Poppy Day ή ελληνιστί η Μέρα της Παπαρούνας

11 Νοεμβρίου, είναι η επέτειος της λήξης του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου το 1918. Λέγεται Μέρα της Μνήμης (Remembrance Day) επειδή τιμάμε όσους στρατιώτες και πολίτες θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους στους δύο Παγκόσμιους Πόλεμους, και γιορτάζεται σε πολλές άλλες χώρες (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδά, Νότια Αφρική, Μάλτα, Γαλλία κ.λπ.) από το 1919 και μετά.

Το σύμβολο της ημέρας είναι η παπαρούνα (poppy) γιατί παπαρούνες φύτρωσαν στα πεδία της μάχης στη Φλαμανδία μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πόλεμου. Ο συμβολισμός προέρχεται από ένα πολύ όμορφο ποίημα του Καναδού John McCrae, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε στο τέλος της ανάρτησης. Μία εβδομάδα πριν τις 11 Νοεμβρίου, όποιος ενδιαφέρεται να συμμετέχει μπορεί να αγοράσει με ένα συμβολικό ποσό μια χάρτινη παπαρούνα από πανόδιους πωλητές. Την παπαρούνα αυτή την φοράμε καρφιτσωμένη σε σακάκια, καπέλα και τσάντες. Τα χρήματα που μαζεύονται πάνε σε γέρους στρατιώτες, απόμαχους των δύο πόλεμων.

Το 11 είναι συμβολικό νούμερο, γιατί στις 11 Νοεμβρίου 1918 στις 5 το πρωί υπογράφτηκε η εκεχειρία στο Compiègne της βόρειας Γαλλίας, και έξι ώρες αργότερα, στις 11 το πρωί, σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Έτσι σήμερα, 11η μέρα του 11ου μήνα του χρόνου, στις 11 το πρωί, τηρούμε συμβολική σιγή 2 λεπτών σε όλη τη χώρα, ενώ γίνονται ειδικές λειτουργίες στις εκκλησίες, καταθέσεις στεφάνων και διάφορες τελετές σαν αυτές που κάνουμε και στην Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, χωρίς όμως τις μεγάλες παρελάσεις, τις σχολικές γιορτές, τους βαρύγδουπους λόγους από τους αρχηγούς των κομμάτων κ.λπ. Η μέρα είναι εργάσιμη, απλά φέτος έτυχε να πέσει Κυριακή. Όταν πέφτει μέσα στην εβδομάδα, η σιγή γίνεται ανήμερα, ενώ οι υπόλοιποι εορτασμοί την δεύτερη Κυριακή του μήνα.

 

In Flanders fields the poppies blow
Between the crosses, row on row,
That mark our place; and in the sky
The larks, still bravely singing, fly
Scarce heard amid the guns below.

We are the Dead. Short days ago
We lived, felt dawn, saw sunset glow,
Loved, and were loved, and now we lie
In Flanders fields.

Take up our quarrel with the foe:
To you from failing hands we throw
The torch; be yours to hold it high.
If ye break faith with us who die
We shall not sleep, though poppies grow
In Flanders fields.

ΠΗΓΗ:http://rednights.blogspot.gr

Ματωμένη Κυριακή (30 Ιανουαρίου 1972)

Η πιο γνωστή «Ματωμένη Κυριακή», επειδή εξυμνήθηκε από καλλιτέχνες του ροκ, όπως οι U2 («Sunday Bloody Sunday»), Stiff Little Fingers («Bloody Sunday»), Τζον Λένον («Sunday Bloody Sunday», «The Luck of the Irish») και Πολ ΜακΚάρτνεϊ («Give Ireland Βack to the Irish»).

Συνέβη την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1972 στο Ντέρυ της Βορείου Ιρλανδίας, όταν άγγλοι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων άνοιξαν πυρ κατά μιας ειρηνικής πορείας 10.000 καθολικών, που ζητούσαν την αποχώρηση των Βρετανών από τη Βόρειο Ιρλανδία και ένωσή της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. 26 διαδηλωτές σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και 6 παιδιά. Πολλοί διαδηλωτές πυροβολήθηκαν πισώπλατα, καθώς έτρεχαν να αποφύγουν τα επελαύνοντα τεθωρακισμένα οχήματα των Βρετανών.

