Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο

Γράφει: ο Αλέξανδρος Γκανάς, μαθητής.

H συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο έγινε την Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012 και είχε ως ειδικότερο θέμα «Γλωσσική Διαδρομή και Πνευματική Ταυτότητα: Το “Έργο εν Προόδω”, Απόλυτο Αίτημα του Μοντερνισμού, στις Μέρες μας».

Την Τετάρτη 21 Μαρτίου η παρέα των λογοτεχνικών Συναντήσεων είχε τη χαρά και την τιμή να φιλοξενεί τον ποιητή του «Συσσήμου» Νίκο Παναγιωτόπουλο. Παρά τις εύφημες μνείες που του αποδόθηκαν από καθηγητές του σχολείου, ο ίδιος, όπως φάνηκε από την αρχή, είναι ιδιαίτερα ταπεινός, λιτός άνθρωπος και ίσως λίγο αμήχανος απέναντι σε φιλοφρονήσεις. Όπως ο ίδιος δήλωσε, δεν κατανοεί το νόημα της παρουσίας του, εφόσον θεωρεί ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας οφείλεται να γίνεται σε κλίμα κρυφό, μια πράξη μεταξύ αναγνώστη και κειμένου.

Αρχικά, μας μίλησε γενικά για το έργο του. Εξήγησε τη βιβλική προέλευση και τη σημασία του όρου «Σύσσημον» (από το Ευαγγέλιο, Μάρκ. ΙΔ΄ 44: «Δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι»): «Το φιλί της μεταφυσικής προδοσίας – ό,τι αρνείται ο σημερινός άνθρωπος από τη σημασία που έχει αυτός ο τόπος “για μένα”.» Το θέμα του έργου, όπως δήλωσε, είναι: «Ένα πνευματικό ταξίδι με αφορμή ένα θάνατο και ένα μνημόσυνο.» Ταυτόχρονα είναι μια «ιστορία της γλώσσας». Γι’ αυτό και η γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιεί είναι μη καθημερινή, καθώς τη βρίσκει πιο εκφραστική και αρμόδια για αυτό που θέλει να πει. Τέλος, συνόψισε τον χαρακτήρα του έργου: «επικός, ερμητικός, αφηγηματικός, σε διαφορετικές δόσεις κάθε φορά».

Στη συνέχεια διάβασε ένα απόσπασμα από το έργο του (το Κεφ. ΚΓ΄ από το «Πέμπτο Φυλλάδιο», περιλαμβανόμενο στο φύλλο ανθολόγησης), και αφορμώμενος από αυτό ανέφερε ότι η μεγάλη τέχνη γεννιέται μέσα σε δύσκολες συνθήκες, συναισθηματικές και κοινωνικοϊστορικές. Κι αυτή είναι, κατά τον ίδιο, μια συνθήκη που ενώνει κατά κάποιον τρόπο όλους τους μεγάλους λογοτέχνες. «Αλλά στη γεωγραφία του πνεύματος η έρημος είναι η μεγάλη ενότητα.» Σε ερώτηση μαθητή, αν ένα σπουδαίο έργο οφείλει να αφήνει κρυφά τα νοήματά του κατά μεγάλο ποσοστό (Χέμινγουεϊ: «σαν το παγόβουνο»), απάντησε ότι το βρίσκει λογικό και αναπόφευκτο, παρότι μπορεί αυτό να καταστήσει το κείμενο απρόσιτο σε πολλούς. Την αναλογία με τη φύση την υπέδειξε ήδη ο Ηράκλειτος, υπενθύμισε: «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ». Κι αυτό για να αντέξει το νόημα σε αντίξοες συνθήκες, όπως συμβαίνει συνήθως στον καιρό που παράγεται το κάθε έργο. Η προσπάθεια να κρύψεις τα νοήματα που διώκονται οδήγησε και σε κατάχρηση του ερμητισμού. Όχι πάντως σε βάρος του καλού αποτελέσματος. Παράδειγμα, ο Πάουλ Τσέλαν: «το “άκρο άωτο” του ερμητισμού (“άωτο”: δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις, όπως τα αγγεία χωρίς λαβές/αφτιά) – όμως, κατά κοινή ομολογία, μεγάλος ποιητής. Καλό είναι να βρεις το μέτρο και στην κρυπτικότητα. Αλλά δεν είναι πρόβλημα μόνο τού μοντερνισμού. Πάντοτε υπήρχε στην ποίηση – βλ. έπος, χορικά τραγωδίας κλπ. Και στους πρόσφατους αιώνες πολλά έργα θεωρήθηκαν δύσκολα όταν πρωτοεμφανίστηκαν. Ξεκλειδώνονται, όμως, τα έργα με το πέρασμα του χρόνου.»

«Μου αρέσουν τα δύσκολα και μεγάλα έργα τέχνης, για τα οποία δεν είμαι άξιος», ανέφερε λίγο αργότερα. «Νομίζω πως αυτό είναι για όλους, άλλωστε, μια καλή αρχή. Έργα που έγιναν σε απελπισία…» Αν κάτι είναι καλό και αρέσει, σε πηγαίνει και σε άλλο ανάλογο. Και η κατανόηση δεν απαιτεί υπέρογκο κόπο, καταβολή μόχθου – είναι χαρά. Το διάβασμα είναι δύσκολο αν δεν σου αρέσει. H αγάπη για τη λογοτεχνία «αναγκάζει» τον αναγνώστη σε μια πορεία μέσα από τα κείμενα, η οποία θα καλλιεργήσει σταδιακά τα νοητικά κλειδιά για την προσέγγιση και κατανόηση των πιο ερμητικών έργων.

Καθώς το έργο του, όπως φάνηκε εντονότερα από ανάγνωση δεύτερου αποσπάσματος (το επίσης περιλαμβανόμενο στο φύλλο ανθολόγησης απόσπασμα από το Κεφ. ΛΣΤ΄ – Παράρτημα στο «Ένατο Φυλλάδιο»), είναι διαποτισμένο με το θρησκευτικό στοιχείο, ήταν αναπόφευκτο να στραφεί η συζήτηση προς αυτό το θέμα. «Και με το παραπάνω», απάντησε στην ερώτηση αν συνδέεται η τέχνη με τη θρησκεία. «Όλος ο αρχαίος κόσμος ήταν στηριγμένος στη θρησκεία.» Έφερε παράδειγμα την «Αντιγόνη». Παραδέχτηκε πως δεν αρκεί η επαφή με τα κείμενα και, ακόμη, ότι ζωντανό τμήμα της πίστης είναι και η αμφιβολία. «Η ιερότητα της ζωής είναι κάτι ανώτερο από την πίστη σε θεό, αλλά η μία εμπεριέχει την άλλη.» Θεωρεί, όπως δήλωσε, ότι το θρησκευτικό αίσθημα είναι ένα από τα σημαντικότερα για τον άνθρωπο, ο οποίος όμως σήμερα, ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες, τείνει να διακατέχεται από ένα αίσθημα ντροπής απέναντι σε καθετί που έχει να κάνει με τη θρησκεία, πράγμα που οφείλει να ξεπεράσει. Γενικότερα τόνισε ότι, κατά την άποψή του, κάθε θρησκεία προσεγγίζει την αλήθεια, αλλά καθένας (αν η ιδιοσυγκρασία του δεν τον οδηγεί αλλού) είναι πιο εύκολο να ακολουθήσει τη θρησκεία του τόπου του, καθώς αποτελεί την δική του παράδοση: «Το δικό σου περιβόλι είναι πάντοτε ο συντομότερος δρόμος.» Μάλιστα ανέφερε ότι η αγάπη του για αυτά τα πράγματα τον οδήγησε κάποτε στη σκέψη να ασχοληθεί συστηματικά με τη θεολογία. Και διατύπωσε την έκπληξη και την πικρία του που «τόσο φιλοσοφικά πράγματα, όπως οι θρησκείες, καταντούν στην πράξη τόσο άθλια».

Δόθηκαν κάποιες εξηγήσεις σχετικά με το δεύτερο κείμενο που διαβάστηκε: Ρόδη και Βενθεσικύμη (νηρηίδες) είναι ονόματα φεγγαριών που έχουν αναφερθεί προηγουμένως στο κείμενο. Οι αλήθειες που συνομιλούν εδώ δεν βρίσκονται σε αντίθεση, είναι συγγενικές και συμπληρωματικές. Είναι δυο «δυνατές» μαρτυρίες. Σχολιάστηκαν επιμέρους σημεία: αναφορές στην ηλικία («φύλλα οξιάς»), η αποσιώπηση κατὰ την Τρίτη Εντολή, ο όρος «Ακτινωτός» για τον «ανανεωτή του πράγματος που δεν ακολουθείται», η «προαλφαβητικότητα» των χοϊκών πραγμάτων, ο Πάρσιφαλ ως βασιλιάς αφοσιωμένος στη θρησκευτικότητα («η αφοσίωση από μόνη της είναι θρησκευτική») και η σημασία της ευθυμίας ως «ως δημιουργικού κεφιού». Σε παρατήρηση για τα όσα διατείνεται η Υψηλή Συναισθηματική Νοημοσύνη (ελληνική έκφραση της ιουδαϊκής ιδιαιτερότητας), απάντησε ότι αλήθεια και ιστορική ακρίβεια είναι συνώνυμα, παραπέμποντας στον Σολωμό.

