«Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ‘κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση» Οδυσσέας Ελύτης

Το παιδομάζωμα
Ανάθεμα σε, Βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε
με το κακόν οπόκαμες, με το κακό που κάνεις!
Στέλνεις, τραβάς τους γέροντάς, τους πρώτους, τους παπάδες,
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις Γιανιτσάρους.
Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά, κ’ οι αδερφές τ’ αδέρφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι κι όσο να ζω θα κλαίγω
πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου.
Του πολέμου του ’21
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν ταηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα.
“Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι’ ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι”.
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά.
Κι’ ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας,
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ ‘ς τα καμπαναριά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου ‘ς τα τζαμιά.
Κι’ όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
Του Διάκου (24 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά ‘ς τη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
“Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες”.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
“Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω ‘ς την Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια”.
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
‘ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε”.
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
Έμεινε ο Διάκος ‘ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και ‘ς τον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά ‘ς το δρόμο τον ερώτα.
“Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης ‘ς το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;”
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
“Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάταις, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας”.
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει.
“Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι”.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και ‘ς το σουβλίι τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.
“Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι”.
Του Κανάρη
Δέκα μπουμπάρδες τούρκικες μες στα νησιά γυρνούνε
για τον Κανάρη ψάχνουνε να τον εκδικηθούνε.
Τον Κανάρη για να βρούνε
Οι μπουμπάρδες τριγυρνούνε.
Μα ο Κανάρης πονηρός πάντα τους ξεγελάει
και στις μπουμπάρδες τούρκικες μπουρλότο τους κολλάει.
Μα δυο μικρά πλεούμενα Πιπίνου και Κανάρη
οι Τούρκοι που γλεντούσανε δεν πήρανε χαμπάρι.
Χαρά που το ‘χουν τα βουνά
Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά,
χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνια.
Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες.
Κλέφτικη ζωή
Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.
Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα
Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
Του Βασίλη
Μάννα, μ’ έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.
«Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς ‘ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και ‘ τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι».
Να ήσουνα πετροπέρδικα ‘ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν’ αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί ‘ς το χέρι,
κι’ απ’ τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
«Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω».
«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες,
χωριά κι” αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι ‘ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά ‘ς τα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους, να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις.”
Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται.
“Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό ‘ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι.”
Ήταν η μέρα βροχερή
Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
Άιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
Άιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου,
δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο.
Του Μπραΐμη
Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (των Κολοκοτρωναίων)
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
“Χριστέ μας, ‘βλόγα τα σπαθιά, ‘βλόγα μας και τα χέρια”.
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
“Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν’ αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
‘τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω”.
Το Μεσολόγγι
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ’ άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
Του Μάρκου Μπότσαρη
Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.
Το Μάρκο παν’ στην εκκλησιά, το Μάρκο παν’ στον τάφο.
Εξήντα παπάδες παν’ μπροστά και δέκα δεσποτάδες.
Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας.
Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι.
Πώς να σ’κωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω;
Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου.
Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος.
Μπορείτε να ακούσετε ηρωικά τραγούδια για την Επανάσταση του 1821 από το Αρχείο της Δόμνας Σαμίου.