Αρχική » Επιστήμες » Φιλοσοφία της Επιστήμης – Ο Θετικισμός και ο Κριτικός Ορθολογισμός

Η αφίσα της ταινίας μικρού μήκους των μαθητών του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”

Afisa Ntokimanter Agios Neomartys Georgios o en Ioanninois athlhsas To shmeion ths eleytherias

Ντοκιμαντέρ: Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις – Το “σημείον” της ελευθερίας

Kατηγορίες

Ιστορικό

Σαν σήμερα

15/4/1912: Βυθίζεται ο «Τιτανικός»
Βυθίζεται ο «Τιτανικός», ύστερα από ένα φοβερό χτύπημα με παγόβουνο στο Βόρειο Ατλαντικό. Από τους 2.340 επιβαίνοντες, χάνονται στα παγωμένα νερά οι 1.595 .
   - Σχετικές αναρτήσεις

15/4/421 π.Χ: Η Σπάρτη και η Αθήνα διακόπτουν τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, υπογράφοντας τη «Νίκειο Ειρήνη»... Θα διαρκέσει μόνο έξι χρόνια.
Η Σπάρτη και η Αθήνα διακόπτουν τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, υπογράφοντας τη «Νίκειο Ειρήνη»... Θα διαρκέσει μόνο έξι χρόνια.
   - Σχετικές αναρτήσεις

15/4/: Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης
H Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης (World Art Day) γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 15 Απριλίου, ημερομηνία γέννησης Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
   - Σχετικές αναρτήσεις

Translate

Φιλοσοφία της Επιστήμης – Ο Θετικισμός και ο Κριτικός Ορθολογισμός

από τον Αντώνη Κύρο, καθηγητή Φυσικής του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “Ακαδημία”

Επιστήμη και Φιλοσοφία

Η επιστήμη είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία προϋποθέτει από τη μια πλευρά μια αντικειμενική φυσική πραγματικότητα και από την άλλη ένα νοήμον υποκείμενο, το οποίο να μπορεί να παρατηρεί με τις αισθήσεις του την πραγματικότητα αυτή και να συλλέγει εμπειρικά δεδομένα, τα οποία  τα επεξεργάζεται με το νου του και καταλήγει έτσι σε συμπεράσματα, νόμους και θεωρίες. Τα συμπεράσματα αυτά αποτελούν το προϊόν της εφαρμογής της επιστημονικής μεθοδολογίας και αντιστοιχούν στην εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον κόσμο γύρω του σε μια δεδομένη στιγμή. Η εικόνα αυτή βεβαίως δεν είναι ούτε τέλεια ούτε τελική. Οι εξελίξεις της τεχνολογίας δίνουν διαρκώς στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αυξάνει την ευκρίνεια και την ευαισθησία των παρατηρήσεων και των μετρήσεων που πραγματοποιεί, έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρεί σε μικρότερες κλίμακες ή σε μεγαλύτερες αποστάσεις και με τον τρόπο αυτό να αναθεωρεί συμπεράσματα και νόμους που προϋπήρχαν. Οι παλιοί νόμοι αντικαθίστανται από νέους ακριβέστερους, οι οποίοι συνήθως εμπεριέχουν τους προηγούμενους ως οριακή περίπτωση.H επιστήμη επομένως είναι μια κατάκτηση του ανθρώπινου γένους και αντιστοιχεί στο βέλτιστο που έχει επιτευχθεί, όσον αφορά την γνώση που έχουμε συγκεντρώσει για την αντικειμενική πραγματικότητα, με πυξίδα πάντοτε την κοινή λογική και τα εμπειρικά δεδομένα. Μας παρέχει λοιπόν την καλύτερη δυνατή εικόνα ως τώρα για τον κόσμο, χωρίς να υπάρχει η βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να αναθεωρηθεί στο μέλλον.

Η φιλοσοφία της επιστήμης από την άλλη, έχει στόχο να βλέπει τη δραστηριότητα της επιστήμης με μια γενικότερη ματιά. Ο φιλόσοφος πρέπει να λειτουργήσει ως γενικός θεωρός και να μην αντιμετωπίζει τίποτε ως αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Ο R. Feynman (νομπελίστας φυσικός, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς φυσικούς του 20ου αιώνα) έλεγε ότι η φιλοσοφία της επιστήμης χρειάζεται στους επιστήμονες τόσο όσο χρειάζεται η ορνιθολογία στα πτηνά! Βεβαίως τα πτηνά μπορούν να βρουν την τροφή τους για να επιβιώσουν ή να βρουν το ταίρι τους για να αναπαραχθούν, χωρίς να μελετήσουν ορνιθολογία. Με μια παρόμοια λογική και οι επιστήμονες ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να χρειάζονται τις πομπώδεις εκφράσεις και τον μακροπερίοδο λόγο των φιλοσόφων.

Ποια είναι επομένως η αποστολή της φιλοσοφίας; Η φιλοσοφία δεν έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε τη φιλοδοξία να υποκαταστήσει την επιστήμη. Αντίθετα πρέπει να δει με μια γενικότερη θεώρηση τη θέση της επιστήμης στο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου γενικά, αλλά και την αλληλεπίδρασή της με άλλες δραστηριότητες, όπως η πολιτική, η τεχνολογία, η οικονομία, η εκπαίδευση, οι θρησκευτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις, η τέχνη κ.ά. Αυτή η ευρύτερη θεώρηση δεν είναι έργο του ειδικού επιστήμονα, ο οποίος εστιάζει στο αντικείμενο της ειδικής επιστήμης την οποία διακονεί.  Ίσως και στην περίπτωση όπου ο ειδικός επιστήμονας αισθάνεται ότι δεν του χρειάζεται η φιλοσοφία, πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι «γενικοί θεωροί» οι οποίοι να ατενίζουν όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και τη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση. Το να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν ευρύτερα ποια είναι η γενική εικόνα του κόσμου γύρω μας και μέσα μας, μπορεί να μας βοηθήσει να λαμβάνουμε αποφάσεις με μεγαλύτερη υπευθυνότητα, συνειδητοποιώντας τα όρια των δυνατοτήτων μας. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει την ευρύτερη μάθηση και όχι να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το άμεσα χρήσιμο.

Σε μια εποχή όπου η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν απογειωθεί, μπαίνουμε στον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν χρειάζεται να ασχολούμαστε με τα μεγάλα και «αφελή» ερωτήματα της γνωσιολογίας: το αν υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος πραγματικά, αν είναι εφικτό να τον γνωρίσουμε όπως είναι και ποιες είναι οι πηγές της ανθρώπινης γνώσης. Η θεωρητική σκέψη πρέπει να αντιμετωπίσει συστηματικά και αυτά τα ερωτήματα, ακόμη και αν μας φαίνονται ανεπίκαιρα, γιατί η φιλοσοφία πρέπει να πηγαίνει πιο πέρα από τη γνώση και να φτάνει στη συνειδητοποίηση της γνώσης, για να αντιμετωπίσει τις σοβαρές προκλήσεις που ακολουθούν την επιστημονική πρόοδο. Πέρα από την επιστημονική εργασία, πρέπει να υπάρχει και μια μετα-επιστημονική ματιά στο προϊόν της επιστημονικής προόδου.

