όμως και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Ψάχνεις για κότες;»
«Όχι» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Ψάχνω για φίλους. Τι θα πει “εξημερωμένη”;»
«Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό» είπε η αλεπού. «Θα πει “να κάνεις δεσμούς”…»
«Να κάνεις δεσμούς;»
«Ασφαλώς» είπε η αλεπού. «Για μένα είσαι ως τώρα μονάχα ένα αγοράκι, ίδιο κι απαράλλαχτο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δε σ’ έχω ανάγκη. Ούτε κι εσύ με έχεις ανάγκη. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού, ίδια με άλλες εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με εξημερώσεις, θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο…»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Υπάρχει κάποιο λουλούδι… νομίζω ότι μ’ έχει εξημερώσει…»
«Δεν αποκλείεται» είπε η αλεπού. «Βλέπει κανείς σ’ αυτή τη Γη τόσα και τόσα…»

Η αλεπού όμως ξανάπιασε την αρχική της σκέψη:
«Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, με κυνηγάνε οι άνθρωποι, Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Κάπως βαριέμαι λοιπόν. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα λάμψει. Θα αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων αλλιώτικο απ’ όλους τους άλλους. Τα βήματα των άλλων με κάνουν και χώνομαι στη γη. Τα δικά σου θα με καλούν έξω απ’ τη γη, σαν να ‘ναι μουσική. Ύστερα δες! Να, κάτω εκεί, βλέπεις εκείνα τα σπαρμένα χωράφια; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι δε μου χρειάζεται, Τα στάχυα στα χωράφια δε μου θυμίζουν τίποτα. Κρίμα, ε! Εσύ όμως έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Έτσι, θα είναι υπέροχα όταν μ’ εξημερώσεις! Το χρυσαφένιο στάρι θα μου θυμίζει εσένα. Και θ’ αγαπάω τη βουή του ανέμου μες στα στάχυα».
Η αλεπού σώπασε και κοίταξε κάμποση ώρα το μικρό πρίγκιπα.
«Σε παρακαλώ… εξημέρωσε με!» είπε.
«Θα το ‘θελα πολύ» απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, «αλλά δεν έχω πολύ καιρό. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και να μάθω πολλά».
«Δε μαθαίνεις παρά τα πράγματα που εξημερώνεις» είπε η αλεπού. «Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Όλα τα παίρνουν έτοιμα από τα μαγαζιά. Αφού όμως δεν υπάρχουν μαγαζιά που να πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!»
«Τι πρέπει να κάνω;» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
«Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή» απάντησε η αλεπού. «Θα κάτσεις πρώτα λίγο μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάω με την άκρη του ματιού και δε θα βγάλεις άχνα. Τα λόγια είναι που δημιουργούν τις παρεξηγήσεις. Κάθε μέρα όμως, θα μπορείς να κάθεσαι και λιγάκι πιο κοντά…»
Την άλλη μέρα ξανάρθε ο μικρός πρίγκιπας.
«Θα ήταν καλύτερα να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα» είπε η αλεπού. «Αν έρχεσαι, ας πούμε, στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις θ’ αρχίζω να ‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα περνά η ώρα, τόσο θα νιώθω ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, θα πηγαινοέρχομαι και θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας! Αν όμως έρχεσαι όποτε να ‘ναι, ποτέ δε θα ξέρω πότε ακριβώς να σου ‘χω ανοίξει την καρδιά μου… Χρειάζεται τελετουργία».
«Τι θα πει “τελετουργία”;» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
«Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί» είπε η αλεπού. «Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να διαφέρει από την άλλη, τη μια ώρα από την άλλη. Οι κυνηγοί μου, ας πούμε, έχουν κάποια τελετουργία. Χορεύουν κάθε Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Έτσι η Πέμπτη είναι υπέροχη μέρα! Πάω και μια βόλτα ως το αμπέλι. Αν όμως χόρευαν οι κυνηγοί όποτε να ‘ναι, όλες οι μέρες θα ‘ταν ίδιες, κι εγώ δε θα ‘χα ανάπαυλα ούτε στιγμή».
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Και όταν πλησίασε η ώρα που θα έφευγε:
«Αχ!» είπε η αλεπού. «Θα κλάψω».
«Εσύ φταις» είπε ο μικρός πρίγκιπας, «εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ όμως ήθελες να σε εξημερώσω…»
«Και βέβαια» είπε η αλεπού.
«Όμως θα κλαις!» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
«Και βέβαια» είπε η αλεπού.
«Επομένως δεν κέρδισες τίποτα!»
«Κέρδισα» είπε η αλεπού, «κέρδισα το χρώμα του σταριού!»
Και πρόσθεσε:
«Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Όταν ξανάρθεις να με αποχαιρετίσεις θα σου χαρίσω ένα μυστικό».
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
«Δε μοιάζετε καθόλου με το τριαντάφυλλο μου, δεν είστε ακόμα τίποτα» τους είπε. «Κανένας δε σας εξημέρωσε και δεν εξημερώσατε κανέναν. Είστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού σαν εκατό χιλιάδες άλλες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο».
Και τα τριαντάφυλλα στενοχωρήθηκαν.
«Είστε όμορφα, μα είστε άδεια» τους είπε ακόμα. «Κανένας δε θα πεθάνει για χάρη σας. Βέβαια, ένας τυχαίος, περαστικός, θα νόμιζε ότι το δικό μου σας μοιάζει, Όμως εκείνο, μόνο του, είναι πολύ πιο σπουδαίο απ’ ό, τι είστε όλα μαζί, γιατί εκείνο το πότισα– γιατί εκείνο το έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα– γιατί εκείνο το προστάτεψα απ’ τον αέρα γιατί για χάρη του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις που άφησα για να γίνουν πεταλούδες) γιατί εκείνο τ’ άκουσα να μου παραπονιέται ή να παινεύεται ή και, καμιά φορά, να σωπαίνει– γιατί είναι το τριαντάφυλλο μου».
Και ξαναγύρισε στην αλεπού.
«Αντίο» της είπε…
«Αντίο» είπε η αλεπού. «Άκου το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια».
«Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια» επανέλαβε κι ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
«Ο καιρός που αφιέρωσες στο τριαντάφυλλο σου είναι που κάνει το τριαντάφυλλο τόσο σημαντικό».
«Ο καιρός που αφιέρωσα στο τριαντάφυλλο μου…» είπε κι ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
«Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια» είπε η αλεπού. «Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα ‘σαι για πάντα υπεύθυνος για κείνα που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο σου…»
«Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο μου…» επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.