Ο ίδιος φαίνεται να αποδίδει ύψιστη τιμή στην πνευματική ζωή, αυτή δηλαδή που χαρακτηρίζεται από την ανάγνωση των έργων του ανθρώπινου πνεύματος, ουσιαστικά συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά, ως μια κατηγορία τους, και τα θρησκευτικά κείμενα. Αντίστοιχα, μοιάζει να συμπεριλαμβάνει σε μια κατηγορία αυτού που θα αποκαλούσαμε παράδοση και τις θρησκευτικές παραδόσεις. «Το αληθινό νερό σβήνει την δίψα για πάντα», αποφαίνεται στο έργο του. Πώς όμως συμβαίνει αυτό, όταν δημιουργεί μια άλλη δίψα, μια εξάρτηση από τα βιβλία, «μια ανάγκη να διαβάσεις», κατά δήλωση του ίδιου, «επιθυμητή σαν μια δεύτερη ερωτική ζωή»; Τα βιβλία, όσο κι αν αποτελούν έργα του ανθρώπινου πνεύματος, παραμένουν, όπως και ο άνθρωπος και το νερό και ο έρωτας, δέσμια του υλικού κόσμου. Αυτή είναι μια συνθήκη που μόνον η θρησκεία και η θρησκευτική πνευματική ζωή μπορούν να παραβιάσουν. Μάλιστα δήλωσε ότι «πρέπει την πρώτη γέννηση, τη βιολογική, να την ακολουθήσει μια δεύτερη, η πνευματική. Αλλιώς ακυρώνεται και η πρώτη για την ανθρώπινη συνθήκη της ολότητας.» Η άποψη αυτή είναι μάλλον σωστή, απλώς δεν καταλαβαίνω πώς το ανθρώπινο πνεύμα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα από τη θρησκευτική ζωή. Άραγε, όταν αυτό συμβαίνει, δεν το ανάγουμε ουσιαστικά σε θρησκεία;

Και σε άλλες εποχές οι συνθήκες ήταν δύσκολες για τον άνθρωπο, παρατήρησε ο καλεσμένος μας, όταν η συζήτηση έφτασε στην τρέχουσα επικαιρότητα. Συνήθως όλα γίνονται σε δύσκολες συνθήκες, καθώς για τον καθέναν μας δεν υπάρχει «άλλη ευκαιρία». Η πραγματική δυσκολία προέρχεται από έλλειψη πίστης σε αξίες. Ο «Θεός» συνοψίζει αυτό του εννοούμε με τον όρο «αξίες». Όταν ο Γκάντι απάντησε σχετικά με το θρήσκευμά του «Είμαι ινδουιστής, χριστιανός, μουσουλμάνος και εβραίος», εννοούσε «ανήκω στον κόσμο της πίστης, σ’ έναν κόσμο αξιών».

Ξαναγυρίσαμε στη γενική θεώρηση του «Σύσσημου». Δήλωσε ότι δεν τον ενοχλούν καθόλου οι ερμηνείες «εκτός προθέσεων». Στις επιρροές του συμπεριέλαβε κυρίως τα επικά ποιήματα – από τη μεσαιωνική γαλλική κυρίως (Κρετιέν ντε Τρουά π.χ.). Από τους Νεοέλληνες γενικά ξεχώρισε τον Παπαδιαμάντη («ένας ολόκληρος κόσμος οικείος τουλάχιστον ώς τις προηγούμενες γενιές»), κάποια επιμέρους ποιήματα ή έργα («Μύρης», «Ιερά Οδός», «Άγραφον», «Μήτηρ Θεού», «Τέταρτη Διάσταση» κλπ.) και ποιητές σαν τον Σαχτούρη ή τον Καρούζο.

Ρωτήθηκε για την υστεροφημία. Δεν είναι κάτι που πραγματικά τον ενδιαφέρει καταρχήν, δήλωσε. Αλλά όποιος ασχολείται με τη δημιουργία ξέρει ότι γράφεις για να μην πεθάνεις. «Καλό είναι να μην μας απασχολούν οι καρποί των πράξεών μας. Αλλά όλοι κρυφοκοιτάμε. Κανείς δεν ξέρει την τύχη…» Αναφέρθηκε σχετικά στην περίπτωση Πεσόα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η συνάντηση με τον κύριο Παναγιωτόπουλο υπήρξε ιδιαίτερα εποικοδομητική, καθώς τέθηκαν και συζητήθηκαν, παρέχοντας ταυτόχρονα τροφή για σκέψη, αρκετά ενδιαφέροντα θέματα που σχετίζονται με τη βαθύτερη σημασία της λογοτεχνίας, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο ως πνευματική οντότητα. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε το εξαίρετο ήθος του και τον ευγενικό χαρακτήρα του, που σε συνδυασμό με τα παραπάνω οδηγούν στη διαπίστωση ότι αυτή υπήρξε μια συνάντηση που δύσκολα θα ξεχάσουμε.