Παρόλο που η φιλοσοφία με την πρώτη ματιά δε φαίνεται απαραίτητη στον επιστήμονα, είναι πιθανόν ο τελευταίος να έχει ενσωματώσει στη σκέψη του κάποιες γενικότερες αρχές τις οποίες τις θεωρεί δεδομένες και δεν μπαίνει στον κόπο να τις συζητήσει ή να τις αμφισβητήσει. Άλλοτε πάλι μπορεί να φιλοσοφεί ασυναίσθητα μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής του εργασίας και να αυτοεξυπηρετείται φιλοσοφικά, χωρίς να διακρίνεται η επιστημονική από τη φιλοσοφική σκέψη. Πολλές φορές ο επιστήμονας υιοθετεί την ύπαρξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ επιστημονικού και φιλοσοφικού λόγου, αποδίδοντας σημασία μόνο στον πρώτο. Η φιλοσοφία φαίνεται να έχει έναν λιγότερο σημαντικό ρόλο και ίσως χρειάζεται μόνο για τη διευκρίνιση των εννοιών που εμφανίζονται στην επιστημονική ορολογία. Έτσι η φιλοσοφία καταλήγει να είναι υπηρέτρια αντί για βασίλισσα των επιστημών.

Ειδικότερα με την ανάπτυξη της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας στον 20ο αιώνα φάνηκε ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε να θεωρούμε δεδομένα κάποια πράγματα που εμφανίζονται συνεχώς στις επιστημονικές συζητήσεις και στους επιστημονικούς υπολογισμούς. Χρειάστηκε να ξαναδούμε με μια πιο προσεκτική ματιά τις έννοιες του χώρου, του χρόνου, καθώς και της ύπαρξης αιτιωδών σχέσεων μεταξύ συμβάντων. Η σχετικότητα του ταυτόχρονου στη θεωρία της σχετικότητας καθώς και η αμφισβήτηση της απόλυτης ισχύος του ντετερμινισμού από την κβαντική θεωρία, μας ωθούν να δεχτούμε ότι όταν ο άνθρωπος επεκτείνει τα όρια της μελέτης του, ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσει κάποιες εικόνες της πραγματικότητας που έχει διαμορφώσει στηριζόμενος στην καθημερινή του εμπειρία. Με τη θεωρία της σχετικότητας ο άνθρωπος βρέθηκε να παρατηρεί στοιχειώδη σωμάτια με πολύ μεγάλες ταχύτητες, τα οποία πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός. Με την κβαντική θεωρία βρέθηκε να παρατηρεί πολύ μικρά κομμάτια ύλης όπως μόρια, άτομα και μικροσκοπικά σωμάτια με απειροελάχιστες μάζες. Αυτή η απομάκρυνση από την οικεία «γειτονιά» της καθημερινής εμπειρίας τον έφερε αντιμέτωπο με ερωτήματα τα οποία δεν μπόρεσε να τα απαντήσει οριστικά, αλλά και με τον προβληματισμό αν έχει νόημα να διατυπώνουμε τέτοια ερωτήματα ή αν πρέπει  απλώς να συμβιβαστούμε με τις νέες πραγματικότητες που αποκαλύπτονται και να τις αποδεχτούμε χωρίς απορίες και αντιρρήσεις.

Ακόμη και μετά την αποψίλωση της φιλοσοφίας, καθώς οι ειδικές επιστήμες χειραφετήθηκαν και ακολούθησαν αυτόνομες πορείες, οι άνθρωποι γενικά και οι επιστήμονες ειδικότερα δεν έπαψαν να θέτουν ερωτήματα, έστω και αν δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν άμεσα. Έτσι, ακόμη και αν συμφωνήσουμε με την άποψη του Feynman, ότι η φιλοσοφία δεν χρειάζεται στον επιστήμονα, αυτή πρέπει να υπάρχει δίπλα στην επιστήμη και στις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες γιατί ο άνθρωπος όσο υπάρχει σ΄ αυτό τον κόσμο, δικαιούται, ίσως και υποχρεούται να «απορεί».

Οι παράγραφοι που ακολουθούν προέρχονται από τηΣειρά: Ανοιχτή Σκέψη, Τόμος 7ος: Φιλοσοφία της Επιστήμης

Συγγραφέας: Αλέξης Καρπούζος, Εργαστήριο Σκέψης, Αθήνα 2014

Βασικές αρχές του Θετικισμού

Ο Θετικισμός είναι μια από τις πιο διαδεδομένες θεωρήσεις στη φιλοσοφία της επιστήμης. Μάλιστα, ως προς την αγγλοσαξονική παράδοση της επιστημολογίας, ο Θετικισμός είχε επικρατήσει απόλυτα την εικο­σαετία 1940-60. Ο όρος «Θετικισμός» αποτελεί συντόμευση του «Λογικού Θετικισμού», που λέγεται και «Λογικός Εμπειρισμός» (κα­μιά φορά και «νέο-Θετικισμός»).

O Hume ως εκφραστής του κλασι­κού Εμπειρισμού ασκεί σφοδρή κριτική στην μεταφυσική, εισηγείται το κριτήριο της επαληθευσιμότητας που στόχο είχε να διαχωρίσει την μεταφυσική (α-νόητες προτάσεις) από τη λογική διαπραγμάτευση (επιστημονικές προτάσεις). Αργότερα, το δέκατο ένατο αιώνα ο Θετικισμός μετασχηματίσθηκε κυρίως από τον Comte σε μια συγκεκρι­μένη εμπειρική μεθοδολογία που εξηγούσε ταυτόχρονα φύση και κοινωνία, δηλαδή, ενστερνιζόταν την ενότητα των επιστη­μών. Σύμφωνα με την παράδοση του κλασικού Εμπειρισμού, η έγκυρη γνώση και η επιστήμη θεμελιώνονται μόνο πάνω στα δεδομένα της εμπειρίας και της παρατήρησης.

Μετά τις σημαντικές εξελίξεις στη λογική και τα θεμέλια των μαθη­ματικών, που σημειώθηκαν στο τέλος του δεκάτου ενάτου και στις αρχές του εικοστού αιώνα καθώς και μετά τις επαναστατικές προόδους στην φυσική και ειδικό­τερα στους τομείς της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο στόχος του Θετικισμού ήταν η δημιουργία μιας εξίσου επαναστατικής επιστημολογίας, η οποία θα θεμελίωνε εμπειρικά τη λογική της επιστήμης, απαλλαγμένη από τις αντιφάσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής. Με άλλα λόγια, ο σκοπός ήταν να δικαιολογηθεί, να νομιμοποιηθεί και να επικυρωθεί η επιστήμη, ανεξάρτητα από φιλοσοφικές ή άλλες ερμηνείες για το πώς λειτουργεί.

Οι πρώτες επεξεργασίες του θετικιστικού προγράμματος έγιναν στην δεκαετία του 1920 από δύο κυρίως ερευνητικές ομάδες. Η πρώτη και σημαντικότερη αποτελούσε τον ονομαζόμενο Κύκλο της Βιέννης, μια ομάδα φιλοσόφων στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης γύρω από τον MoritzSchlick και το σεμινάριό του της Φιλοσοφίας των Επαγωγικών Επιστημών. Η δεύτερη ομάδα ήταν η Εταιρεία Εμπειρικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου γύρω από τον HansReichenbach. Μολονότι δεν ανήκαν σε καμιά από αυτές τις ομάδες, οι Αυστριακοί φιλόσοφοι LudwigWittgenstein και KarlPopper φέρονται συνδεδεμένοι κατά κάποιον τρόπο με το θετικιστικό πρόγραμμα χωρίς όμως να θεω­ρούνται πραγματικοί Θετικιστές.

Κοινοί παρονομαστές σε όλες τις απόψεις των Θετικιστών είναι οι δυο βασικοί στόχοι της επιστημολογίας του Θετικισμού, αφενός η λογική ανάλυση κι αφετέρου η εμπειρική θεμελίωση της επιστήμης. Η επιστήμη έχει ως αφετηρία της την εμπειρική παρατήρηση, η οποία και αποτελεί το μοναδικό υλικό του επιστημονικού λόγου. Έτσι η επαλήθευση είναι εκείνη που παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της επιστημονικής έρευνας και αποβαίνει για τους θετικιστές το μοναδικό κριτήριο οριοθέτη­σης του επιστημονικού λόγου από τον μη επιστημονικό.

Όσον αφορά, τώρα, στο πρόβλημα της εξήγησης των φαινομένων, για το Θετικισμό δεν υπάρχει η δυνατότητα εξήγησης μέσα από τη διατύπωση των φυσικών νόμων. Η Επιστήμη δεν έχει ως σκοπό, και δεν μπορεί, να δώσει απάντηση στο “γιατί” των πραγμάτων, παρά μόνο στο “τι”. Οι φυσικοί νόμοι δηλαδή είναι μόνο περιγραφικοί και όχι κανονιστικοί. Κατά συνέπεια, σκοπός της Επιστήμης δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, η αναζήτηση των αιτίων. Τα φυσικά φαινόμενα και γεγονότα απλώς διαδέχονται το ένα το άλλο. Η αιτιότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία σύζευξη γεγονότων, ή φαινομέ­νων, δεν εκφράζει δηλαδή τίποτε περισσότερο από μία κανονικότη­τα διαδοχής.

Όλες οι προηγούμενες θέσεις του Θετικισμού έχουν ως συνέπεια τη διαμόρφωση μιας αντι-ρεαλιστικής και αντι-μεταφυσικής στάσης. Και αυτό, για τους εξής λόγους: 1) αναγκάζουν το Θετικισμό να μείνει στο επίπεδο των παρατηρήσιμων, ελέγξιμων και επαληθεύσιμων προτάσεων,2) τον οδηγούν στην απόρριψη των αιτίων και των εσωτερικών μηχανισμών, όπως και στην απόρριψη της ιδέας ότι οι επιστημονικές υποθέσεις αποτελούν βαθιές εξηγήσεις της πραγματικότητας μη παρατηρήσιμων οντοτήτων.

Διάκριση μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας

Ο Λογικός Θετικισμός θεμελιώθηκε στην τυπική λογική και σε a priori αιτήματα για να μπορέσει να προβεί σε μία λογική ανάλυ­ση της Επιστήμης. Η φιλοσοφία του Λογικού Θετικισμού είναι κατά βάση μία εμπειριστική θεωρία της γνώσης εφαρμοσμένη στην Επιστήμη. Εκείνο που τονίζει ιδιαίτερα ο Λογικός Θετικισμός είναι ο ρόλος της εμπειρικής παρατήρησης στην επαλήθευση. Στην εκ­δοχή, λοιπόν, του Εμπειρισμού, που ανέπτυξε ο Λογικός Θετικισμός, αποδεκτές στο σώμα της Επιστήμης γίνονται οι προτάσεις εκείνες που από τη φύση τους έχουν πειραματικό, εμπειρικό ή παρατηρησιακό περιεχόμενο. Και ως επιστημονική γνώση θεωρείται αυτή, της οποίας το περιεχόμενο προκύπτει από παρατηρησιακές προτάσεις με έναν τρόπο που ακολουθεί κάποιους νόμους.

Αυτό που υποστηρίζουν οι Λογικοί Θετικιστές δεν είναι μόνο, ότι καθορίζουν τις σωστές μεθόδους για την απόκτηση της γνώσης, αλλά επίσης ότι περιγράφουν πώς γίνεται η Επιστήμη. Για παρά­δειγμα, συνέπεια της θέσης τους σχετικά με τον τρόπο που σχημα­τίζονται οι έννοιες και επαληθεύονται οι θεωρίες είναι η σωρευτική εικόνα της Επιστήμης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι διαδοχικές θεωρίες που εμφανίζονται σ’ έναν τομέα διαφέρουν μόνον στο ότι εξηγούν ένα ευρύτερο φάσμα φαινομένων και είναι συνεπείς προς προηγούμενες θεωρίες που εξηγούν τα ίδια φαινόμενα. Εδώ ακρι­βώς συνίσταται η πραγματική ανάπτυξη και πρόοδος της Επιστήμης.

Όλα τα προηγούμενα συντάσσουν το ευρύτερο φιλοσοφικό και επι­στημολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο νοηματοδοτείται η θεμελιώδης μεθοδολογική διάκριση του Λογικού Θετικισμού, η διάκριση δηλα­δή σε παρατηρησιακές και θεωρητικές προτάσεις. Παρατηρησιακές είναι οι προτάσεις που περιέχουν παρατηρησιακούς όρους, όπως λ.χ. οι ακόλουθες: “το Α έχει βάρος 3 γραμμάρια”, “το θερμόμετρο δείχνει στους 36 °C”. Θεωρητικές, από την άλλη μεριά, είναι οι προ­τάσεις όπως οι ακόλουθες: “τα ηλεκτρόνια έχουν αρνητικό φορτίο”, “τα quarks έχουν φορτίο σε κλασματικό αριθμό”.

Κατά τους Λογικούς Θετικιστές, η έρευνα πρέπει να εδράζεται μόνο σε παρατηρησιακούς όρους και προτάσεις, διότι αυτές θεμελιώνο­νται ανεξάρτητα από τη θεωρία. Με άλλα λόγια ορίζουν μία σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας. Έτσι, το νόημα των προτάσεων που το περιεχόμενο τους εξαντλείται στην εμπει­ρία, καθώς και το νόημα όλων των άλλων θεωρητικών όρων που μπορούν να αναχθούν σε παρατηρησιακούς όρους, δεν παρουσι­άζει κανένα πρόβλημα. Μπορεί να προσδιορισθεί με όρους θεμελί­ωσης και διάψευσης σε σχέση πρώτα με την εμπειρία.

Ο Λογικός Θετικισμός-Εμπειρισμός του Κύκλου της Βιέννης

Ο Λογικός Εμπειρισμός του Κύκλου της Βιέννης όπως ονομάστηκε λόγω των πρωτεργατών του κινήματος, Ayer, Carnap, Shclick κ.ά., έχει ένα θεμελιακό δόγμα, αυτό είναι η θεωρία του νοήματος. Γι’ αυ­τούς όλη η παραδοσιακή φιλοσοφία είναι μεταφυσική, είναι δηλαδή ένα σύνολο από θεωρίες χωρίς νόημα. Όλες αυτές οι θεωρίες κατα­σκευάστηκαν χωρίς όριο στη σκέψη, με τη φιλοδοξία να περιγραφεί η πραγματικότητα σαν ένα όλο, να εισχωρήσει η σκέψη πέρα από τα όρια του εμπειρικού κόσμου σε κάποια υπεραισθητή πνευματική σφαίρα και να βρεθεί ο σκοπός του κόσμου. Όλη αυτή η προσπά­θεια καταδικάζεται ως α-νόητη διανοητική δραστηριότητα. Ως ερ­μηνεία της πραγματικότητας, ελεύθερη από τον εμπειρικό έλεγχο, η φιλοσοφία δεν έχει νόημα, επειδή καμιά θεωρητική δραστηριότητα δεν μπορεί μέσα από τον καθαρό στοχασμό, χωρίς αναφορά στην εμπειρία, να οδηγήσει σε συμπεράσματα για τη δομή και τη νομοτέ­λεια του κόσμου.

Σκοπός των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης ήταν να προστα­τεύσουν και να διασφαλίσουν το κύρος των προτάσεων της επι­στήμης από άλλες προτάσεις που δεν πληρούν το κριτήριο της αναλυτικότητας ή της εμπειρικής διαπίστωσης ή της επαλήθευσης. Δηλαδή όλες οι προτάσεις που δεν είναι αναλυτικές προτάσεις ή ταυτολογίες, προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών, ή εμπει­ρικές προτάσεις, η αλήθεια ή το ψεύδος των οποίων μπορεί να δια­πιστωθεί μέσω της εμπειρικής παρατήρησης, ανήκουν στην κατηγο­ρία των μεταφυσικών προτάσεων οι οποίες στερούνται νοήματος. Αυτές τις προτάσεις, τις μεταφυσικές, προσπάθησαν οι φιλόσοφοι του Λογικού Εμπειρισμού να κρατήσουν μακριά από το πεδίο της επιστήμης. Παρόλα αυτά όμως η ισχύς της αρχής της επαλήθευ­σης έχει δεχθεί ισχυρές κριτικές και δικαιολογημένα. Εξηγούμαστε, οι φυσικοί νόμοι, πάνω στους οποίους στηρίζονται οι επιστήμες, όσο και η ίδια η διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας, δεν πληρούν το κριτήριο της αρχής της επαληθευσιμότητας. Οι φυσικοί νόμοι αποτελούν αφενός συμπυκνωμένες περιγραφές της εμπει­ρίας του παρελθόντος, αφετέρου προβλέψεις του μέλλοντος. Για παράδειγμα ο φυσικός νόμος, «ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί», περι­γράφει την παρατηρήσιμη εμπειρία των ανθρώπων μέχρι σήμερα. Αυτό δε σημαίνει ότι επειδή ανέτειλε ο ήλιος στο παρελθόν θα ανα­τέλλει και στο μέλλον. Θέλουμε να πούμε ότι δε συνάγεται με λο­γική αναγκαιότητα αυτός ο ισχυρισμός. Η πρόβλεψη ότι ο ήλιος θα ανατείλει και στο μέλλον και κατ’ επέκταση ο νόμος που την θεμε­λιώνει, έχει ισχύ υπό την προϋπόθεση ότι είναι αληθής η αρχή της ομοιομορφίας της φύσης. Για τους εισηγητές όμως του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεταφυσική -και ως εκ τούτου στερούμενη νοήματος πρόταση-, αφού ούτε ανα­λυτική είναι αλλά ούτε και εμπειρικώς επαληθεύσιμη. Για τον Popper η πεποίθηση ότι η φύση λειτουργεί με ομοιόμορφο και κανονικό τρόπο συνιστά μια μεταφυσική πίστη, η οποία ενδεχομένως έχει βιολογική προέλευση. Δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να σχεδιάσουν και να δράσουν αν δεν πίστευαν ότι αυτό που έχουν παρατηρήσει στο παρελθόν, θα επαναληφθεί και στο μέλλον.

Σύμφωνα με τους Λογικούς Εμπειριστές, η επιστήμη διακρίνεται από την φιλοσοφία κατά τούτο: οι προτάσεις της επιστήμης επαληθεύο­νται ενώ οι προτάσεις της φιλοσοφίας εξηγούνται. Έτσι σκοπός της φιλοσοφίας της επιστήμης δεν πρέπει να είναι ο κόσμος αλλά οι επιστημονικές προ­τάσεις, έννοιες και θεωρίες, η αποσαφήνιση θεμελιωδών εννοιών και μεθόδων της επιστήμης. Τα άλλα τα προβλήματα για την ουσία του κόσμου, τον σκοπό της ζωής, την αιτιότητα, την ελευθερία είναι ψευδοπροβλήματα και οι πιο πολλές από τις φιλοσοφίες που έχει διατυπωθεί για τη λύση τους απορρίπτονται ως συγκαλυμμένες ανοησίες. Οι μόνες άξιες τιμής και σεβασμού θεωρίες και προτάσεις είναι εκείνες των εμπειρικών επιστημών, γιατί αυτές μόνο επιδέχο­νται επαλήθευση. Κριτήριο του νοήματος είναι η επαληθευσιμότη­τά τους. Με την κατηγορηματική διατύπωση του Schlick «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της» Με την έκ­φραση «μέθοδος της επαλήθευσης της» εννοούμε τη διαδικασία με την οποία το νόημα καθορίζεται τελικά από το εμπειρικό δεδομένο και από τίποτε άλλο. Για παράδειγμα, διατυπώνουμε την πρόταση «η μεταλλική αυτή σφαίρα είναι ηλεκτρικά φορτισμένη». Το νόημα της πρότασης αυτής είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της: συνδέ­ουμε τη σφαίρα, για την οποία κάναμε λόγο, με ένα ηλεκτροσκόπιο και παρατηρούμε αν τα φύλλα του οργάνου ανοίγουν. Η έκφραση «τα φύλλα του οργάνου ανοίγουν» περιγράφει την επαλήθευση της έκφρασης «η σφαίρα είναι ηλεκτρικά φορτισμένη» Αυτό που κάνουμε τώρα περιγράφοντας την επαλήθευση της πρότασής μας είναι να εγκαταστήσουμε μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο εκφράσεις, με την παρατήρηση πως η μία έκφραση έπεται της άλλης. Με άλλα λόγια, εφαρμόζουμε έναν κανόνα συμπερασμού που μας επιτρέπει να περνούμε από την έκφραση «η σφαίρα είναι ηλεκτρικά φορτι­σμένη» σε μια άλλη έκφραση που περιγράφει την παρατηρήσιμη κατάσταση στην οποία η πρόταση αναφέρεται. Έτσι ορίζουμε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται η έκφραση αυτή.

Στόχος του Λογικού Εμπειρισμού είναι η επιμονή στην εμπειρική θεμελίωση της επιστήμης. Εκεί ακριβώς, οφείλεται και η οριοθέτηση μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής: η επιστήμη διαφέρει από τη μεταφυσική, επειδή είναι εμπειρική. Με άλλα λόγια, η δια­φορά επιστήμης και μεταφυσικής, απορρέει από την εφαρμογή της αρχής ή του κριτηρίου της επαλήθευσης, κατά το οποίο μια πρόταση έχει νόημα αν μπορεί να επαληθευτεί από την άμεση παρατήρη­ση. Έτσι, κάτω από αυτό το κριτήριο, οι προτάσεις της μεταφυσικής (όπως για παράδειγμα, η πρόταση «υπάρχει ζωή μετά θάνατον») δεν έχουν κανένα νόημα, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε αληθείς ή ψευδείς, αφού πρακτικά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επαληθευτούν εμπειρικά. Αντίθετα, κά­ποιες επιστημονικές προτάσεις (όπως για παράδειγμα, η πρόταση «υπάρχει ζωή στη Σελήνη») ή και κάποιοι άμεσοι χαρακτηρισμοί (του τύπου «τα σκυλιά είναι τετράποδα») μπορούν να επιβεβαιω­θούν ή να απορριφθούν από τα υπάρχοντα εμπειρικά δεδομένα και για αυτό έχουν νόημα.

Οι Αμφισβητήσεις του Θετικισμού

Στην προηγούμενη παράγραφο είχαμε δει τις βασικές αρχές του Θετικισμού, όπως αυτές τίθενται από τους ίδιους τους Θετικιστές. Τώρα, θα αλλάξουμε οπτική και θα στραφούμε σε μια σειρά από επισημάνσεις σημείων τριβής και αμφισβήτησης των βασικών θε­τικιστικών αρχών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που αποκτούν ιδιαί­τερη σημασία από την δεκαετία του ’60 κι ύστερα, τελικά οδηγούν είτε σε μια αυξανόμενη μείωση της αξιοπιστίας του Θετικισμού είτε στην απόρριψή του ή το μετασχηματισμό του και την εμφάνιση νέων ρευμάτων.Η σύγχρονη φιλοσοφία της επιστήμης (επιστημολογία) με πρωταγωνιστές τους K. Popper, T. Kuhn, I. Lakatos, P. Feyerabend, N. R. Hanson κ.ά. ασκεί καταλυτική κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις του θετικιστικού και νεο-θετικιστικού μοντέλου για τη γνώση και ου­σιαστικά υποβαθμίζει την αξιοπιστία του.

Η κριτική του Εμπειρισμού

Στη βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναντίρρητη αναγνώριση του θετι­κού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θετικισμού, σ’ όλες τις μορφές της Ελληνο-Δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Ο KarlPopper, από τη δεκαετία του ‘30, στρέφεται εναντίον στη θε­τικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στη θέση τους, ο Popper θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική λογική. Για να βγει από το αδιέξοδο αυτό της επαγωγικής λογικής, ο Popper διαμορφώνει έναν άλλο τρόπο συναγωγής, στον οποίον αντικαθιστά την αρχή της επαλή­θευσης με την αρχή της διάψευσης. Η επιστημολογική μέθοδος του Popper, που βασίζεται σε εικασίες και ανασκευές, είναι επίσης γνω­στή σαν διαψευσιοκρατία ή μέθοδος δοκιμής και λάθους. Σύμφωνα με αυτήν, η επιστήμη δεν ξεκινά από τις παρατηρήσεις, για να προ­χωρήσει μετά σε επαγωγικές συναγωγές, όπως ισχυρίζονται οι επαγωγιστές. Αντιθέτως, αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή, υποθετικά συμπεράσματα, τα οποία στη συνέχεια οι επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες προσπαθώντας να τα ανα­σκευάσουν κρατώντας απέναντι τους μια κριτική στάση και πειρα­ματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Στην θέση, λοιπόν της επα­γωγικής λογικής (τη συναγωγή από το ειδικό στο γενικό), ο Popper βάζει την παραγωγική λογική (τη συναγωγή από το γενικό στο ειδι­κό) μέσω της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης (εικασίας).

Μια επιστημονική θεωρία, που επιβιώνει μετά από ένα σημαντικό πλήθος κριτικών ελέγχων και πειραματικών δοκιμασιών, μπορεί να γίνει μόνο προσωρινά αποδεκτή, ποτέ σε οριστική βάση, μέ­χρις ότου συμβεί να απορριφθεί σε κάποια ενδεχόμενη μελλοντική δοκιμασία. Με άλλα λόγια, καμιά θεωρία δεν είναι για τον Popper επαληθεύσιμη, απλώς μπορεί να έχει υψηλό βαθμό εμπειρικής ενί­σχυσης, κάτι που σημαίνει ότι όλες οι επιστημονικές θεωρίες είναι εν δυνάμει διαψεύσιμες. Επιπλέον, πολλές φορές, υπάρχουν επι­στημονικές θεωρίες, που μολονότι ήδη έχουν διαψευσθεί, συνεχί­ζουν να γίνονται αποδεκτές. Σαν ένα τέτοιο παράδειγμα, ο Popper συνήθιζε να φέρνει τη Νευτώνεια μηχανική. Η θεωρία του Νεύτωνα βρισκόταν σε μια εντυπωσιακή συμφωνία με την παρατήρηση και το πείραμα από τον καιρό που πρώτο-εμφανίσθηκε (το 1687) ως το 1900. Στην περίοδο όμως 1900-20 βρέθηκε να μην είναι ακρι­βής από την άποψη της σχετικιστικής μηχανικής, χωρίς όμως να έχει από τότε εγκαταλειφθεί, αντίθετα, συνυπάρχει στο καινούργιο φυσικο-επιστημονικό πλαίσιο σαν μια οριακή περίπτωση της και­νούργιας φυσικής πραγματικότητας. Κάτι ανάλογο ισχύει και με την Ευκλείδεια γεωμετρία που θεωρείται ισχύουσα στο γήινο περιβάλ­λον και όχι στο συμπαντικό.

Στο Θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, η επιστήμη γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό εργαλείο που μπορεί να εφαρ­μοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων. Η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική και αναχρονιστική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της επι­στήμης και βέβαια προωθεί την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης και των συμφερόντων της. Η εργαλειακή αντίληψη της επιστημονικής γνώσης εδράζεται στην ιδεολογική επένδυση του νεότερου ορθο­λογισμού που αποβλέπει στην επίτευξη σκοπών και στην αύξηση της ισχύος, μέσα στα πλαίσια του αστικού πολιτισμού και του διοικητικού καπιταλιστικού μηχανισμού του και όχι στην δημιουργία αξιών που θα αποβλέπουν στην διεύρυνση της ανθρώπινης αλ­ληλεγγύης, της διυποκειμενικής συνειδητότητας και συνεννόησης.

Ο Κριτικός Ορθολογισμός του Popper

Ο KarlPopper θεωρείται από τους σφοδρότερους επικριτές του Θετικισμού, τον οποίον προσπάθησε να ανασκευάσει ριζικά χωρίς εντούτοις να θεωρείται ότι κατόρθωσε να απομακρυνθεί ολοκλη­ρωτικά από την προβληματική του. Ενώ οι Λογικοί Θετικιστές υποστήριζαν την αρχή της επαλήθευσης, ως κριτήριο διάκρισης των επιστημονικών προτάσεων από τις μη επιστημονικές, ο Popperπροέβαλλε την αρχή της διαψευσιμότητας. Οι Λογικοί Θετικιστές προσπάθησαν να εξηγήσουν τον επιστημο­νικό λόγο με τη θεωρία της εμπειρικής δικαιολόγησης και επικύ­ρωσης, ενώ ο Popper υποστήριζε ότι η ορθολογικότητα της επι­στήμης βρίσκεται στη μέθοδο της. Η μέθοδος της επιστήμης, κατά τον Popper, εδράζεται σε εικασίες και ανασκευές, ή αλλιώς στη μέ­θοδο της δοκιμής και της πλάνης. Οι Λογικοί Θετικιστές υποστήρι­ζαν την υποθετικο-επαγωγική μέθοδο, σύμφωνα με την οποία, αν μια υπόθεση επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση, τότε η υπόθεση ισχύει. Αντίθετα ο Popper, υποστηρίζει την υποθετικο-παραγωγι­κή μέθοδο, σύμφωνα με την οποία η επιστήμη δεν ξεκινά από τις παρατηρήσεις για να προχωρήσει μετά σε επαγωγικές συναγωγές, όπως ισχυρίζονταν οι Θετικιστές. Αντίθετα, αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή υποθετικά συμπεράσματα, τα οποία στη συνέχεια οι επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες, προσπαθώ­ντας να τα ανασκευάσουν. Οι επιστήμονες δηλαδή έχουν μια κρι­τική στάση απέναντι στις εικασίες τους και προσπαθούν να τις δι­αψεύσουν, πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Αξίζει να αναφέρουμε ότι για τον Popper καμία παρατήρηση δεν προηγείται της «θεωρίας» σε αντίθεση με τους Θετικιστές που η παρατήρηση και όχι η θεωρία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της επαγωγικής λογικής. Για τον Popper όλες οι παρατηρήσεις είναι «θεωριο-γε­νείς» και αποτελούν ερμηνείες γεγονότων. Γι’ αυτό το λόγο χρειά­ζεται να υποβάλλουμε τις υποθέσεις μας σε εμπειρικό έλεγχο και επομένως σε ορθολογική κριτική.