Λήψη αρχείου

“Δον Κιχώτης” του Μιγκέλ ντε Θερβάντες (1547-1616)

“Ξέρεις πόσα χρόνια περιπλανιέμαι στην πραγματικότητά σας;
Ξέρεις πόσες φορές έχω δει τη ζωή όπως είναι πραγματικά;
Τόσες όσες δεν μπορείς να φανταστείς.
Πόνος, εξαθλίωση, πείνα και απίστευτη σκληρότητα.
Είδα ανθρώπους να ταπεινώνονται τόσο, που να αναρωτιούνται γιατί γεννήθηκαν.
Είδα φίλους μου να πεθαίνουν μέσα στην απελπισία.
Ξέρεις τι έβλεπα στο βλέμμα τους την τελευταία τους στιγμή;
Σύγχυση. Μια τεράστια απορία πλανιόταν στα μάτια τους. Γιατί;
Δεν νομίζω ότι ρωτούσαν γιατί πεθαίνουν, αλλά γιατί έχουν ζήσει…
Όταν η ίδια η ζωή είναι τόσο παράλογη,
ποιος μπορεί να πει
τι είναι τρέλα και τι είναι λογική;
Ίσως τρέλα μπορεί να είναι το να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας.
Να γινόμαστε πρακτικοί, νομίζοντας ότι μπορούμε να δούμε την πραγματικότητα.
Ίσως αυτό να είναι τρέλα.
Να ψάχνουμε θησαυρούς εκεί που σωρεύονται σκουπίδια.
Ίσως η πολλή λογική να είναι τρέλα.
Και τι μεγαλύτερη τρέλα απ’ όλες,
να βλέπεις τη ζωή όπως είναι
και όχι όπως θα έπρεπε να είναι”

(απόσπασμα, Δον Κιχώτης, Miguel de Cervantes Saavedra) 

Μπορείτε να διαβάσετε τον “Δον Κιχώτη” πατώντας πάνω στο εξώφυλλο:

Miguel de Cervantes 1605 El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha
Το εξώφυλλο του πρωτότυπου  βιβλίου (1605)

 

Δον Κιχώτης
Χάλκινα αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, στην πλατεία Plaza de España στη Μαδρίτη

Έχοντας διαβάσει πολλά ιπποτικά μυθιστορήματα, ο Ισπανός αγρότης Αλόνσο Κιχάνο θεωρεί ότι είναι ιππότης και έτσι αλλάζει το όνομά του σε Δον Κιχώτης. Μαζί με τον ιπποκόμο του Σάντσο και το κοκαλιάρικο άλογό του Ροσινάντε ξεκινά ένα ταξίδι στην Ισπανία του 16ου αιώνα.