Η διεθνής κατακραυγή που ξέσπασε ανάγκασε τη Συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χηθ να προχωρήσει σε έρευνα του αιματηρού συμβάντος. Ο αρχιδικαστής Γουάιτζερι, που επελήφθη της υποθέσεως, δεν απέδωσε ευθύνες στους στρατιώτες, επειδή δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι πυροβολήθηκαν πρώτοι από κάποιους διαδηλωτές, παρά τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Το περιστατικό επανήλθε στην επικαιρότητα το 1998, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, ανέθεσε στον Λόρδο Σάβιλ να επανεξετάσει την υπόθεση. Το πόρισμα αναμένεται…

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Βerliner Mauer στα Γερμανικά. Πρόκειται για ένα τοίχο ύψους 2 μέτρων, που χώριζε το Βερολίνο σε Ανατολικό και Δυτικό. Οι Δυτικοί το ονόμασαν «Τείχος του Αίσχους». Χτίστηκε το 1961 από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας για να συγκρατήσει τη φυγή των κατοίκων της προς τη Δύση και γκρεμίστηκε από τους Βερολινέζους και των δύο πλευρών στις 9 Νοεμβρίου 1989, όταν άρχισαν να αποσαθρώνονται τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Υπήρξε το κατ’ εξοχήν σύμβολο του «Ψυχρού Πολέμου» μεταξύ «δημοκρατικής» Δύσης και της «κομμουνιστικής» Ανατολής.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, η ηττημένη Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη διοίκηση των οποίων ανέλαβαν οι νικήτριες δυνάμεις, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία,  Μεγάλη Βρετανία και  Σοβιετική Ένωση. Με ανάλογο τρόπο χωρίστηκε και το Βερολίνο, η πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Πρωσίας, της Αυτοκρατορικής Γερμανίας και της Ναζιστικής Γερμανίας, σύμφωνα με τα όσα είχαν συμφωνηθεί το 1944 στο Λονδίνο.

Το Βερολίνο βρισκόταν μέσα στη ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που δημιούργησε πολλά από τα κατοπινά προβλήματα. Το Μάρτιο του 1948 οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να ενώσουν τους τομείς που έλεγχαν και να δημιουργήσουν τη Δυτική Γερμανία. Το ίδιο έπραξαν και με το Βερολίνο. Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν με τον χερσαίο αποκλεισμό των Δυτικών τομέων της πόλης στις 24 Ιουνίου 1948. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι άρχισαν να εφοδιάζουν το Δυτικό Βερολίνο μόνο από αέρος με τις περίφημες αερογέφυρες.

Στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου στο Ανατολικό Βερολίνο εγκαταστάθηκε ξεχωριστή δημοτική αρχή, με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό χωρισμό του Βερολίνου σε Ανατολικό και Δυτικό. Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσαν ίδια κρατική οντότητα, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική της Γερμανίας ή Ανατολική Γερμανία. Μετά τον χωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική η επικοινωνία ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου έγινε εξαιρετικά δύσκολη.

Σταδιακά άρχισε να παρατηρείται ένα κύμα φυγής των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση, ιδίως μετά την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του 1953, που συντρίφτηκε από τους Σοβιετικούς. Για να σταματήσουν τη μαζική έξοδο των πολιτικών προσφύγων, οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας με τη σύμφωνη γνώμη των Σοβιετικών αποφάσισαν την ανέγερση ενός φράχτη. Τυπικά, η απόφαση εγκρίθηκε από τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση (Volkskammer) και τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1961 άρχισε να υψώνεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου ένα διαχωριστικό συρματόπλεγμα, που εμπόδιζε την ελεύθερη επικοινωνία του Δυτικού με το Ανατολικό Βερολίνο και την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία.

9 Νοεμβρίου 1989

Αργότερα, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας οξύνονταν, το συρματόπλεγμα αντικαταστάθηκε με τοίχο από μπετόν, ως 2 μέτρα ύψος, ενισχυμένο με συρματόπλεγμα στην κορυφή. Φρουρείτο σε καθορισμένες από τις ανατολικογερμανικές αρχές διόδους και από σκοπιές κατά διαστήματα, σε όλο το μήκος του, που έφθανε τα 45 χιλιόμετρα. Η απομόνωση του Δυτικού Βερολίνου από την ενδοχώρα της Ανατολικής Γερμανίας εξασφαλίστηκε με ηλεκτροφόρα καλώδια και προβολείς που σάρωναν κάθε σπιθαμή του γυμνού εδάφους.

Η Δύση εκμεταλλεύτηκε ιδεολογικά το γεγονός για να καταδείξει την ανελευθερία και την καταπίεση που επικρατούσε στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στις 26 Ιουνίου 1963 ο Αμερικανός πρόεδρος Κένεντι επισκέφθηκε το διαιρεμένο Βερολίνο και αρχίζει το λόγο του με την περίφημη φράση: «Ich bin ein Berliner» (Είμαι κι εγώ Βερολινέζος). Πάντως, σε μία προσπάθεια να χαλαρώσει η ένταση, οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέγραψαν τον Σεπτέμβριο του 1970 τη Συμφωνία του Βερολίνου, η εφαρμογή της οποίας ανατέθηκε στους αξιωματούχους των δύο γερμανικών κρατών.

Με την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης το 1986 ένας άνεμος αλλαγής άρχισε να φυσά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι πολιτικές της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ» βρήκαν πεδίο εφαρμογής και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Με το άνοιγμα των συνόρων των άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, ένα νέο κύμα ανατολικογερμανών πολιτών διέφευγε στη Δυτική Γερμανία μέσω της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας.

Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις αποφάσισε να ανοίξει κι αυτή τα σύνορα της χώρας με τη Δύση στις 9 Νοεμβρίου 1989. Μετά την εξέλιξη αυτή, το Τείχος που χώριζε το Βερολίνο για 28 χρόνια δεν είχε λόγο ύπαρξης και άρχισε να κατεδαφίζεται πάραυτα, με πρωτοβουλία των Βερολινέζων. Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία επανενώθηκε.

Στη διάρκεια των 28 χρόνων της ύπαρξης του Τείχους, τουλάχιστον 136 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαφύγουν στη Δύση. Το πρώτο θύμα υπήρξε η 58χρονη νοσοκόμα Ίντα Ζίκμαν, η οποία σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου 1961 στην προσπάθειά της να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, όπου ζούσε η αδελφή της. Τελευταίος χρονολογικά στη μακάβρια λίστα ήταν ο 33χρονος άνεργος ηλεκτρολόγος Βίνφριντ Φρόιντενμπεργκ, ο οποίος κατάφερε μ’ ένα αυτοσχέδιο αερόστατο να περάσει στο Δυτικό Βερολίνο, αλλά για κακή του τύχη αυτό κατέπεσε και συνετρίβη, με αποτέλεσμα να βρει ακαριαίο θάνατο (29 Αυγούστου 1989).

 

Γενοκτονία των Αρμενίων

24.04.2012

Στις 24 Απριλίου 1915, οι οθωμανικές αρχές της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνουν 300 εξέχοντα μέλη της αρμενικής κοινότητας της Πόλης τα οποία εκτοπίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κοντά στην Άγκυρα. Eίναι το σημείο εκκίνησης ενός από τα πιο φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη σύγχρονη Ιστορία- της Γενοκτονίας των Αρμενίων.

 

Βρισκόμαστε στο δεύτερο έτος του Μεγάλου Πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια και σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθεί στο κέντρο των εξελίξεων συμμαχεί με τις Κεντρικές Δυνάμεις τις οποίες αποτελούν τότε η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία.

 

Η πάλαι ποτέ κραταιά Αυτοκρατορία των Σουλτάνων είναι σκιά του εαυτού της. Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 1908 προσπαθεί να δώσει ένα αέρα ανανέωσης προβάλλοντας τον εκτουρκισμό της Αυτοκρατορίας σαν απάντηση στις εθνικές επαναστάσεις που από τη δεκαετία του 1820 και μετά συνεχώς της στερούν εδάφη τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Εγγύς Ανατολή.

 

Τα ηνία της διακυβέρνησης έχει αναλάβει η τριανδρία των Ταλαάτ Πασά, Εμβέρ Πασά και Τζεμάλ Πασά. Οι δύο τελευταίοι θεωρούν πως η παρουσία των Αρμενίων και εν γένει των χριστιανικών πληθυσμών δημιουργεί πρόβλημα στην τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας και στα σχέδια του παντουρανισμού, δηλαδή της δημιουργίας ενός υπερκράτους στο οποίο θα ανήκουν όλες οι τουρκικές φυλές.

