Ξεκινώντας από την Καθαρά Δευτέρα, κάθε Σάββατο που περνούσε, της έκοβαν και από ένα πόδι κι έτσι ήξεραν πόσες βδομάδες απέμεναν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο έκοβαν και το τελευταίο της πόδι και το κομμάτι αυτό χαρτί το έκρυβαν σ’ ένα ξερό σύκο από αυτά που είχαν αποξηράνει το καλοκαίρι ή στο ψωμί που έψηναν για το βράδυ της Ανάστασης.
Όποιος έβρισκε το χάρτινο πόδι της Κυράς Σαρακοστής στη φέτα του ψωμιού που τού αναλογούσε ή στο σύκο που έπιανε από το καλάθι, πίστευαν πως θα ήταν καλότυχος, θα του έφερνε τύχη, γούρι.
Εκτός από χαρτί, σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας έφτιαχναν την Κυρά Σαρακοστή από ζυμάρι, με αλεύρι, αλάτι και νερό.
τα παιδιά ετοιμάζουν τη δική τους Σαρακοστή…
παίζουν “το τραπέζι της κυρά-Σαρακοστής”…
γράφουν νηστίσιμα φαγητά…
κι ετοιμάζουν το σαρακοστιανό τραπέζι…