Γράφει: η Ελένη-Ελπίδα Κούτσικου, μαθήτρια.
Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Θανάση Βαλτινό έγινε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012, με ειδικότερο θέμα «Με Μια Εποχή στο Επίκεντρο: Τύχες του Αφηγητή και της Αφήγησης».
Στις 15 Φεβρουαρίου το σχολείο μας είχε την τιμή να φιλοξενήσει τον κ. Θανάση Βαλτινό, γνωστό συγγραφέα και σεναριογράφο. Πρέπει να ομολογήσω ότι πρόκειται για έναν πολύ συμπαθητικό και κοινωνικό άνθρωπο. Από την πρώτη στιγμή νιώθεις πολύ οικεία μαζί του και ο διάλογος δεν αργεί να ξεκινήσει και να εξελιχθεί σε μια ενδιαφέρουσα για όλους συζήτηση.
Ένα από τα πρώτα θέματα που θίχτηκαν κατά τη συνάντηση ήταν η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη γραφή ενός λογοτεχνικού κειμένου και ενός σεναρίου. Όπως μας είπε: «Το σενάριο είναι πιο ‘ψυχρό’. Το πεζογράφημα δουλεύει με “θερμό” υλικό: τις λέξεις και τη σειρά τους. Οι λέξεις έχουν παρελθόν, απελευθερώνουν αισθήσεις και έννοιες και αυτή είναι η μαγεία στη λογοτεχνία. Το σενάριο έχει τελείως διαφορετικό “συντακτικό” από την αφηγηματική πεζογραφία. Σ’ αυτό πρυτανεύει η εικόνα και η δράση, προκειμένου να συναρπάσει το αποτέλεσμα. Στην πεζογραφία η εντύπωση αναζητείται αλλού· ο εντυπωσιασμός από λέξεις μπορεί μάλιστα να είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα σκεφτεί ποτέ προηγουμένως ότι κάτι που στη λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί άψογο σε μία ταινία μπορεί να είναι ανιαρό.» Ο ίδιος δήλωσε ότι έμαθε πράγματα από τον «ρυθμό» στο κινηματογραφικό μοντάζ. «Οι απαιτήσεις ενός σεναρίου είναι τελείως διαφορετικές απ’ αυτές ενός βιβλίου. Μπορεί σε ένα μυθιστόρημα να περιγράφεις λεπτομερώς τις εικόνες, αλλά αυτό στη ταινία γίνεται κουραστικό. Οι ταινίες χρειάζονται διαλόγους και συνεχή πλοκή.»
Συγκεκριμένα για τους διαλόγους ο κ. Βαλτινός είπε ότι ούτε στη λογοτεχνία είναι όπως οι πραγματικοί. «Το ζήτημα είναι να μην τους λείπει η αληθοφάνεια, όχι να είναι αληθινοί. Αυτό επιδιώκεται από τις σαπουνόπερες και το αποτέλεσμα είναι ένας μη πειστικός “νατουραλισμός”. Η τέχνη επιλέγει από την καθημερινή κουβέντα με στόχο την πειστικότητα, όχι τη “φυσικότητα”. Δεν είναι μόνο αναπαραστατική η τέχνη. Είναι διάλογος αθανασίας» (και θυμήθηκε το αλησμόνητο αίσθημα που ένιωσε ετοιμάζοντας το «Ορθοκωστά» για το τυπογραφείο, ενώ άκουγε απανωτά τις σονάτες του Μπετόβεν).
Αναπόφευκτα αναφερθήκαμε και στις σχέσεις λογοτεχνίας-κινηματογράφου: «Όλη η κλασική λογοτεχνία», διαπίστωσε, «έχει γίνει κινηματογράφος (για λόγους box office). Κανένα καλό βιβλίο δεν έγινε καλή ταινία – ενώ από αστυνομικά ιδίως βιβλία προέκυψαν μερικές καλές ταινίες. Το αστυνομικό μοιάζει σαν αναβίωση της ελληνικής τραγωδίας στη σύγχρονη εποχή. Οι ήρωές του υπερβαίνουν τα μέτρα κατ’ αντίστοιχο τρόπο.»