Ο ονειροπόλος Δον Κιχώτης, ερωτευμένος με την όμορφη Δουλτσινέα, ζει απίστευτες περιπέτειες μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, έχοντας κυριευτεί από αισθήματα δικαιοσύνης και ρομαντισμού, που κυριαρχούν την εποχή των ιπποτών. Η πραγματικότητα, ωστόσο, επιφυλάσσει για εκείνον και τον Σάντσο ατελείωτες και διασκεδαστικές περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο και έγιναν φωτεινά σύμβολα για ανθρώπους όλων των ηλικιών.

Ο συγγραφέας

Miguel de Cervantes Saavedra
Miguel de Cervantes Saavedra

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1547 και πέθανε στην ίδια πόλη το 1616. Θεωρείται ο κορυφαίος “μυθιστοριογράφος” των νεώτερων χρόνων, ο πατέρας του μυθιστορήματος. Ήταν στρατιωτικός καριέρας και πολέμησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), όπου τραυματίστηκε και έκτοτε είχε αναπηρία στο αριστερό χέρι, οπότε αναγκάστηκε “να δοξάσει το άλλο χέρι”, όπως έλεγε ο ίδιος. Το 1575 ο Θερβάντες αιχμαλωτίστηκε από Τούρκους κουρσάρους και πουλήθηκε ως σκλάβος στο Αλγέρι. Επιστρέφοντας στην Ισπανία, έζησε δυστυχισμένος, μεταξύ φτώχειας και φυλακής. Το σημαντικότερο έργο του “Ο Δον Κιχώτης”, το οποίο έγραψε στα χρόνια 1605-1615, είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα και αποτελεί σταθμό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά έργα του είναι: “Η Γαλάτεια” (1585), “Οι παραδειγματικές νουβέλες” (1613), το ποίημα “Το ταξίδι στο Πορνάζο”, κ.α.

Πηγή: Βιβλιοnet

“Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Λήψη αρχείου

“Χριστούγεννα στη σπηλιά” του Φώτη Κόντογλου

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ’ εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά ‘ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά ‘τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά ‘τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού ‘χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.

«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»

Τους πήγανε στη σπηλιά.

«Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό ‘λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά ‘ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!

Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ‘κανε!»

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο.

«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»

Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.

Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».

Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ‘μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’ – Απόστολο με τον μούτσο.

Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!

Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίδοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Πηγή

«Η Σταχομαζώχτρα» – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Σταχομαζώχτρα» πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς».

Περίληψη: Η θεία-Αχτίτσα ζούσε πολύ φτωχικά με τα δυο εγγονάκια της, ώσπου μια μέρα ήρθε ένα γράμμα από το γιο της που έλειπε χρόνια στα ξένα. Ένα γράμμα που άλλαξε σε μια στιγμή τη ζωή των δυο μικρών ορφανών και της καλής γιαγιάς τους.



Λήψη αρχείου

[1] Πηγή

Λέων Τολστόι – Διήγημα: “Τα τρία ερωτήματα”

Ο Λέων Τολστόι είναι Ρώσος συγγραφέας και ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια. Είναι γνωστός για τα αριστουργηματικά μυθιστορήματά του “Πόλεμος και Ειρήνη” (1869) και “Άννα Καρένινα” (1877). Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 20 Νοεμβρίου 1910.



Λήψη αρχείου

European Radio Logo

Ψηφιακός κατάλογος βιβλίων

981832f213c174e4c908647a84db2516
Πατήστε πάνω στην εικόνα για να δείτε ψηφιακά τη συλλογή των βιβλίων μας, να διαβάσετε τις περιλήψεις τους και να δανειστείτε αυτά που σας ενδιαφέρουν! (Ο κατάλογος ανανεώνεται διαρκώς!)

Σκακιστική άσκηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση