Στιγμιότυπο οθόνης 2021-03-02 093221

«Μη με πιάσει το Σβωλαίικο. Σβώλης με το όνομα…»

Γράφει  ο   ΜΠΑΔΑΣ   ΙΩΑΝΝΗΣ , μαθητής  της Β΄ Τάξης του ΕΠΑ.Λ. ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ

 

Αν αφήνατε τη φαντασία σας να ταξιδέψει εκατό χρόνια πριν και βάλε, στο κεφαλοχώρι Ζακόνινα, τη σημερινή Παλαιοκαρυά Τριχωνίδος θα συνατούσατε το μπαδαίικο βλαχόσογο, και ανάμεσα τον προπροπάππο μου του πατέρα του παππού του πατέρα μου. Το όνομά του ήταν Γιάννης και από τις πληροφορίες των παλαιών  είχε πλούσιο μουστάκι και λεβέντικη κορμοστασιά.   Γιος του Γιάννη Μπάδα ήταν ο Γιώργης που ήταν πλασμένος για το εμπόριο. Για να πετυχαίνει χαμηλότερες τιμές στα εμπορεύματά του μαγαζιού του, τις αγορές του τις έκανε με παραγγελίες από το μεγαλέμπορα Σβώλο, απευθείας από την Πάτρα. Παρά την απόσταση, είχε καταφέρει, μάλιστα, να του τα στείλουν με το σιδηρόδρομο Βορειοδυτικής Ελλάδας(Σ.Β.Δ.Ε.), που ξεκινούσε από την Πάτρα, έμπαινε μέσα στην Καλυδώνα, το πλοιάριο με τις ράγες στο κατάστρωμα δηλαδή, σε μια ώρα και πέντε λεπτά περνούσε λοξά απέναντι στο Κρυονέρι, το αραξοβόλι του Μεσολογγίου, και συνέχιζε για την Αμφιλοχία. Με το σιδηρόδρομο, λοιπόν, τα εμπορεύματά του έφταναν ως την απέναντι πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας. Του τα προωθούσαν και με μια ψαρόβαρκα στην Ντουγρή απ΄όπου τα παραλάμβανε. Κι ο λόγος, όσο αφορά τις δοσοληψίες, ήταν αρκετός.

Σε μια αποστολή του  Σβώλου, μια παρτίδα εκλεκτών κασμιριών, από εκεί προοριζόταν να σταλεί σε πολύ λεφτάδες, μπήκε κατά λάθος στη δικ΄λη του παραγγελία. Με που  άνοιξε τα δέματα ο προσπαππούς μου και διαπίστωσε πως υπήρχαν μέσα, εκτός από αυτά που είχε παραγγείλει και κάποια παραπανίσια εγγλέζικα κασμίρια, χωρίς να του τα έχουν χρεώσει, τον ζώσαν τα φίδια. Κι ενώ θα μπορούσε να αποσιωπήσει προς όφελός του το λάθος, συνεπής με τις αρχές του, τραβάει ντουγρού για την Πάτρα. Μπαίνοντας στο μαγαζί του Σβώλου, αφού ξόφλησε πρώτα το λογαριασμό του πληρώνοντας ντάγκα ντάγκα έξι σκαστές χιλιάδες εξήντα δύο δραχμές, τους λέει στην συνέχεια:

«-Ρε παλικάρια ,έτσι το ΄χετε εσείς εδώ; Αυτά που λέμε εκλεχτά κασμίρια, και μάλιστα πέντε ολόκληρα τόπια, τα στέλνετε έτσι στο βρόντο χωρίς χρέωση χωρίς να ξέρετε που πάνε; Τα κρατάω για πάρτη μου. Κόψτε μου, λοιπόν, κι αυτονών το τιμολόγιο να τα πληρώσω τους μετρητοίς, μιας κι έτυχε να το λέει η τσέπη μου».

Μετά από αυτή την χειρονομία ο Σβώλος, και βρήκε το χαμένο του εμπόρευμα και κατάλαβε με τι μπεσαλή πελάτη είχε να κάνει. Από εκείνη τη στιγμή η εμπιστοσύνη του Σβώλου στο πρόσωπο του Γιώργη του Μπάδα ήταν απεριόριστη.

Ανιψιός του Γιώργη του Μπάδα ήταν ο Θωμάς, που μια ζωή έψαχνε να βρει δουλειά «της προκοπής», καθώς μολόγαγε ο ίδιος στο χωριό. Έψαχνε, έψαχνε και ποτέ δεν έβρισκε. Πήγε και στο απλόχωρο γραφείο που είχε ο βουλευτής της περιφέρειας μας σε κάποια φάση αλλά μάταια. Ένα φεγγάρι, μάλιστα, βρέθηκε στην Πάτρα πέρασε από το μαγαζί του Σβώλη.Μπροστά του βρέθηκε η ευκαιρία που έψαχνε: να ανοίξει κι εκείνος ένα μαγαζί σαν του μπάρμπα του του Γιώργη και να γίνει ένας έμπορος καλύτερος από δαύτους. Γνωρίζοντας τις δοσοσληψίες του μπάρμπα του με τον Σβώλη δεν δίστασε να μπει κατευθείαν στο θέμα.

«- Φέρε μου μια υπογραφή από τον μπάρμπα σου τον Γιώργη και έλα να           πάρεις όλο το μαγαζί», του είπε ο Σβώλης.

Ύστερα από αυτό ο Θωμάς πήγε στον μπάρμπα του και του ζήτησε την πολυπόθητη υπογραφή που ήθελε ο Σβώλης.

«- Θωμά μου, έκανα εβδομήντα χρόνια να φκιάξω αυτό το όνομα. Δεν αποκτιέται απ΄ τη μια μέρα στην άλλη, πώς να το κάνουμε; Με μια ρημάδα υπογραφή δεν το σβήνω».

Την κουβέντα με τον Σβώλο ο Θωμάς την έκανε βούκινο σ΄ όλο το χωριό. Μετά απ΄ αυτό το σούσουρο, τον πήρε και τον προπροπάππο  μου η μπάλα. Οι συγχωριανοί του, «Σβώλη», τον ανέβαζαν, «Σβώλη» τον κατέβαζαν.

Δεν χρειάζονταν και τίποτε άλλο για να του κολλήσει το παρατσούκλι που έχει μείνει και έχει περάσει και στην δική μου γενιά: «Σβώλης με το όνομα!».

 

Μη με πιάσει το “Σβωλαίικο” δηλαδή…

(Πληροφορίες από το βιβλίο «Δύσβατες Διαδρομές» του Γιάννη Μπάδα).