3ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕΓΑΡΩΝ

Ιστολόγιο του 3ου Δημοτικού Σχολείου Μεγάρων

Παραμύθι, παραμύθι το κουκί και το ρεβίθι… Τάξη-Δ1

Συγγραφέας: 3ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕΓΑΡΩΝ στις 18 Ιουνίου 2012

Ο ΑΚΗΣ ΤΟ ΚΑΛΟ ΛΥΚΑΚΙ ΚΙ Η ΝΙΤΣΑ Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

Σενάριο: Το σενάριο βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος στην εργασία που εκπόνησαν οι μαθητές της Δ΄ 1 τάξης εργαζόμενοι κατά ομάδες. Η εργασία τους αφορά σχετική άσκηση του βιβλίου της Γλώσσας της Δ΄ τάξης

ΣΚΗΝΗ 1η

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο, καταπράσινο βουνό, ζούσε μαζί με την οικογένειά του ο Άκης, ένα όμορφο, καλό λυκάκι. Είχε δυο πολύ μικρότερα αδελφάκια, το Ρόκο και τη Ρωξάνη. Τη μαμά του την έλεγαν Ελευθερία. Της είχαν δώσει αυτό το όνομα επειδή, όταν ήταν πολύ μικρή, είχε πιαστεί στην παγίδα ενός κυνηγού και κατόρθωσε να ελευθερωθεί μόνη της και να σωθεί. Το μπαμπά του, κανονικά, τον έλεγαν Νεκτάγριο, γιατί ήταν μεγάλος λύκος κι άγριος στην όψη. Όλοι όμως στο δάσος τον φώναζαν Νεκτάγιο. Κι αυτό, γιατί όσο άγριος και τρομερός ήταν στην όψη, τόσο καλή καρδιά είχε. Να φανταστείτε, ότι ποτέ του δεν έτρωγε υγιή ζωάκια αλλά μόνο τα άρρωστα κι ετοιμοθάνατα. Αυτό, ήταν καλό για όλα τα ζώα του δάσους ακόμη και για τους ανθρώπους που, όπως ξέρετε, δε συμπαθούν και πολύ τους λύκους. Τα άρρωστα ζωάκια απειλούσαν με την αρρώστια τους την υγεία των άλλων ζώων και των ανθρώπων, όσο για τα γέρικα κι ετοιμοθάνατα, είχαν ένα ηρωικό κι ένδοξο τέλος, πράγμα πολύ πιο σπουδαίο από το να τα βλέπουν τα άλλα ζώα να πεθαίνουν άρρωστα κι ανήμπορα σε κάποια σπηλιά. Έτσι, ο Νεκτάγιος, ο μπαμπάς του Άκη, ήταν πολύ αγαπητός στο δάσος κι όλα τα ζώα τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, ακόμα κι αυτά που ήξεραν ότι κάποια μέρα, όταν γεράσουν, θα γίνουν ένα ωραίο γεύμα για τη λυκοοικογένεια.
Ο Άκης, το λυκόπουλο, στο χαρακτήρα είχε μοιάσει του μπαμπά του. Ήταν καλόκαρδος κι ευγενικός, δεν έβαζε εύκολα κακό με το νου του κι ας ήταν πανέξυπνος. Στην όψη είχε μοιάσει της μαμάς του. Ήταν ένα πανέμορφο σταχτόγκριζο λυκάκι με γαλάζια ματάκια και σπινθηροβόλο βλέμμα.
Στο πίσω μέρος του βουνού έμενε μόνη της η γιαγιά του Άκη, η Φιλομήλα. Ήταν πολύ γιαγιά. Δεν έβλεπε καλά, δεν άκουγε και τόσο και περπατούσε με το ζόρι. Κάθε τόσο αρρώσταινε από λυκόπιασμα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Καθόταν για μέρες στο κρεβάτι μέχρι να γίνει καλά. Έτσι είχε αρρωστήσει και τώρα. Ήταν τρεις μέρες στο κρεβάτι. Ο Νεκτάγιος είχε περάσει από κει να τη δει και της είχε υποσχεθεί ότι θα της στείλει ένα καλό φαγητό για να φάει και να δυναμώσει.
Πραγματικά, μετά από λίγο έπιασε μια γριά, άρρωστη κοτούλα και την πήγε αμέσως στη γυναίκα του να τη μαγειρέψει.

ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ: Ελευθερία, σου ’φερα μια ωραία κοτούλα για μαγείρεμα. Μαγείρεψέ τη Σούπα Αυγολέμονο, να τη στείλουμε στη μάνα μου τη Φιλομήλα, που είναι άρρωστη. Έχει ανάγκη από καλό φαγητό για να δυναμώσει και να γίνει καλά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Εντάξει Νεκτάγιε. Θα τη μαγειρέψω αμέσως. Εσύ πήγαινε στο δάσος να βρεις και τίποτ’ άλλο να φάμε κι εμείς. Καθώς θα φεύγεις, πες και στον Άκη να έρθει σε λίγη ώρα εδώ να τον στείλω να πάει το φαγητό στη γιαγιά.
ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ: Πηγαίνω. Σε δυο ώρες θα έχω γυρίσει. Να κρατήσεις λίγη σούπα για τα μικρά, το Ρόκο και τη Ρωξάνη. Πρέπει κι αυτά να φάνε να μεγαλώσουν.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Μείνε ήσυχος Νεκτάγιε. Ξέρω εγώ τι θα κάνω. (Ο Νεκτάγιος φεύγει. Ο Άκης παίζει έξω από τη σκηνή με τους φίλους του, το σκιουράκι και τη χελώνα)
ΑΚΗΣ: Έλα σκιουράκι ρίξε τη μπάλα.
ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ:
Πιάσε Άκη. Ρίξε στην άλλη άκρη του τέρματος. Μέχρι να κουνηθεί η αργοκίνητη χελώνα, θα το ’χει φάει το γκολ και θα σκοράρεις.
ΝΕΚΤΑΓΙΟΣ:
(Φαίνεται στην άκρη της σκηνής) Άκη σε θέλει η μαμά. Πήγαινε γρήγορα στο σπίτι.
ΑΚΗΣ:
Σε λίγο μπαμπά! Θα καρφώσω πρώτα ένα γκολάκι και μετά θα πάω. (Ρίχνει τη μπάλα, βάζει το γκολ, αποχαιρετά τους φίλους του και φεύγει για το σπίτι.) Γεια σας παιδιά. Αύριο θα παίξουμε πάλι.
ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ:
Γεια σου Άκη. Θα σε περιμένουμε αύριο να πάμε για σταφύλια και σύκα στην απέναντι πλαγιά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
(Μετά από λίγη ώρα) Ποπό! Η γέρικη κοτούλα με το ζουμάκι της έγινε μούρλια. Η γιαγιά θα τρελαθεί από τη χαρά της. (Μπαίνει ο Άκης στη σκηνή) Α, να κι ο Άκης. Πάνω στην ώρα έρχεται.
ΑΚΗΣ: Γεια σου μαμά. Τι με θέλεις;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Άκη, θέλω να πας στη γιαγιά σου φαγητό. Είναι άρρωστη και της μαγείρεψα μια κοτούλα που έφερε ο μπαμπάς σου.
ΑΚΗΣ: Ναι μαμά. Θα πάω. Θέλω κι εγώ πολύ να δω τη γιαγιά. Την αγαπώ κι όποτε πηγαίνω στο σπίτι της μου δίνει γλυκάκια και μου λέει παραμύθια. Την προηγούμενη φορά μου ’πε για την πονηρή αλεπού, την κυρα-Μάρω, που με την πονηριά της άρπαξε το φαγητό από τον κόρακα που στεκόταν ψηλά σ’ ένα κλαδί του δένδρου.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Αλήθεια; Πώς τα κατάφερε η πονηρή κυρα-Μάρω;