Ο David Hume και το πρόβλημα της επαγωγής

Ο DavidHume (θεμελιωτής του νεώτερου φι­λοσοφικού ρεύματος του Εμπειρισμού) ήταν ο πρώτος που διατύ­πωσε στη νεότερη εποχή το καλούμενο πρόβλημα της επαγωγής. Το πρόβλημα της επαγωγής συνδέεται με το ζήτημα της ομοιομορφίας της φύσης και από αυτό το ζήτημα «αναδύονται» τα ζητήματα για του νόμους της φύσης και την αρχή της αιτιότητας. Ο Hume υποστήριξε ότι στην αρχή της ομοιομορφίας θεμελιώνεται η διαδικασία της επαγωγής, την οποία ακολουθούν οι επιστήμο­νες, προκειμένου να διατυπώσουν τους γενικούς νόμους της φύ­σης. Από το γεγονός ότι παρατήρησαν, μία, δύο, τρεις κ.ο.κ. φορές ένα μέταλλο θερμαινόμενο να διαστέλλεται, συμπέραναν τη γενική αρχή της φύσης ότι όλα τα μέταλλα θερμαινόμενα διαστέλλονται. Μ’ αυτό εννοούν ότι και στο μέλλον, αν θερμανθεί ένα μέταλλο, αυτό θα διασταλεί. Αλλά τι λόγους έχουμε για να υποθέτουμε ότι η φύση είναι ομοιόμορφη; Αν πούμε ότι η ομοιομορφία έχει διασφαλισθεί βάσει παρατηρήσεων που έγιναν στο παρελθόν, τότε το να υποθέτουμε ότι θα εξακολουθήσει να είναι ομοιόμορφη, ισοδυνα­μεί απλώς με το να υποθέτουμε ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το παρελθόν. Ο Hume, παρατηρεί ότι δεν είναι λογικά αντιφατικό να υποθέσου­με ότι η φύση στο μέλλον δεν θα «συμπεριφέρεται» με τον τρόπο που «συμπεριφερόταν» στο παρελθόν. Μπορούμε να φανταστούμε με λογική συνέπεια όλων των ειδών τις διαφορετικές δυνατότητες που μπορούν να προκύψουν στο μέλλον. Δεν υπάρχει καμιά λογι­κή αντίφαση να φανταστούμε ότι σε κάποιο μελλοντικό χρόνο, μια ουσία που μοιάζει με το χιόνι θα πέσει από τον ουρανό αλλά θα προκαλεί το αίσθημα που προκαλεί η φωτιά και θα έχει τη γεύση αλατιού. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση να υποθέσουμε ότι ο ήλιος δεν θα ανατείλει αύριο. Βέβαια δεν περιμένουμε να συμβούν τέτοια απόκοσμα γεγονότα (για τον κόσμο της εμπειρίας μας), όμως αυτό είναι αποτέλεσμα της ψυχολογικής μας συγκρότησης. Δεν είναι ζή­τημα λογικής. Ό,τι ισχύει από το χώρο της καθημερινής εμπειρίας ισχύει εξίσου και για τους νόμους της επιστήμης, άσχετα από το πόσο πολύπλο­κοι είναι. Δεν βρήκαμε ποτέ ένα σήμα που να διαδίδεται ταχύτερα από το φως, αύριο μπορεί να βρούμε κάποιο. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι η χημεία του μορίου του DNA θα παραμείνει ίδια στο μέλλον. Οι δυνατότητες είναι ατελείωτες. Έτσι λοιπόν, δεν διαθέ­τουμε καμιά λογική βάση που να εδραιώνει την βεβαιότητα σχετικά με οποιαδήποτε επιστημονική πρόβλεψη. Μόνο να εικάσουμε η να πιθανολογήσουμε. Αλλά όπως έχουμε ήδη πει και η εικασία και η πιθανολόγηση είναι προβληματικές μιας που εμμέσως αποδέχονται την αρχή της ομοιομορφίας στη φύση. Ο Hume θέτει ευθέως το ερώτημα: ποιο είναι το θεμέλιο για τη συναγωγή συμπερασμάτων από το παρατηρηθέν στο απαρατήρη­το; Και αμέσως καταλήγει στο ότι οι συλλογισμοί αυτού του τύπου θεμελιώνονται σε σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος. Όταν βλέπουμε κάπου κοντά μια αστραπή (αιτία) τότε συμπεραίνουμε ότι θα επακο­λουθήσει η βροντή ενός κεραυνού (αποτέλεσμα). Όταν αντικρίζου­με ίχνη από πατημασιές στη άμμο (αποτέλεσμα), τότε συμπεραίνου­με ότι κάποιος άνθρωπος περπάτησε εκεί πρόσφατα (αιτία). Αυτομάτως τίθεται το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τις σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος στις οποίες προσφεύγουμε όταν πραγματοποιούμε συναγωγές συμπερασμάτων από το παρατη­ρηθέν στο απαρατήρητο; Ο Hume εξετάζει διάφορες δυνατότητες. Διαθέτουμε άραγε a priori γνώση αιτιακών σχέσεων; Μπορούμε άραγε να συναγάγουμε τη φύση της αιτίας από την παρατήρηση του αποτελέσματος; Απαντά μετ’ εμφάσεως αρνητικά και φέρνει και παραδείγματα. Για κάποιον που δεν έχει οποιαδήποτε εμπειρία σχετική με φωτιά ή με χιόνι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συμπε­ράνει ότι η φωτιά θα προκαλούσε το αίσθημα του θερμού, ενώ το χιόνι του ψυχρού. Από την παρατήρηση του αιτίου, δεν διαθέτουμε κανένα τρόπο για να συναγάγουμε το συμπέρασμα. Όλη η γνώση αιτιακών σχέσεων που διαθέτουμε, συμπεραίνει ο Hume, πρέπει να θεμελιώνεται από την εμπειρία. Όταν ένα γεγονός προκαλεί κάποιο άλλο, μπορούμε να υποθέσου­με την παρουσία τριών παραγόντων, την αιτία, το αποτέλεσμα και την αιτιακή σύνδεσή τους. Ωστόσο, μετά τη διερεύνηση των συνα­φών περιστατικών, ο Hume δε καταφέρνει να βρει το τρίτο στοιχείο, αυτή την ίδια την αιτιακή σύνδεση. Υποθέστε ότι μια μπίλια του μπι­λιάρδου είναι ακίνητη πάνω σ’ ένα τραπέζι τη στιγμή που μια άλλη μπάλα κατευθύνεται γρήγορα προς το μέρος της. Συγκρούονται. Η μπίλια που ήταν ακίνητη, τώρα κινείται. Αυτό που παρατηρούμε αρχικά, επισημαίνει ο Hume, είναι η κίνηση της μιας μπίλιας και η σύγκρουσή της με την άλλη. Κατόπιν παρατηρούμε την κίνηση της δεύτερης μπίλιας. Όπως λέει ο ίδιος, αυτή είναι μία από τις τελει­ότερες περιπτώσεις αιτίου και αποτελέσματος που θα μπορούσα­με να δούμε. Εδώ παρατηρούμε τρία πράγματα. Το πρώτο είναι η χρονική προτεραιότητα. Η αιτία προηγείται του αποτελέσματος. Το δεύτερο είναι η χωροχρονική εγγύτητα. Η αιτία και το αποτέλεσμα βρίσκονται κοντά στο χώρο και το χρόνο. Και το τρίτο στοιχείο είναι η σχέση σταθερής σύζευξης. Αν επαναλάβουμε το πείραμα πολ­λές φορές, ανακαλύπτουμε ότι το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ίδιο όπως και την πρώτη φορά. Η μπίλια που ήταν ακίνητη απομακρύ­νεται πάντοτε μετά τη σύγκρουση. Η μεγάλη εξοικείωση μας με περιστάσεις παρόμοιες μ’ αυτήν της μπίλιας του μπιλιάρδου είναι δυνατό να μας δημιουργήσει την εντύπωση πως το γεγονός ότι η κινούμενη μπίλια θα προκαλεί την κίνηση αυτής που ήταν ακίνητη «εδράζεται στο ίδιο το λογικό μας». Όμως ο Hume διαπιστώνει μετά από διεξοδική ανάλυση ότι ένας a priori συλλογισμός δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Μπορούμε να φανταστούμε χωρίς αντίφαση διάφο­ρες δυνατότητες:, ότι για παράδειγμα τη στιγμή της σύγκρουσης οι δύο μπίλιες εξαφανίζονται σε ένα σύννεφο καπνού, ή ότι η κινού­μενη μπάλα θα υπερπηδήσει εκείνη που ήταν ακίνητη, ή ότι η μπίλια που αρχικά ήταν ακίνητη θα παραμείνει στην ίδια κατάσταση ενώ η κινούμενη θα επιστρέψει κατά την κατεύθυνση από την οποία ήλθε. Ο Hume καταλήγει ότι η σύνδεση αιτίου και αποτελέσματος είναι αποτέλεσμα συνήθειας, λόγω της επαναληψιμότητας της συμπεριφοράς των φαινομένων που παρατηρούμε. Η αιτιακή σύνδεση των γεγονότων δεν είναι μια κρυφή δύναμη της φύσης, αντίθετα η αιτι­ακή σύνδεση είναι ψυχολογικής τάξης και όχι λογικής ή φυσικής. Ο Γερμανός φιλόσοφος Kant (ορθολογιστής) αντιτάχθηκε σ’ αυτή τη άποψη και υποστήριξε ότι η αρχή της αιτιότητας είναι θεμελιώδης κατηγορία (a priori) της ανθρώπινης νόησης. Την αρχή της αιτιότη­τας δηλαδή την θέτει η λογική συγκρότηση της νόησης και δεν είναι προϊόν συνήθειας, προερχόμενη από την εμπειρία.

H υποθετικοπαραγωγική μέθοδος του Popper

Η αφετηριακή παραδοχή του Popper είναι ότι το πρόβλημα της επαγωγής, όπως το είχε ορίσει αρχικά ο Hume, είναι άλυτο. (Η υιο­θέτηση της λύσης του Hume -να μάθουμε να ζούμε στην αβεβαιό­τητα- υπονομεύει το κύρος της επιστήμης). Λύση Hume: Το τι θα επιλέξει κανείς να εκλάβει ως αιτιακή σύνδεση δύο γεγονότων Α και Β εξαρτάται από τις συνήθειες (έξεις) και τις διαθέσεις που έχει αποκτήσει από την εμπειρία και την παιδεία του.

Για τον Hume και τον Popper το θεμελιακό λογικό σφάλμα που συνεπάγεται ο επαγωγικός συλλογισμός είναι ότι από την ύπαρξη αποτελέσματος δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την αιτία («θέση ακολουθίας»). Ένα αποτέλεσμα έχει πολλές πιθανές αιτίες. Ένα γεγονός που τονίζει με έμφαση ο Popper είναι ότι εάν κανείς ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εμπειρική επαλήθευση μιας θεωρίας, τότε δεν υπάρχει θεωρία που να μην επαληθεύεται. Η επικύρωση εξαρτάται από ερμηνείες (όταν το εμπειρικό υλικό υπο-προσδιορίζει τη θεωρία σημαίνει ότι δεν αποκλείονται ακραίες υποθέσεις). Η πλάνη της «θέσης ακολουθίας», του υποθετικού συλ­λογισμού, υπονομεύει το θετικιστικό πρόγραμμα και έτσι δεν εξηγεί και δεν τεκμηριώνει το κύρος της επιστήμης.

Η αρχή της διαψευσιμότητας

Με δεδομένη την πρακτική αποτυχία της θετικιστικής εκδοχής της εμπειρικής επαγωγής για επαλήθευση της αλήθειας των υποθέσε­ων και των θεωριών, ο Popper υπογράμμισε ότι αν η επαλήθευσή τους είναι αδύνατη δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διακριβώσου­με ποια από τις υπό εξέταση υποθέσεις είναι ψευδής. Έτσι αν δεν ισχύουν οι υποθέσεις δεν θα ισχύει και η παραδοχή. Έτσι διατυπώνει την θεωρία της διαψευσιμότητας: Η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική από αυτή των πιθανοτήτων στην οποία στη­ρίζεται η μεθοδολογία της επαλήθευσης. Ο λογικός της πυρήνας εί­ναι παραγωγικός και αντιστοιχεί σε έναν από τους βασικούς τύπους για την παραγωγή λογικά έγκυρων επιχειρημάτων, που ονομάζεται modustollens (συλλογισμός «αιρούμενης της ακολουθίας»). Σύμφωνα με την υποθετικοπαραγωγική μέθοδο, οι νόμοι, οι αρχές, οι γενικές κρίσεις επί των οποίων βασίζεται η επι­στημονική γνώση, δεν είναι κατ’ ανάγκη αληθείς, αλλά αποτελούν υποθέσεις. Ο επιστήμονας διατυπώνει ένα νόμο, μία αρχή, μία γε­νική κρίση, όπως για παράδειγμα η πρόταση «όλα τα μέταλλα θερμαινόμενα διαστέλλονται». Κατόπιν εξετάζει αν μία συγκεκριμένη μεταλλική ράβδος, ένα συγκεκριμένο χάλκινο υλικό, μια μεταλλική ράβδος, ένα μπρούτζινο άγαλμα κ.ο.κ. συμπεριφέρονται σύμφωνα με τη γενική διατύπωσή του. Εάν πράγματι συμβεί αυτό, αν δηλα­δή η μεταλλική ράβδος και κάθε άλλη μεταλλική οντότητα που θα θερμανθεί, διασταλεί, τότε ο επιστήμονας υιοθετεί τον νόμο που προτάθηκε και τον υιοθετεί έως τη στιγμή που θα διαπιστώσει τη διά­ψευσή του. Όταν δηλαδή μία περίπτωση η οποία δε συνάδει προς τον εν λόγω νόμο λειτουργήσει διαψευστικά, τότε ο επιστήμονας θα τον απορρίψει ολοκληρωτικά ή θα τον τροποποιήσει ώστε να συμπεριληφθεί στους κόλπους του νόμου και αυτή η περίπτωση. Ο Popper υποστήριξε ότι η αρχή της διάψευσης -και όχι της επα­λήθευσης, την οποία εισηγήθηκαν οι φιλόσοφοι του κύκλου της Βιέννης- είναι το κριτήριο της εγκυρότητας των νόμων της επιστή­μης. Ο Popper σημειώνει ότι οι καθολικές κρίσεις που διατυπώνουν οι επιστήμονες, δεν επαληθεύονται καταρχήν, αλλά μόνο διαψεύ­δονται μέσω της παρατήρησης. Για παράδειγμα, η δήλωση «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» μπορεί να διαψευστεί, αν υπάρχει έστω ένα πα­ράδειγμα μαύρου κύκνου, γεγονός που βρέθηκε στην Αυστραλία, αλλά δεν αποδεικνύεται ποτέ ως αληθής με βάση την εμπειρική παρατήρηση. Το συμπέρασμα του Popper είναι ότι η διαψευσιμότη­τα και όχι η επαληθευσιμότητα αποτελεί εγγύηση εγκυρότητας των επιστημονικών υποθέσεων. Κατά τον Popper επιδίωξη του επιστήμονα δεν πρέπει να είναι η επαλήθευση της αρχικής του υπόθεσης, δηλαδή η κατοχύρωση της γενικής πρότασης νόμου που διατύπωσε αρχικά, αλλά η διαψευ­σιμότητά του. Και τούτο γιατί αν η αρχική υπόθεση του διαψευσθεί από τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις των επιμέρους πραγμάτων, θα υποχρεωθεί αυτός να διατυπώσει μια ακριβέστερη υπόθεση. Αν εγκύψει κανείς στην ιστορία των επιστημών, θα διαπιστώσει ότι η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης προήλθε μέσα από τις αλλε­πάλληλες διαψεύσεις υποθέσεων των επιστημόνων. Η επιστήμη ως τώρα έχει προοδεύσει, μέσα από τη διαπίστωση των λαθών της, ενώ, π.χ., αρχικά πίστευαν οι άνθρωποι ότι η γη δεν κινείται, η παρατήρηση συγκεκριμένων γεγονότων τα οποία δεν εναρμονίζο­νταν προς την αρχή περί της ακινησίας της γης, τους υποχρέωσε να διατυπώσουν την ακριβέστερη αρχή ότι η γη κινείται. Κατά τον Popper, η διατύπωση της αρχικής υπόθεσης από τον επιστήμονα, στο πλαίσιο της οποίας προσανατολίζει την έρευνά του, είναι προ­ϊόν μιας δημιουργικής σύλληψης, ενορατικής εκ μέρους του. Ο Popper επισήμανε ότι ο επιστήμονας συλλαμβάνει με τη λειτουργία της ενόρασης τη γενική πρόταση-υπόθεση- και μετά θα ελέγξει το κύρος της, παρατηρώντας τα επιμέρους γεγονότα που είναι σχετικά με την γενική πρόταση-υπόθεση. Αναλύοντας ο Popper τη διαδικασία ελέγχου των φυσικο-επιστη­μονικών υποθέσεων και εικασιών, παρατηρεί πως το αίτημα που προβάλλουν οι εμπειριστές του Κύκλου της Βιέννης, να θεωρούμε δηλαδή προτάσεις με νόημα μόνον εκείνες που είναι εμπειρικά επα­ληθεύσιμες, μας οδηγεί όχι μόνο στον παραμερισμό της μεταφυσι­κής αλλά και στην εκμηδένιση όλης της επιστημονικής γνώσης. Και αυτό γιατί οι πιο πολλές φυσικο-επιστημονικές προτάσεις δεν είναι επαληθεύσιμες. Ακόμα δεν μπορούμε να μιλάμε για επαγωγική κα­τοχύρωση φυσικο-επιστημονικών θεωριών ή να χρησιμοποιούμε την έννοια της πιθανότητας σαν μέσο για να κρίνουμε επιστημονι­κές υποθέσεις (μια και δεν μπορούμε να ορίσουμε με έννοιες σε τι συνίσταται η πιθανότητα των υποθέσεων). Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αναλύουμε τη διαδικασία ελέγχου των υποθέσεων-θεωριών χωρίς να χρησιμοποιούμε το κριτήριο της επαλήθευσης και επίσης χωρίς να χρησιμοποιούμε τις έννοιες της επαγωγής και της πιθανότητας των υποθέσεων.

Οι φυσικοί νόμοι δεν είναι επαληθεύσιμοι. Έχουν την μορφή ολικών προτάσεων και ανοίγουν έναν απεριόριστο ορίζοντα δυνατοτήτων. Η πρόταση «κάθε χαλκός είναι αγωγός ηλεκτρισμού» που έχει τη μορφή καθολικού νόμου της φύσης, δεν είναι επαληθεύσιμη, μια και είναι αδύνατο να παρατηρηθεί όλος ο χαλκός μέσα στο σύμπαν. Αν λέγαμε πως αυτή η πρόταση θα μπορούσε να διατυπωθεί με πιο μετρημένη μορφή λ.χ. «κάθε χαλκός που έχει ως τώρα παρατη­ρηθεί είναι αγωγός ηλεκτρισμού», θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την παρατήρηση πως οι φυσικοί νόμοι δεν αποτελούν συνοπτικές διατυπώσεις για πράγματα που παρατηρήθηκαν απλά στο παρελ­θόν, αλλά χρησιμεύουν για να γίνονται δυνατές προβλέψεις για το μέλλον.

Οι θεωρίες δεν αποτελούν για τον Popper, επαγωγικές γενικεύσεις εμπειρικών δεδομένων. Οι θεωρίες γεννιούνται ως υποθέσεις ή εικασίες που έχουν μια μονόπλευρη σχέση με το υλικό των γεγο­νότων, μπορούν μόνο να διαψεύδονται από τα γεγονότα και όχι να επαληθεύονται. Η παρατήρηση, που είναι πάντα ανοιχτή, μπορεί να τις αναιρεί -τις θεωρίες- ανακαλύπτοντας το ψεύδος των παρα­τηρήσιμων συνεπειών. Στη διαδικασία εμπειρικού ελέγχου, λογικό όριο δεν υπάρχει. Η επιστημολογική μέθοδος του Popper, βασίζεται σε εικασίες και ανασκευές και είναι γνωστή επίσης ως διαψευσιο­κρατία ή μέθοδος δοκιμής και πλάνης. Αν θέλουμε να συνοψίσου­με τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μεθόδου, θα λέγαμε ότι η επιστήμη δεν ξεκινά από παρατηρήσεις για να προχωρήσει μέσα από επαγωγικές συναγωγές, όπως ισχυρίζονται οι επαγωγιστές. Αντιθέτως, αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή υποθετικά συ­μπεράσματα (που έχουν τη μορφή «ας υποθέσουμε») τα οποία στη συνέχεια υποβάλλονται σε εμπειρικές και πειραματικές δοκιμασίες, προσπαθώντας να τα ανασκευάσουν, κρατώντας απέναντί τους μια κριτική στάση και πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Στη θέση της επαγωγικής λογικής (τη συναγωγή από το ειδικό στο γενικό), ο Popper βάζει τη παραγωγική λογική (τη συναγωγή από το γενικό στο ειδικό), μέσω της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης (εικασίας). Μια επιστημονική θεωρία, που επιβιώνει μετά από ένα σημαντικό πλήθος κριτικών ελέγχων και πειραματικών δοκιμασιών, μπορεί να γίνει μόνο προσωρινά αποδεκτή, ποτέ σε οριστική βάση, μέχρις ότου συμβεί να απορριφθεί με κάποια ενδεχόμενη μελλο­ντική δοκιμασία. Με άλλα λόγια καμιά θεωρία, για τον Popper, δεν είναι επαληθεύσιμη, απλώς μπορεί να έχει υψηλό βαθμό εμπειρικής ενίσχυσης (corroboration), κάτι που σημαίνει ότι όλες οι επιστη­μονικές θεωρίες είναι κατά κανόνα διαψεύσιμες. Για τον Popper, ο επιστήμονας δεν μαζεύει γεγονότα και δεδομένα για να κατασκευ­άσει νέες θεωρίες αλλά για να διαψεύσει τις υπάρχουσες θεωρίες. Όπως έλεγε ο ίδιος «η γνώση δεν ξεκινά από την αντίληψη ή τις παρατηρήσεις ή τη συλλογή δεδομένων ή γεγονότων, αλλά μάλ­λον ξεκινά από προβλήματα».

Για τον Popper, η ανάπτυξη της γνώσης, συντελείται σε τρία στάδια: α) με τη διαισθητική, ενορατική ή φανταστική διαμόρφωση μιας ει­κασίας, β) με τη λογική παραγωγή των παρατηρήσιμων συνεπειών της και γ)με την έκθεση των συνεπειών αυτών σε εμπειρικό έλεγχο. Από όλα αυτά φαίνεται ότι τίποτα οριστικό και βέβαιο δεν υπάρχει στην επιστήμη. Και η κλασική επιστημολογική σύσταση να επιδιώκεις τη βεβαιότητα στη γνώση, τώρα αντιστρέφεται: να μην στρέφεσαι προς τη βεβαι­ότητα (μια που η επιστήμη προσφέρει μόνο προσωρινές, δοκιμαστικές και διαψεύσιμες προτάσεις), αντίθετα, προσπάθησε να κάνεις τις υποθέσεις σου ελέγξιμες μέσω της μεθόδου της διάψευσης.

 Όπως η επαληθευσιμότητα του Λογικού Εμπειρισμού-Θετικισμού, η διαψευσιμότητα του Popper και του Κριτικού Ορθολογι­σμού προσφέρει ένα κριτήριο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε προ­τάσεις με νόημα και σε προτάσεις χωρίς νόημα, δηλαδή ανάμεσα στην εμπειρική επιστήμη και τη μεταφυσική.

Podcast 1: Το άγχος και η διαχείρισή του

Podcast 2: Συζητώντας για τον αθλητισμό

Audiobook: “Του νεκρού αδερφού” – Δημοτικό τραγούδι

European Radio Logo

Ψηφιακός κατάλογος βιβλίων

981832f213c174e4c908647a84db2516
Πατήστε πάνω στην εικόνα για να δείτε ψηφιακά τη συλλογή των βιβλίων μας, να διαβάσετε τις περιλήψεις τους και να δανειστείτε αυτά που σας ενδιαφέρουν! (Ο κατάλογος ανανεώνεται διαρκώς!)

Σκακιστική άσκηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση