Mας βρήκε η ποίηση…….τον Μάϊο! (Αφιέρωμα)

Σχετική εικόνα

Πρωτομαγιά

Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα ,

που ωραιότερη φύση ξυπνάει

και την κάνουν λαμπρά και γελάει

πρασινάδες , αχτίνες , νερά.

Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι ,

παιδιά κι άντρες , γυναίκες και γέροι.

Ασπροντύματα , γέλια , και κρότοι ,

όλοι δρόμοι γιομάτοι χαρά.

Ναι χαρείτε του χρόνου την νιότη ,

άντρες , γέροι , γυναίκες παιδιά.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΟΜΟΥ

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ-Ι.Πολέμης

Λουλούδια ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα,
στο Μάη που σήμερα

προβάλλει στη γη.

Τ’ αηδόνια συμφώνησαν
της γης τ’ αγγελούδια
και βρήκαν και τόνισαν
καινούρια τραγούδια
στο Μάη που σήμερα

προβάλλει στη γη.

Η θάλασσα γίνεται
καθρέφτης και πάλι,
το κύμα της χύνεται
κι ο φλοίσβος τον ψάλλει,
στο Μάη που σήμερα

προβάλλει στη γη.

Χορεύει το πρόβατο
τ’ αρνάκι βελάζει
κι απ’ τον αγκαθόβατο
δροσούλα σταλάζει,
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.

 Νίκος    Γκάτσος
απο την ποιητική συλλογή του Ξένα (2001) 

Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

 

Απόσπασμα απο τον “Επιτάφιο” του Γ.Ρίτσου

 
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνωΣτο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
 Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά ‘δειχνες ένα-ένα

τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μού ‘δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά ‘βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μού ‘λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θά ‘ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.