Ο ΑΚΗΣ ΤΟ ΚΑΛΟ ΛΥΚΑΚΙ ΚΙ Η ΝΙΤΣΑ Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ
Σενάριο: Το σενάριο βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος στην εργασία που εκπόνησαν οι μαθητές της Δ΄ 1 τάξης εργαζόμενοι κατά ομάδες. Η εργασία τους αφορά σχετική άσκηση του βιβλίου της Γλώσσας της Δ΄ τάξης
ΣΚΗΝΗ 1η
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο, καταπράσινο βουνό, ζούσε μαζί με την οικογένειά του ο Άκης, ένα όμορφο, καλό λυκάκι. Είχε δυο πολύ μικρότερα αδελφάκια, το Ρόκο και τη Ρωξάνη. Τη μαμά του την έλεγαν Ελευθερία. Της είχαν δώσει αυτό το όνομα επειδή, όταν ήταν πολύ μικρή, είχε πιαστεί στην παγίδα ενός κυνηγού και κατόρθωσε να ελευθερωθεί μόνη της και να σωθεί. Το μπαμπά του, κανονικά, τον έλεγαν Νεκτάγριο, γιατί ήταν μεγάλος λύκος κι άγριος στην όψη. Όλοι όμως στο δάσος τον φώναζαν Νεκτάγιο. Κι αυτό, γιατί όσο άγριος και τρομερός ήταν στην όψη, τόσο καλή καρδιά είχε. Να φανταστείτε, ότι ποτέ του δεν έτρωγε υγιή ζωάκια αλλά μόνο τα άρρωστα κι ετοιμοθάνατα. Αυτό, ήταν καλό για όλα τα ζώα του δάσους ακόμη και για τους ανθρώπους που, όπως ξέρετε, δε συμπαθούν και πολύ τους λύκους. Τα άρρωστα ζωάκια απειλούσαν με την αρρώστια τους την υγεία των άλλων ζώων και των ανθρώπων, όσο για τα γέρικα κι ετοιμοθάνατα, είχαν ένα ηρωικό κι ένδοξο τέλος, πράγμα πολύ πιο σπουδαίο από το να τα βλέπουν τα άλλα ζώα να πεθαίνουν άρρωστα κι ανήμπορα σε κάποια σπηλιά. Έτσι, ο Νεκτάγιος, ο μπαμπάς του Άκη, ήταν πολύ αγαπητός στο δάσος κι όλα τα ζώα τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, ακόμα κι αυτά που ήξεραν ότι κάποια μέρα, όταν γεράσουν, θα γίνουν ένα ωραίο γεύμα για τη λυκοοικογένεια.
Ο Άκης, το λυκόπουλο, στο χαρακτήρα είχε μοιάσει του μπαμπά του. Ήταν καλόκαρδος κι ευγενικός, δεν έβαζε εύκολα κακό με το νου του κι ας ήταν πανέξυπνος. Στην όψη είχε μοιάσει της μαμάς του. Ήταν ένα πανέμορφο σταχτόγκριζο λυκάκι με γαλάζια ματάκια και σπινθηροβόλο βλέμμα.
Στο πίσω μέρος του βουνού έμενε μόνη της η γιαγιά του Άκη, η Φιλομήλα. Ήταν πολύ γιαγιά. Δεν έβλεπε καλά, δεν άκουγε και τόσο και περπατούσε με το ζόρι. Κάθε τόσο αρρώσταινε από λυκόπιασμα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Καθόταν για μέρες στο κρεβάτι μέχρι να γίνει καλά. Έτσι είχε αρρωστήσει και τώρα. Ήταν τρεις μέρες στο κρεβάτι. Ο Νεκτάγιος είχε περάσει από κει να τη δει και της είχε υποσχεθεί ότι θα της στείλει ένα καλό φαγητό για να φάει και να δυναμώσει.
Πραγματικά, μετά από λίγο έπιασε μια γριά, άρρωστη κοτούλα και την πήγε αμέσως στη γυναίκα του να τη μαγειρέψει.
ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ: Ελευθερία, σου ’φερα μια ωραία κοτούλα για μαγείρεμα. Μαγείρεψέ τη Σούπα Αυγολέμονο, να τη στείλουμε στη μάνα μου τη Φιλομήλα, που είναι άρρωστη. Έχει ανάγκη από καλό φαγητό για να δυναμώσει και να γίνει καλά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Εντάξει Νεκτάγιε. Θα τη μαγειρέψω αμέσως. Εσύ πήγαινε στο δάσος να βρεις και τίποτ’ άλλο να φάμε κι εμείς. Καθώς θα φεύγεις, πες και στον Άκη να έρθει σε λίγη ώρα εδώ να τον στείλω να πάει το φαγητό στη γιαγιά.
ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ: Πηγαίνω. Σε δυο ώρες θα έχω γυρίσει. Να κρατήσεις λίγη σούπα για τα μικρά, το Ρόκο και τη Ρωξάνη. Πρέπει κι αυτά να φάνε να μεγαλώσουν.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Μείνε ήσυχος Νεκτάγιε. Ξέρω εγώ τι θα κάνω. (Ο Νεκτάγιος φεύγει. Ο Άκης παίζει έξω από τη σκηνή με τους φίλους του, το σκιουράκι και τη χελώνα)
ΑΚΗΣ: Έλα σκιουράκι ρίξε τη μπάλα.
ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ: Πιάσε Άκη. Ρίξε στην άλλη άκρη του τέρματος. Μέχρι να κουνηθεί η αργοκίνητη χελώνα, θα το ’χει φάει το γκολ και θα σκοράρεις.
ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ: (Φαίνεται στην άκρη της σκηνής) Άκη σε θέλει η μαμά. Πήγαινε γρήγορα στο σπίτι.
ΑΚΗΣ: Σε λίγο μπαμπά! Θα καρφώσω πρώτα ένα γκολάκι και μετά θα πάω. (Ρίχνει τη μπάλα, βάζει το γκολ, αποχαιρετά τους φίλους του και φεύγει για το σπίτι.) Γεια σας παιδιά. Αύριο θα παίξουμε πάλι.
ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ: Γεια σου Άκη. Θα σε περιμένουμε αύριο να πάμε για σταφύλια και σύκα στην απέναντι πλαγιά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: (Μετά από λίγη ώρα) Ποπό! Η γέρικη κοτούλα με το ζουμάκι της έγινε μούρλια. Η γιαγιά θα τρελαθεί από τη χαρά της. (Μπαίνει ο Άκης στη σκηνή) Α, να κι ο Άκης. Πάνω στην ώρα έρχεται.
ΑΚΗΣ: Γεια σου μαμά. Τι με θέλεις;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Άκη, θέλω να πας στη γιαγιά σου φαγητό. Είναι άρρωστη και της μαγείρεψα μια κοτούλα που έφερε ο μπαμπάς σου.
ΑΚΗΣ: Ναι μαμά. Θα πάω. Θέλω κι εγώ πολύ να δω τη γιαγιά. Την αγαπώ κι όποτε πηγαίνω στο σπίτι της μου δίνει γλυκάκια και μου λέει παραμύθια. Την προηγούμενη φορά μου ’πε για την πονηρή αλεπού, την κυρα-Μάρω, που με την πονηριά της άρπαξε το φαγητό από τον κόρακα που στεκόταν ψηλά σ’ ένα κλαδί του δένδρου.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Αλήθεια; Πώς τα κατάφερε η πονηρή κυρα-Μάρω;
ΑΚΗΣ: Να, του είπε ότι τραγουδάει πολύ ωραία κι ότι θα ’θελε ν’ ακούσει ένα τραγούδι του. Αυτός, σαν χαζούλης, την πίστεψε κι άνοιξε το στόμα του να τραγουδήσει. Αμέσως του ’πεσε το φαγητό από το στόμα κι η κυρα-Μάρω από κάτω το άρπαξε και το ’κανε μια μπουκιά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: (Γελάει δυνατά) Χα, χα, χα! Πραγματικά χαζούλης ο κόρακας. Πού ακούστηκε ότι έχει ωραία φωνή για τραγούδι. Αφού την τελευταία φορά που έγινε διαγωνισμός τραγουδιού στο δάσος, το πρώτο βραβείο πήρε το αηδόνι και το δεύτερο η καρδερίνα. Ο κόρακας με τα κρα – κρα κι ο Μένιος ο γαϊδαράκος, με τα γκα – γκα , πήρανε την τελευταία θέση. Τέλος πάντων, στο θέμα μας τώρα. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσέχεις πολύ στο δρόμο. Έχω μάθει ότι στο δάσος κυκλοφορούν λαθροκυνηγοί. Βάζουν παγίδες και πιάνουν τα ζώα του δάσους. Άλλα τα σκοτώνουν για το δέρμα ή το κρέας τους κι άλλα τα βάζουν σε κλουβιά και τα πουλάνε σε άλλους ανθρώπους ή στο ζωολογικό πάρκο.
ΑΚΗΣ: Μα γιατί το κάνουν αυτό μητέρα; Δεν αγαπούν καθόλου τα ζώα;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Έτσι φαίνεται. Κι επιπλέον, θέλουν να κερδίσουν χρήματα.
ΑΚΗΣ: Μα το δάσος είναι το σπίτι μας. Εμείς δεν πήγαμε ποτέ στο δικό τους σπίτι να τους κάνουμε κακό.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Το ξέρω Άκη αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Από τους λαθροκυνηγούς έχουν χαθεί πολλά ζώα. Και πολλά άλλα, όπως εμείς οι λύκοι, οι αλεπούδες και τα ξαδέρφια μας, τα τσακάλια, κοντεύουν να εξαφανισθούν τελείως. Προχθές άκουσα στις ειδήσεις ότι κινδυνεύει μ’ εξαφάνιση η καφέ αρκούδα κι ξαδέρφη της, η άσπρη, που ζει στο βόρειο πόλο. Ακόμα κινδυνεύουν: το ελάφι, η φώκια, η φάλαινα και χιλιάδες άλλα ζωάκια μικρά και μεγάλα που δε θυμάμαι τα ονόματά τους.
ΑΚΗΣ: Δηλαδή κινδυνεύουμε κι εμείς μαμά;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Ακριβώς, μωρό μου. Γι’ αυτό πρόσεχε πολύ. Μην σταματήσεις πουθενά στο δρόμο. Κι αν δεις μπροστά σου κανένα περίεργο σιδερένιο πράγμα ή ανθρώπους μη πλησιάσεις καθόλου. Μου υπόσχεσαι ότι θα πας όσο πιο γρήγορα γίνεται στη γιαγιά;
ΑΚΗΣ: Εντάξει μανούλα, στο υπόσχομαι! Μείνε ήσυχη, δε θα χαζέψω πουθενά. (Η λύκαινα δίνει στο λυκόπουλο το φαγητό κι αυτό φεύγει.)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: (Αποχαιρετά τον Άκη). Στο καλό. Μέχρι το απόγευμα να ’χεις γυρίσει. ΑΚΗΣ: (Φεύγοντας απ’ τη σκηνή) Γεια σου μαμάαα!
(Ο Άκης κάνει το γύρο της αίθουσας τραγουδώντας και μπαίνει στη σκηνή)