ΑΚΗΣ: Να, του είπε ότι τραγουδάει πολύ ωραία κι ότι θα ’θελε ν’ ακούσει ένα τραγούδι του. Αυτός, σαν χαζούλης, την πίστεψε κι άνοιξε το στόμα του να τραγουδήσει.  Αμέσως του ’πεσε το φαγητό από το στόμα κι η κυρα-Μάρω από κάτω το άρπαξε και το ’κανε μια μπουκιά.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: (Γελάει δυνατά) Χα, χα, χα! Πραγματικά χαζούλης ο κόρακας. Πού ακούστηκε ότι έχει ωραία φωνή για τραγούδι. Αφού την τελευταία φορά που έγινε διαγωνισμός τραγουδιού στο δάσος, το πρώτο βραβείο πήρε το αηδόνι και το δεύτερο η καρδερίνα. Ο κόρακας με τα κρα – κρα κι ο Μένιος ο γαϊδαράκος, με τα γκα – γκα , πήρανε την τελευταία θέση. Τέλος πάντων, στο θέμα μας τώρα. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσέχεις πολύ στο δρόμο. Έχω μάθει ότι στο δάσος κυκλοφορούν λαθροκυνηγοί. Βάζουν παγίδες και πιάνουν τα ζώα του δάσους. Άλλα τα σκοτώνουν για το δέρμα ή το κρέας τους κι άλλα τα βάζουν σε κλουβιά και τα πουλάνε σε άλλους ανθρώπους ή στο ζωολογικό πάρκο.
ΑΚΗΣ: Μα γιατί το κάνουν αυτό μητέρα; Δεν αγαπούν καθόλου τα ζώα;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Έτσι φαίνεται. Κι επιπλέον, θέλουν να κερδίσουν χρήματα.
ΑΚΗΣ: Μα το δάσος είναι το σπίτι μας. Εμείς δεν πήγαμε ποτέ στο δικό τους σπίτι να τους κάνουμε κακό.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Το ξέρω Άκη αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Από τους λαθροκυνηγούς έχουν χαθεί πολλά ζώα. Και πολλά άλλα, όπως εμείς οι λύκοι, οι αλεπούδες και τα ξαδέρφια μας, τα τσακάλια, κοντεύουν να εξαφανισθούν τελείως. Προχθές άκουσα στις ειδήσεις ότι κινδυνεύει μ’ εξαφάνιση η καφέ αρκούδα κι ξαδέρφη της, η άσπρη, που ζει στο βόρειο πόλο. Ακόμα κινδυνεύουν: το ελάφι, η φώκια, η φάλαινα και χιλιάδες άλλα ζωάκια μικρά και μεγάλα που δε θυμάμαι τα ονόματά τους.
ΑΚΗΣ: Δηλαδή κινδυνεύουμε κι εμείς μαμά;
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Ακριβώς, μωρό μου. Γι’ αυτό πρόσεχε πολύ. Μην σταματήσεις πουθενά στο δρόμο. Κι αν δεις μπροστά σου κανένα περίεργο σιδερένιο πράγμα            ή ανθρώπους μη πλησιάσεις καθόλου. Μου υπόσχεσαι ότι θα πας όσο πιο γρήγορα γίνεται στη γιαγιά;
ΑΚΗΣ: Εντάξει μανούλα, στο υπόσχομαι! Μείνε ήσυχη, δε θα χαζέψω πουθενά. (Η λύκαινα δίνει στο λυκόπουλο το φαγητό κι αυτό φεύγει.)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
(Αποχαιρετά τον Άκη). Στο καλό. Μέχρι το απόγευμα να ’χεις γυρίσει. ΑΚΗΣ: (Φεύγοντας απ’ τη σκηνή) Γεια σου μαμάαα!
(Ο Άκης κάνει το γύρο της αίθουσας τραγουδώντας και μπαίνει στη σκηνή)

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΚΗ:
(Μελωδία: Από το τραγούδι του Γ. Ζαμπέτα «Το φανταράκι»)

Κάντε κλικ εδώ για ν’ ακούσετε το τραγούδι.

Ο ΑΚΗΣ, ΤΟ ΚΑΛΟ ΛΥΚΑΚΙ

Είμ’ ένα μικρό λυκάκι
κι όλοι με φωνάζουν Άκη
πάω στη γιαγιά μου φαγητό.

Θα μου πει παραμυθάκια,
θα μου δώσει και γλυκάκια
και πολύ θα ευχαριστηθώ.

Ωωωω! Μάνα μου γλυκιά.
Ωωωω! Πάω στη γιαγιά.  (δις)

Αγαπάω τα ζωάκια
κι όλο θέλω παιχνιδάκια
και τραγούδι και χορό.

Χελωνάκια, λαγουδάκια,
άνθη, δέντρα και πουλάκια,
έχω φίλους μου εγώ.

Ωωωω! Μάνα μου γλυκιά.
Ωωωω! Πάω στη γιαγιά.  (δις)

ΣΚΗΝΗ 2η

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Άκης άρχισε να ξεμακραίνει από το σπίτι του και σε λίγο μπήκε στο δάσος. Μόλις έφτασε στο σημείο που ο μεγάλος δρόμος χωριζόταν σε δυο μικρότερα δρομάκια είδε ένα όμορφο κοριτσάκι με κόκκινη κάπα και κόκκινο σκουφάκι που μάζευε αγριολούλουδα.

ΑΚΗΣ: (Έχει φθάσει κοντά στην Κοκκινοσκουφίτσα) Ωχ! Ένα κοριτσάκι με κόκκινο σκουφάκι. Ας προσπεράσω γρήγορα, γιατί η μαμά είπε να μην πλησιάσω ανθρώπους.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Ε, λυκάκι. Για πού πηγαίνεις έτσι βιαστικά; Πες και καμιά καλημέρα.
ΑΚΗΣ: Συγγνώμη κοριτσάκι. Βιάζομαι. Πηγαίνω φαγητό στην άρρωστη γιαγιά μου.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Είναι άρρωστη η γιαγιά σου; Ω! Λυπάμαι πολύ. Πώς θα ’θελα να τη βοηθήσω την καημένη. Και πού μένει η γιαγιά σου;
ΑΚΗΣ: Μένει μόνη της στο πίσω μέρος του βουνού κι είναι πολύ αδύναμη, δεν μπορεί να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Αλλά τώρα με συγχωρείς, φεύγω γεια σου. (Προχωρεί να βγει από τη δεξιά πόρτα της σκηνής αλλά η Κοκκινοσκουφίτσα τον σταματάει.)
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Περίμενε καλέ. Μια στιγμή. Πάτα και λίγο φρένο. Γιατί πας απ’ αυτόν το δρόμο; Θ’ αργήσεις πολύ.
ΑΚΗΣ: Πάντα απ’ το δεξιό δρόμο πηγαίνω στη γιαγιά. Είναι ο πιο γρήγορος.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Κάνεις λάθος αγαπητό μου λυκάκι. Ο αριστερός δρόμος είναι ακόμη πιο γρήγορος. Το ξέρω γιατί έχω περάσει απ’ αυτόν. Σε λίγη ώρα σε βγάζει στο πίσω μέρος του βουνού.
ΑΚΗΣ: Σίγουρα είναι ο πιο γρήγορος;
(Διστάζει να πιστέψει την Κοκκινοσκουφίτσα.)

ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Μα φυσικά. Ψέματα θα σου πω. Εγώ αγαπώ τους λύκους και ιδιαίτερα τα λυκάκια, όπως εσύ. Κι επειδή λυπήθηκα πολύ για τη γιαγιά σου, ορίστε πάρε τα λουλούδια που έχω μαζέψει να της τα προσφέρεις σαν δώρο. Είμαι σίγουρη ότι θα της αρέσουν πολύ.
ΑΚΗΣ: Είναι πανέμορφα. Έχουν πολλά χρώματα κι ευωδιάζουν. (Μετά το δωράκι που του δίνει, πείθεται. Ρίχνει ματιές δεξιά κι αριστερά στους δυο δρόμους που ανοίγονται μπροστά του κι αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τον αριστερό) Εντάξει μ’ έπεισες. Θα πάω από τον αριστερό δρόμο, αν και δεν έχω ξαναπάει απ’ αυτόν.
(Η Κοκκινοσκουφίτσα χαίρεται με την επιλογή του)

ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Μπράβο λυκάκι μου! Μα τόση ώρα μιλάμε και δε μου ’πες το όνομά σου.
ΑΚΗΣ: Με λένε Άκη. Εσένα;
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Εμένα με λένε Νίτσα Κοκκινοσκουφίτσα.
ΑΚΗΣ: Γεια σου Κοκκινοσκουφίτσα και σ’ ευχαριστώ για τα λουλούδια και για το δρόμο που μου έδειξες.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ:(Στον Άκη) Γεια σου Άκη. Στο καλό! (Μονολογεί πονηρά) Σε λίγο θα βάλω εσένα και τη γιαγιά σου στο κλουβάκι. (Στο κοινό) Πρώτη μου φορά βλέπω τόσο χαζό κι απονήρευτο λυκάκι. Πίστεψε αμέσως όσα του είπα για το δρόμο. Κι ύστερα λένε πως οι λύκοι είναι έξυπνα ζώα. Χα, χα! Ας γελάσω! Τρέχω αμέσως στο σπίτι να πάρω τα μεγάλα, ξύλινα κλουβιά του μπαμπά. Μ’ αυτά θα πιάσω δυο λύκους και του θα δείξω τι αξίζω.

