
Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια– από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής– έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Έλληνας γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ό,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
(Γ. Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Νέες Εποχές, 15/9/2002)