 

Λίγες μέρες πριν τον εκτοπισμό των Αρμενίων της Πόλης, ο Τζεβτέτ Μπεης, ζητά από την πόλη Βαν 4.000 άνδρες προκειμένου να αποσταλλούν στο μέτωπο. Οι Αρμένιοι καταλαβαίνουν ότι η κίνηση αυτή έχει σκοπό την απομάκρυνση των ανδρών εκείνων που μπορούν να φέρουν όπλα, αφήνοντας έτσι απροστάτευτους τους αμάχους. Έτσι, προσφέρουν 500 άτομα και χρήματα για να κερδίσουν χρόνο, όμως ο Τζεβτέτ τους κατηγορεί ως επαναστάτες και προειδοποιεί πως αν πέσει έστω και μια σφαίρα θα αφανίσει κάθε χριστιανό της περιοχής.

 

Η καχυποψία των δύο πλευρών ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Από την έναρξη του Πολέμου, οι Τούρκοι κατηγορούσαν τους Αρμένιους ως συνεργάτες των Ρώσων, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1915 με εντολή του Ενβέρ Πασά οι χριστιανικοί πληθυσμοί αποστρατεύονται και οδηγούνται για καταναγκαστικά έργα στα διαβόητα «τάγματα εργασίας» (amele taburlari). Ωστόσο, όσοι κλήθηκαν να «υπηρετήσουν» σε αυτά ήταν γνωστό ότι δεν θα έβλεπαν τους δικούς τους ξανά, αφού υπήρχαν διάχυτες φήμες ότι τα εν λόγω τάγματα δεν είχαν προορισμό άλλο από την εξόντωση.

 

Στις 20 Απριλίου 1915, μια Αρμένια παρενοχλείται από Οθωμανούς στρατιώτες. Στην προσπάθεια να την προστατέψουν, δύο Αρμένιοι σκοτώνονται από τις αρχές. Σύντομα αρχίζει η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις του Τζεβτέτ. Οι Αρμένιοι αντιστέκονται σθεναρά και χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του Ρώσου στρατηγού Γιουντένιτς σώζονται. Αυτό ήταν και το πρελούδιο της εξόντωσης, αφού πλέον η τριανδρία των Νεοτούρκων ήταν πεπεισμένη πως οι Αρμένιοι έπρεπε να εκδιωχθούν από την Ανατολία και να οδηγηθούν στην έρημο της Συρίας.

 

Το σχέδιο ενορχηστρώνεται με ακρίβεια στην Κωνσταντινούπολη. Διαδίδεται πως οι Αρμένιοι έχουν συμμαχήσει με τον εχθρό και σκοπεύουν να εξεγερθούν προκειμένου να ανοίξουν τα Δαρδανέλλια. Τελικώς η σύλληψη αποφασίζεται για τις 24 Απριλίου, μια ημέρα πριν οι Σύμμαχοι αποβιβαστούν στην Καλλίπολη.

 

Τον Μάιο του ίδιου έτους, ψηφίζεται ο νόμος περί αναγκαστικών εκτοπίσεων, σύμφωνα με τον οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ο οποίος θεωρείτο απειλή για την εθνική ασφάλεια έπρεπε να μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον νόμο αυτό θα συνοδεύσει ένας δεύτερος που θα αφορά την κατάσχεση των περιουσιών των Αρμενίων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους.

 

 

Οι δρόμοι του θανάτου προς τη Συρία δεν έμειναν απαρατήρητοι από τη Δύση. Οι New York Times σε καθημερινή βάση μετέδιδαν πληροφορίες για «σχεδιασμένη επιχείρηση εξόντωσης των Αρμενίων» και περιέγραφαν εκατόμβες θυμάτων στους δρόμους προς τη Συρία και τον ποταμό Ευφράτη.

 

Στις 24 Μαίου οι Σύμμαχοι με κοινή διακοίνωση προειδοποιούν την Πύλη ότι έχουν γνώση για τις δολοφονίες και τα εγκλήματα που διαπράττονται εναντίον των Αρμενίων και πως η οθωμανική ηγεσία θα θεωρηθεί ως μόνη υπεύθυνη για τα εγκλήματα αυτά.

 

«Είναι φυσικό οι θάνατοι να προέρχονται από την πείνα και τις ασθένειες σε συνδυασμό με την σκληρή μεταχείριση από τις αρχές που τους αναγκάζουν σε πορείες στην έρημο σαν τα σκλαβοπάζαρα. Καταλύματα υπάρχουν μόνο για όσους μπορούν να δωροδοκήσουν τους αξιωματικούς» αναφέρει το δημοσίευμα των New York Times στις 8 Αυγούστου 1916.

 

Ακόμη και οι Γερμανοί σύμμαχοι των Οθωμανών, που βρίσκονταν στην περιοχή για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης δεν έκρυβαν τον αποτροπιασμό τους για το έγκλημα που λάμβανε χώρα. Μάλιστα ο Φραντζ Γκούντερ, αντιπρόσωπος της Deutsche Bank απέστειλε φωτογραφίες στο Βερολίνο αναφέροντας πως είναι «φρικτό να πρέπει να μένει κανείς σιωπηλός μπροστά σε αυτό το κτηνώδες έγκλημα». 

 

Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Ουίνστον Τσώρτσιλ ο οποίος κάνει λόγο για «διοικητικό ολοκαύτωμα», κάνοντας χρήση του όρου τρεις δεκαετίες πριν τη ναζιστική θηριωδία, αναφερόμενος σε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.

 

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονταν κοντά στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ και υπολογίζονται σε 25, υπό τη διοίκηση του Σουκρού Καγιά. Αυτά ήταν ο ένας τρόπος αφανισμού των Αρμενίων. Στον Πόντο, οι Τούρκοι τους στοίβαζαν σε βάρκες και τους έπνιγαν στα ανοικτά της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, ενώ πιο «αποδοτικός μέθοδος» σύμφωνα με τον Χασάν Μαρούφ, που ήταν τότε αξιωματικός του οθωμανικού στρατού ήταν οι μαζικοί εμπρησμοί.

 

Στις δίκες της Τραπεζούντας το 1918, οπότε και οι Νεότουρκοι δικάστηκαν για τη συμμετοχή της Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαρούφ αναφέρει στη 12σέλιδη κατάθεσή του ότι Τούρκοι αιχμάλωτοι τρελάθηκαν στη θέα των συγκεντρωμένων Αρμενίων που καίγονταν ζωντανοί ενώ είπαν στους Ρώσους πως η οσμή της καμμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν στον αέρα για πολλές μέρες. Μόνο ο Εϊτάν Μπελκίντ, που ήταν επίσης αξιωματικός παραδέχθηκε πως είδε 5.000 Αρμένιους να καίγονται ζωντανοί.

 

 

Ωστόσο η πιο αποτρόπαιη από όλες τις μεθόδους που εφάρμοσαν οι οθωμανικές Αρχές για να αφανίσουν τους Αρμένιους ήταν τα τοξικά αέρια και τα φάρμακα. Στις δίκες της Τραπεζούντας αναφέρεται πως ο δρ. Σαίμπ χορηγούσε μορφίνη σε παιδιά ενώ δύο γιατροί, ο δρ. Φουάντ και ο δρ. Αντνάν κατέθεσαν για τουλάχιστον δύο περιπτώσεις σχολείων όπου συγκεντρώθηκαν παιδιά τα οποία εξοντώθηκαν με χρήση τοξικών αερίων.

 

 

Έναν αιώνα αργότερα, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας δεν είναι ακόμη σαφής, ωστόσο υπάρχει γενική συμφωνία των επιστημόνων ότι τα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων ήταν τουλάχιστον 500.000 για την περίοδο 1914-1918, με τις δυτικές παραπομπές και πηγές να κάνουν λόγο για αριθμό θυμάτων που βρίκεται μεταξύ 600.000 και 1,5 εκατομμυρίου.

 

Μαζί με τους ανθρώπους, θύμα της τουρκικής μανίας ήταν και ο πολιτισμός των Αρμενίων, καθώς το 1974 η UNESCO υπολόγιζε πως από τα 913 ιστορικά κτίρια των Αρμενίων στην Τουρκία, τα 464 είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, 252 βρίσκονταν σε ερειπώδη κατάσταση ενώ 197 χρειάζονταν άμεσα επισκευές.