ΣΚΗΝΗ 3η

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε στο σπίτι της, πήρε δυο μεγάλα, ξύλινα κλουβιά και πήγε κατ’ ευθείαν στο σπιτάκι της γιαγιάς λύκαινας. Χτύπησε απαλά την πόρτα και με τη γλυκιά παιδική φωνή της, είπε: «Άνοιξε γιαγιούλα μου. Είμαι ο Άκης, το εγγονάκι σου. Σου ’φερα φαγητό να φας να δυναμώσεις, που είσαι άρρωστη». Η γιαγιά Φιλομήλα, που εκείνη τη στιγμή έτρωγε μερικά μήλα, γιατί κάνουν καλό στην υγεία, χωρίς να βάλει κακό με το μυαλό της, άνοιξε την πόρτα. Τότε η Κοκκινοσκουφίτσα όρμησε μέσα, άρπαξε τη γιαγιά και την έβαλε στο ένα κλουβί. Ύστερα  το έκρυψε έξω από το σπίτι, μακριά, πίσω από τους θάμνους. Γύρισε πίσω, φόρεσε το σκούφο της γιαγιάς, έβαλε το δεύτερο κλουβί κοντά στο κρεβάτι, ξάπλωσε και περίμενε να έρθει ο Άκης. Εν τω μεταξύ, ο Άκης άργησε, γιατί ο δρόμος που είχε πάρει είχε πολλές στροφές, ανηφόρες και κατηφόρες. Ρωτούσε τα ζωάκια που συναντούσε κάθε τόσο κι εκείνα του έλεγαν πως ήθελε ακόμα αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς του. Τελικά, ύστερα πολλή ώρα, έφτασε. Κατακουρα-σμένος χτύπησε την πόρτα.
(Ακούγονται χτύποι)

ΑΚΗΣ: Άνοιξε γιαγιούλα μου. Είμαι ο Άκης, το εγγονάκι σου.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Έλα Άκη μου. Πέρασε αγόρι μου. Η πόρτα είναι ανοιχτή.
ΑΚΗΣ: Σου ’φερα φαγητό να φας να δυναμώσεις, που είσαι άρρωστη.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Σ’ ευχαριστώ! Ακούμπησέ το πάνω στο τραπέζι.
ΑΚΗΣ: Γιαγιά, γιατί η μύτη σου είναι τόσο μικρή και κόκκινη;
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Απ’ το συνάχι Άκη μου.
ΑΚΗΣ: Μα και τ’ αυτιά σου είναι πιο μικρά.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Απ’ τα γεράματα παιδί μου. Και γι’ αυτό δεν ακούω καλά.
ΑΚΗΣ: Και τα μάτια σου, απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν πιο μεγάλα.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Η ηλικία μου φταίει μωρό μου. Έλα πιο κοντά να σε βλέπω καλύτερα.
ΑΚΗΣ: Γιαγιά γιατί έχεις αυτό κλουβί δίπλα στο κρεβάτι σου;
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Για να σε βάλω μέσα. (Πετάγεται απότομα από το κρεβάτι, αρπάζει το λυκάκι και το βάζει στο κλουβί)
ΑΚΗΣ:
Ω! Μα δεν είσαι η γιαγιά μου. Είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Βεβαίως και δεν είμαι η γιαγιά σου μικρέ μου. Είμαι, όπως πολύ καλά κατάλαβες, η Νίτσα η Κοκκινοσκουφίτσα.
ΑΚΗΣ: Μα γιατί το κάνεις αυτό; Πού είναι η γιαγιά μου; Τι της έκανες;
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Η γιαγιά σου είναι στο άλλο κλουβί που έχω κρύψει πίσω από τους θάμνους.
ΑΚΗΣ: (Στο κοινό) Αχ! Καλά μου είπε η μαμά μου να μην πλησιάσω ανθρώπους. Ορίστε τώρα τι παθαίνω. Βοήθεια, βοήθεια Παιδιά! Σας παρακαλώ, πείτε στην Κοκκινοσκουφίτσα να μ’ ελευθερώσει. (Περιμένει την απάντηση του κοινού και μετά απευθύνεται στην Κοκκινοσκουφίτσα) Μα δε σου έκανα κανένα κακό. Εγώ σε συμπάθησα κι ήθελα να σου προτείνω να γίνουμε φίλοι, να ’ρθεις μια μέρα να παίξουμε στο δάσος μαζί με τ’ άλλα ζωάκια, τ’ αλεπουδάκια, τα χελωνάκια και τα τρία γουρουνάκια, να φάμε σταφύλια και σύκα και να περάσουμε μια αξέχαστη μέρα.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Εγώ όμως δεν αγαπώ τους λύκους, γιατί είναι κακοί και μπορούν να φάνε κι ένα μεγάλο άνθρωπο, πόσο μάλλον ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα.
ΑΚΗΣ: Αυτό είναι μεγάλο ψέμα. Είναι ένα παραμύθι. Εμείς οι λύκοι ζούμε μόνο στο δάσος και δεν πειράζουμε τους ανθρώπους. Ο μπαμπάς μου ο Νεκτάγιος πιάνει μόνο άρρωστα και πολύ γέρικα ζωάκια και ποτέ δεν έχει επιτεθεί σ’ εσάς τους ανθρώπους. Έλα Κοκκινοσκουφίτσα, ελευθέρωσε κι εμένα και τη γιαγιά μου τη Φιλομήλα.
(Η Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτεται τα λόγια του Άκη και κάνει βόλτες στη σκηνή)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Άκης στενοχωρημένος έβλεπε πως δεν μπορούσε να κάνει την Κοκκινοσκουφίτσα να πιστέψει ότι οι λύκοι είναι καλοί και κάνουν καλό στο δάσος. Άρχισε τότε να κλαίει δυνατά και σε μια στιγμή έβγαλε μια μακρόσυρτη δυνατή κραυγή σε πολύ ψηλό τόνο, άνω Fa δίεση, που ακούστηκε σ’ όλη την περιοχή. Για καλή του τύχη, λίγο πιο πέρα έκανε την καθημερινή περιπολία του στο δάσος ο δασοφύλακας, ο κύριος Δήμος με το βοηθό του Ιάκωβο. Άκουσε τη λυκίσια κραυγή και σαν παλιός κι έμπειρος δασοφύλακας κατάλαβε ότι ήταν κραυγή αγωνίας που καλούσε σε βοήθεια. Χωρίς να χάσει καιρό τρέχει αμέσως στο σπίτι της γιαγιάς Φιλομήλας.

ΔΗΜΟΣ: (Μπαίνει μαζί με τον Ιάκωβο στη σκηνή) Επ! Τι συμβαίνει εδώ;
ΑΚΗΣ: Βοήθεια, βοήθεια κύριε Δήμο. Σώσε με.
ΔΗΜΟΣ: Άκη γιατί είσαι μέσα στο κλουβί; Τι γίνεται εδώ Κοκκινοσκουφίτσα;
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Έπιασα δυο άγριους λύκους.
ΔΗΜΟΣ: Και γιατί παρακαλώ; Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται αυστηρά να πιάσεις λύκο; Μπορεί να τιμωρηθείς με μεγάλο πρόστιμο γι’ αυτό που έκανες.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Μα κινδυνεύουμε απ’ αυτούς. Μπορούν να μας φάνε.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Κάνεις λάθος μικρή μου. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Εμείς οι άνθρωποι κυνηγάμε και σκοτώνουμε τους λύκους και κοντεύουν να εξαφανισθούν από το βουνό. Το ξέρεις ότι σ’ όλο το βουνό έχει απομείνει μόνο η οικογένεια του Άκη; Κι ακόμα ξέρεις ότι χάρις τους λύκους, που τρώνε τ’ άρρωστα ζώα, δεν αρρωσταίνουν τ’ άλλα ζώα κι εμείς οι άνθρωποι; Τους χρωστάμε μεγάλη χάρη και κανονικά πρέπει να τους αγαπάμε και να φροντίζουμε να μην πάθουν ποτέ κακό γιατί τότε θα κινδυνέψουμε πραγματικά από μεγάλες αρρώστιες.
ΑΚΗΣ: Στο είπα Κοκκινοσκουφίτσα. Σε παρακαλώ ελευθέρωσέ με. Έλα να γίνουμε φίλοι.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: (Μετανιωμένη) Συγγνώμη Άκη. Παρασύρθηκα απ’ αυτό που κάνει ο μπαμπάς μου και θέλησα να του δείξω τι αξίζω κάνοντας κι εγώ το ίδιο. Έκανα λάθος. Θα ελευθερώσω αμέσως κι εσένα και τη γιαγιά σου και θα σπάσω τα κλουβιά του μπαμπά μου να μην πιάνει ζώα του δάσους.
(Η Κοκκινοσκουφίτσα σπάει το κλουβί κι ελευθερώνει τον Άκη.)
ΑΚΗΣ:
Γιούπιιιι! Μπράβο Κοκκινοσκουφίτσα. Το ’ξερα πως είσαι καλή.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Θέλεις να γίνουμε αληθινοί φίλοι για πάντα;
ΑΚΗΣ: Μα και βέβαια! Αφού εγώ στο ζήτησα πρώτος.
ΔΗΜΟΣ: Μπράβο σας! Κι έτσι θα ξανάρθει η χαρά κι ηρεμία στο δάσος.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ: Αύριο θα τα πω όλα στους συμμαθητές μου στο σχολείο και θα τους προτείνω να οργανώσουμε μια εκδήλωση για την προστασία του δάσους και των ζώων που ζουν σ’ αυτό. Πρέπει κι εμείς οι άνθρωποι κάποτε να μάθουμε να σεβόμαστε τα ζώα και τα φυτά του δάσους. Μας αγαπάτε πολύ και μας δίνετε τόσα πολλά κι εμείς γι’  αντάλλαγμα σας κάνουμε κακό! Ω! Πόσο λυπάμαι και ντρέπομαι.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Μη ντρέπεσαι Κοκκινοσκουφίτσα. Όλοι κάνουμε λάθη. Όμως τώρα χάρη σ’ εσένα οι φίλοι σου θα μάθουν ν’ αγαπούν και να προστατεύουν το δάσος και τα ζώα.
ΑΚΗΣ:
Μπράβο, μπράβο Κοκκινοσκουφίτσα. Ζήτω η φιλία ζώων και ανθρώπων.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Κοκκινοσκουφίτσα κατάλαβε το λάθος της κι από κείνη τη μέρα αγαπούσε όλα τα ζώα του δάσους. Όταν μπορούσε πήγαινε κι έπαιζε χαρούμενα μαζί τους. Με τον Άκη, το σταχτόγκριζο λυκάκι, γίνανε οι καλύτεροι φίλοι. Και ζουν τώρα καλά και στο μέλλον ακόμη καλύτερα.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑΣ:

Κάντε κλικ εδώ για ν’ ακούσετε το τραγούδι.

Στίχοι: 1η Στροφή: Αγγελική Καψάσκη: «ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» , Εκδ. ΚΑΨΑΣΚΗ, Αθήνα 1996, σελ 138,  2η και 3η Στροφή: Δρομπόνης Σωτήριος

Μελωδία: Δρομπόνης Σωτήριος

Η ΚΟΚΚΙΝΙΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Στο δάσος τι όμορφα που ’ναι παιδιά!
Ολόγλυκα εκεί κελαηδούν τα πουλιά,
νερά δροσερά πώς κυλούνε γοργά,
λουλούδια δροσάτα σκορπούν ευωδιά.

Λαγοί, χελωνάκια, λυκάκια μικρά,
κοτσύφια, γεράκια, αετοί στα ψηλά,
γιδούλες, λαφάκια, αλεπού πονηρή,
τσακάλια, αρκουδάκια, που ζούνε μαζί.

Στο δάσος μ’ αρέσει πολύ να γυρνώ,
το κόκκινο σκουφάκι μου πάντα φορώ.
[ Φυτά και ζωάκια πολύ τ’ αγαπώ,
όμορφη φύση μου σ’ ευχαριστώ.] (δις)