Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια χώρα μακρινή όπου δε νύχτωνε ποτέ. Εκεί
ζούσαν οι πιο εργατικοί άνθρωποι του κόσμου. Δούλευαν όλοι συνεχώς κι
ασταμάτητα. Μέρα νύχτα. Ή πιο σωστά μέρα μέρα, αφού σ’ αυτή τη χώρα δε
βασίλευε ο ήλιος και δε σκοτείνιαζε ποτέ. Άγνωστες λέξεις ήταν για όλους το
αστέρι , το ηλιοβασίλεμα, η αυγή , ακόμα κι ο ύπνος. Εκεί ο ήλιος έμενε για πάντα
ζεστός και φωτεινός. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κανείς δεν ονειρευόταν.
Έκαναν πάντα τα ίδια και τα ίδια, υποταγμένοι στη μοίρα τους.
Μαζεύτηκαν το λοιπόν οι σοφοί να συζητήσουν τι θα μπορούσε να γίνει για να
έρθει και σε αυτούς η πολυπόθητη νύχτα. Έβλεπαν στον τόπο τους τον ήλιο, να
ξεκινά από την ανατολή, να διαγράφει μια πορεία στον ουρανό, να μη δύει, αλλά
βουστροφηδόν να επιστρέφει στην Ανατολή και πάλι να κάνει την πορεία του, και
πάλι πίσω, και πάλι στροφή, σαν τα βόδια που όργωναν τα χωράφια και η μέρα να
διαδέχεται τη μέρα ασταμάτητα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν και αποφάσισαν να
βγάλουν μια ανακοίνωση. «Όποιος πολίτης αυτής της χώρας μπορέσει να δώσει μια
λύση, θα πάρει όσο χρυσάφι θελήσει».
Πέρασε καιρός, αλλά κανείς δεν είχε έστω και μια πρόταση να κάνει, ώσπου μια
μέρα, στο παράθυρο του άρχοντα του τόπου, κάθισε ένας τσαλαπετεινός. Τι
όμορφος που ήταν!! Το πρόσεξε η αρχόντισσα, άνοιξε το παράθυρο κι αυτός ήρθε
και κάθισε απέναντι από τον άρχοντα. Έσκυψε το κεφαλάκι του, χτυπώντας ρυθμικά
το μακρύ του ράμφος στο πάτωμα, άνοιξε σα βεντάλια το λοφίο στο κεφάλι του και
ήταν λες και υποκλινόταν στον βασιλιά. Το πιο παράξενο όμως ήταν πως μιλούσε με
ανθρώπινη φωνή.
-Βασιλιά του είπε. Είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω να βρεις μια λύση στο πρόβλημα
της χώρας. Εγώ ήμουν κάποτε κανονικός πετεινός που ζούσα σε κοτέτσι και κάθε
ανατολή προανήγγειλα στον κόσμο τη μέρα που ξεκινούσε. Όμως ένας έμπορος με
έφερε και με πούλησε σε αυτή τη χώρα όπου δε ξημερώνει ποτέ. Για τον λόγο αυτό
έγινα τσαμπαπετεινός ή τσαλαπετεινός όπως με λένε κάποιοι. Ξέρω όμως πώς θα
κάνω τον ήλιο να συνεχίζει την πορεία του και πώς μπορούμε να έχουμε κι εμείς
λίγη νύχτα που κι αυτή θα τελειώνει, θα ‘ρχεται η μέρα και ΄γω θα αναλάβω ξανά
τον ρόλο για τον οποίο γεννήθηκα. Και μετά πάλι η νύχτα και μετά η μέρα, και μετά
η νύχτα και μετά η μέρα, ….συνέχισε το μικρό πουλί γουρλώνοντας τα μικρά του
μάτια. Όμως θέλω μεγάλη βοήθεια.
Έμειναν όλοι άφωνοι. Ο μεγάλος άρχοντας δεν πίστευε στα αυτιά του. Πλησίασε το
πουλί και του είπε.
-Ό,τι θες από μένα. Θα έχεις όσα χρήματα χρειαστείς.