 

Ήταν Γενοκτονία;

 

Η θέση της Τουρκίας, που αποτελεί διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι ότι ο όρος «γενοκτονία» είναι αδόκιμος και ισχυρίζεται πως οι εκτοπισμοί ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών του Πολέμου και της συνεργασίας των Αρμενίων με τους Ρώσους. Επιπλέον, η Άγκυρα θεωρεί αναχρονισμό το να χρησιμοποιείται ένας όρος που δημιουργήθηκε για να περιγράψει το Ολοκαύτωμα για ένα γεγονός που έγινε 30 χρόνια νωρίτερα.

 

Ωστόσο, η αμηχανία με την οποία η Τουρκία αντιμετωπίζει το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων υποδηλώνει έμμεση παραδοχή της ενοχής της. Είναι παράλογο να αρνείται τη χρήση του όρου «γενοκτονία» τη στιγμή που από τα αρχεία της εποχής και τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών, προκύπτει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδίασε και εκτέλεσε ένα οργανωμένο πρόγραμμα εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες, Χαλδαίοι, Ασσύριοι) στα πλαίσια τόσο του εκτουρκισμού της Ανατολίας, όσο και των στρατηγικών αναγκών της χώρας στα πλαίσια του Μεγάλου Πολέμου.

 

Ένα αιώνα αργότερα, η Τουρκία σε συνεργασία με τη Δύση συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία, αυτή τη φορά στο επίπεδο της μνήμης. Αρνείται κατηγορηματικά την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων γιατί ακόμα διακατέχεται από το «σύνδρομο των Σεβρών», δηλαδή την πεποίθηση ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο διαμελισμού της.

 

Για εμάς τους Έλληνες που η πορεία με τους Αρμένιους ήταν κοινή, πρέπει να παραδειγματιστούμε από τον τρόπο με τον οποίο προώθησαν το δίκαιο αίτημά τους στη διεθνή κοινότητα για να αναγνωριστεί αυτό το φρικτό γεγονός που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα για να κορυφωθεί την περίοδο 1915-1918. Δυστυχώς η δική μας πλευρά ουδέποτε κινήθηκε σοβαρά για να αναδείξει το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ποντίων αλλά και των άλλων ελληνόφωνων της Μικράς Ασίας εκείνη την περίοδο.

 

Ίσως γιατί δεν καταλάβαμε πως οι μέρες μνήμης και η αναγνώριση μιας Γενοκτονίας δεν γίνονται για να παίζονται φτηνά πολιτικά παιχνίδια μεταξύ των χωρών, ούτε για να αναζοπυρώνουν το μίσος μεταξύ των λαών. Γίνονται για να διατηρούμε στη συλλογική μνήμη το που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη θηριωδία όταν θέλει να κυνηγήσει τον «άλλο», εκείνον που διαφέρει σε γλώσσα, ήθη, θρησκεία και πολιτισμό.

 

Μια μέρα σαν κι αυτή το σύνθημα πρέπει να είναι αυτό που φώναζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, όταν δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς, ο αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφος Χραντ Ντικ: «Σήμερα, είμαστε όλοι Αρμένιοι».

ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ

Ο Μαραθώνιος Δρόμος είναι αγώνας αντοχής δρόμου κάλυψης επίσημης απόστασης 42,195 χιλιομέτρων (26 μίλια 385 γιάρδες), που περιλαμβάνεται στα σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα.
Ο αγώνας ονομάζεται έτσι από την ιστορική διαδρομή του Έλληνα στρατιώτη ημεροδρόμου Φειδιππίδη που μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.χ) έτρεξε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα για να μεταφέρει τα νικητήρια νέα με τη λέξη “νενικήκαμεν“.
Η ιστορική ακρίβεια αυτού του γεγονότος επιβεβαιώνεται από τον Φιλόστρατο που αναφέρεται στο θεσμό των στρατιωτών ημεροδρόμων αγγελιαφόρων, τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό.

ΠΗΓΗ:http://el.wikipedia.org/

 

 

 

 

 

http://www.athensauthenticmarathon.gr/