Κάτι άλλο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στα λεγόμενα του είναι η φράση: «Ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζω πρόβλημα στην αλλαγή της παραγράφου.» Παρά τη μεγάλη εμπειρία που έχει στη συγγραφή, κάθε φορά γι’ αυτόν είναι διαφορετική. Πράγματι, σε άλλη στιγμή, παρατήρησε ότι η γραφή «δεν προσφέρει τις βεβαιότητες άλλων δημιουργικών δραστηριοτήτων – π.χ., της λείπει η δυνατότητα της “επαλήθευσης”, που έχουν τα μαθηματικά». Σχετικά ήταν και τα όσα είπε για τη γλώσσα της λογοτεχνίας: «Είναι είδωλο της πραγματικής. Δεν μιλιέται έτσι. Η ποιητική δύναμη χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική γλώσσα – το αντίθετο από τη γλώσσα της συναλλαγής. Δεν είναι θέμα “πλούτου”.» Ο ίδιος δήλωσε ότι μαθήτευσε κοντά σε λαϊκούς αφηγητές με πενιχρότατο λεξιλόγιο. Καθοδηγητική υπήρξε γι’ αυτόν η ανάμνηση φράσεων, όπως μια από τον αδελφό του πατέρα του: «Η οργή βγαίνει από τα κεραμίδια.» «Σήμερα οι δεξιοτέχνες αυτοί εκλείπουν. Η τηλεόραση έχει εξοντώσει την επαρχία μας…» Και προσέθεσε ότι η παθητικοποίηση του κοινού ξεκίνησε ήδη από το ραδιόφωνο.
Πήγαμε στα θέματα των έργων του: Όλα τα βιβλία του περιστρέφονται, είπε, γύρω από τα πρώτα σκληρά χρόνια. Η συγκίνηση προέρχεται από την ικανότητα να μένουν αυτά τα θέματα μέσα από τα κείμενα σε διαρκή επικαιρότητα. Οι εμμονές είναι αναπόφευκτες. Είναι λογικό «ένα» να είναι το θέμα όλων των βιβλίων ενός συγγραφέα, όπως είπε ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Σχολιάστηκε, με την ευκαιρία, ως προς την «αλήθεια» της η σκηνή του παππού στον Πορτογάλο συγγραφέα, ο οποίος πριν πεθάνει αγκαλιάζει τις πορτοκαλιές του. «Δεν είναι απαραιτήτως ψέμα», παρατήρησε ο προσκεκλημένος μας· «πόση από την αλήθεια του συγγραφέα κλείνει μέσα του το κείμενο είναι το ζήτημα. Οι συγγραφείς μπορεί να κατασκευάζουν το παρελθόν τους, αλλά δεν σημαίνει ότι ψεύδονται. Η ένταση και η ποίηση των βιωμένων σκηνών ευνοείται από την απλότητα της απεικόνισής τους.» Αναφέρθηκε επίσης στα καλόγνωμα ψεύδη των καλλιτεχνών, όπως του Κόντογλου, που έλεγε στους συγγραφείς ότι ήταν ζωγράφος και στους ζωγράφους ότι ήταν συγγραφέας.
Μιλώντας ειδικότερα σχετικά με τα «Στοιχεία για τη Δεκαετία του ’60» είπε ότι οι δυο θεματικοί άξονες του βιβλίου, ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευσης εξ Ευρώπης) και μετανάστευση, τροφοδοτήθηκαν από υλικό που προμήθευσαν ο Στρατής Τσίρκας και η Καίη Τσιτσέλη (δυο μεγάλες σακούλες με επιστολές και έγγραφα ο πρώτος – τα σχετικά με τη Μίνα η δεύτερη). Τα στοιχεία για τη ΔΕΜΕ ήταν «μονοσήμαντα», όμως, και προστέθηκαν παντού πινελιές για να ζωντανέψουν. Γενικά, τα ντοκουμέντα είναι «πονηριές», που επιδιώκουν να αποσπάσουν τη συμμετοχή του αναγνώστη.
Κατόπιν, αναφερθήκαμε στα «Συναξάρια του Αντρέα Κορδοπάτη», όπου επίσης αξιοποιείται πραγματικό υλικό, και στη φιγούρα του ήρωα: Στόχος ήταν καταρχάς οι πλάνες για τη μετανάστευση στην Αμερική (ακόμα και στον Παπαδιαμάντη υπάρχουν τέτοιες), που ο συγγραφέας επιθυμούσε να «διορθώσει», και έπειτα η κατάσταση ζωής που επιδίωκε να αποτυπώσει, η οποία γενικότερα δεν ήταν διαφορετική στην υπόλοιπη Ευρώπη ώς εκείνα τα χρόνια.
Για τη συγγραφή ως επάγγελμα ειπώθηκαν λίγα και ο ίδιος ο καλεσμένος μας στάθηκε κυρίως στα κριτήρια επιλογής από ιδιοσυγκρασία: «Αν τα συνήθη επαγγέλματα παρέχουν μια ελευθερία επιλογής, ο καλλιτέχνης, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά, στερείται αυτής της της ελευθερίας· δεν μπορεί “να κάνει αλλιώς”». Κουβεντιάστηκε η κοινωνική συμπεριφορά των δημιουργών και ο κ. Βαλτινός, μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι, όπως φέρονται «παραβατικά» σήμερα οι καλλιτέχνες της «ποπ» κουλτούρας, έτσι φέρονταν άλλοτε φανερά οι συγγραφείς. Κοινή αιτία: ο αγώνας να τιθασεύσουν το «δαιμόνιο».
Κάτι που θεώρησα πολύ απροσδόκητo ήταν η ερμηνεία που έδωσε στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. «Παρότι μοναχική η δουλειά του καλλιτέχνη, δίνει ικανοποίηση μόνο όταν γίνεται για το κοινό. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι μια δουλειά “εγωτική”. Η συνεισφορά συγγραφέα-αναγνώστη στο έργο είναι 50-50% – ίσως μάλιστα του αναγνώστη μεγαλύτερη. Ο ικανός αναγνώστης προσθέτει τεράστιο πλήθος από δικά του πράγματα. Γενικά ο αναγνώστης είναι συνεργάτης, καθώς του αρκούν νύξεις για να συστήσει κόσμους. Οι συγγραφείς (που, ως παγόνια, είναι αδύναμοι χαρακτήρες) έχουν απόλυτη ανάγκη τον αναγνώστη. Δεν ισχύει το αντίστροφο. Αν ήμουν ναυαγός σ’ ένα νησί, χωρίς ελπίδα και μέλλον, κι αν ακόμα διέθετα όλα τα σύνεργα της γραφής, δεν θα έγραφα τίποτα. Τέχνη χωρίς προοπτική δημοσιοποίησης δεν είναι καν τέχνη. Ας μοιάζουν μισάνθρωποι μερικοί συγγραφείς· δεν είναι, εφόσον γράφει κανείς από λαχτάρα επικοινωνίας.»
Ρωτήθηκε: Ο αναγνώστης με την «εκδοχή» του δεν σας χαλάει το δικό σας «αρχέτυπο»; Οι αναλύσεις, επίσης, δεν σας «προσβάλλουν»; «Καθόλου», είπε. «Οι “Θερμοπύλες” του Καβάφη», έφερε παράδειγμα, «μπορούν να ερμηνευτούν με ένα σωρό τρόπους, αλλά ποτέ μακριά από τον νοηματικό πυρήνα τους. Ο συγγραφέας το ξέρει αυτό και το χειραγωγεί. Μπροστά στην τέχνη πάντως ο καθένας αξιοποιεί το δικό του κεφάλαιο.»
Φτάσαμε και στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο: «Όλα διδάσκονται», είπε. «Προϋπόθεση είναι να αγαπάς το αντικείμενο και να το αντιμετωπίζεις με ελευθερία.» «Το αντίθετο με τα αναλυτικά προγράμματα», παρατηρήθηκε. Έγινε μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Παρά την αμέριστη εκτίμησή του στο έργο, η «αιρετική» γνώμη του ήταν πως η καταδίωξή της έχει πολλές αδυναμίες, «αλλά και οι αδυναμίες κάνουν τη λογοτεχνία – τα αδύναμα σημεία».
Απ’ τη συζήτηση δεν έλλειψε, τέλος, ο ευρύτερος σχολιασμός της λογοτεχνίας στις μέρες μας και ο ρόλος που διαδραματίζει η τεχνολογία της εικόνας στην πρόσληψή της.
Συνολικά, οι εντυπώσεις μου, όπως ανέφερα και στην αρχή, είναι ότι δεν πρόκειται μονάχα για έναν εξαιρετικό συγγραφέα, αλλά και για έναν πάρα πολύ καλοσυνάτο και ομιλητικό άνθρωπο. Πραγματικά πιστεύω ότι απ’ αυτή την συνάντηση βγήκα πολύ ωφελημένη, διότι απ’ τη μια έμαθα πολλά πράγματα που δεν ήξερα, αλλά απ’ την άλλη μπήκα και σε σκέψεις για διάφορα θέματα που δεν είχα αναλογιστεί παλιότερα.