-Δε θέλω χρήματα, απάντησε ο τσαλαπετεινός. Σκοπός είναι να κόψουμε το σκοινί
που δένει το ζνίχι του ήλιου και που τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω. Θέλω να
ανεβάσουν οι υπήκοοί σου την πιο μεγάλη πέτρα του βασιλείου στο ψηλότερο
βουνό που βρίσκεται στη δύση και πάνω της να χτίσουν το πιο λαμπρό παλάτι του
κόσμου. Στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού θα στερεώσουν το πιο μακρύ ξύλο που
υπάρχει στον κόσμο για να σταθώ πάνω του και να πλησιάσω όσο μπορώ
περισσότερο τον ήλιο. Θα πετάξω ως εκεί προσέχοντας να μην καούνε τα φτερά
μου. Θα καλέσω τον ήλιο να επισκεφτεί το νεόκτιστο λαμπρό παλάτι κι εκεί με το
τραγούδι μου θα τον αποκοιμίσω και με το ράμφος μου θα κόψω το σκοινί που τον
αναγκάζει να ακολουθεί την ίδια πορεία.
Ο βασιλιάς δεν πολυπίστεψε πως ένα μικρό πουλί μπορεί να αλλάξει την πορεία
του ήλιου, μα δεν είχε να χάσει και τίποτα. Έδωσε διαταγή και χιλιάδες υπήκοοι
άρχισαν να μεταφέρουν εκείνη τη μεγάλη πέτρα που υπήρχε στην άκρη του
βασιλείου κι έμοιαζε με μικρό βουνό. Πάνω της έχτισε ένα μεγαλοπρεπέστατο
παλάτι που όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά. Όσο για το μεγαλύτερο ξύλο δεν
άργησε να το βρει και να το στερεώσει όρθιο προς τον ουρανό. Τότε ο βασιλιάς
ρώτησε τον τσαλαπετεινό τι άλλο έπρεπε να κάνει.
-Τίποτα, βασιλιά μου, είπε ο τσαλαπετεινός και χάθηκε προς τη Δύση. Εκεί που
άρχιζε η θάλασσα, στάθηκε σε ένα δέντρο και τραγούδησε γλυκά. Κι ήταν το
τραγούδι του τόσο γλυκό που γαλήνεψε η θάλασσα και φάνηκε ο βυθός της κι ένα
τεράστιο ψάρι έκανε την εμφάνιση του, πήρε τον τσαλαπετεινό στη ράχη του και
τράβηξαν μέχρι εκεί που η γραμμή του ορίζοντα συναντούσε το καινούριο παλάτι.
Κοίταζε ο βασιλιάς με τα κιάλια, αναζητώντας τον, μα δεν έβλεπε τίποτα. Κοίταζε
από δω, κοίταζε από κει, ώσπου για μια στιγμή πετάχτηκε όρθιος. Μια κουκίδα
διακρινόταν στο πάνω μέρος του ψηλού εκείνου ξύλου, στο ολοφώτεινο καινούριο
παλάτι κι αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο φτερωτός του σύμβουλος. Ήταν εκεί ακριβώς
που θα έκανε την αναστροφή του ο ήλιος.
Και ξάφνου ένα σύννεφο έκρυψε το φως. Μπήκε ανάμεσα στον ήλιο και τον
τσαλαπετεινό κι έτσι αυτός χωρίς να καεί, πρόλαβε να προσκαλέσει τον ήλιο στο
παλάτι του λέγοντας πως είναι ο βασιλιάς της Ανατολής, κι ας ήτανε στη Δύση. Ο
ήλιος το πίστεψε, μπήκε στο παλάτι και εκεί ο τσαλαπετεινός τραγούδησε τόσο
γλυκά πάλι που όλη η φύση γαλήνεψε, χρωματίστηκε ο ουρανός με πορτοκαλιές κι
ο ήλιος έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε. Γρήγορα ο τσαλαπετεινός έκοψε το
σκοινί, λευτέρωσε τον ήλιο, και έκλεισε την ανατολική πόρτα του παλατιού,
επιτρέποντας στη νύχτα να απλώσει το πέπλο της.
Στην μακρινή εκείνη χώρα, απόψε νύχτωσε. Ο βασιλιάς κουρασμένος
χασμουρήθηκε και πήγε για ύπνο. Το ίδιο έκαναν όλοι, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί
που ένας πετεινός πια, τους ξύπνησε και χαρούμενοι και ξεκούραστοι ξεκίνησαν τη
δουλειά τους, ελεύθεροι και χωρίς κανένα σκοινί να δένει το δικό τους ζνίχι.
Γιάννης Αλεξανδρόπουλος
Ένα παραμύθι που γράφτηκε πρώτο όταν άρχισε ο διαγωνισμός και θεώρησα καλό να το αναρτήσω τελευταίο σαν ένα όμορφο κλείσιμο.
Αύριο 1/6/20 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα!
Copyright © 2020 3ο Δημοτικό Σχολείο Φιλιατρών. Με την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων.