Αρχική » 2009 » Ιανουάριος » 14
Αρχείο ημέρας 14 Ιανουαρίου, 2009
Ο εικαστικός Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος γαι τον εαυτό του: «Τη ζωγραφική την αντιμετωπίζω σαν έναν άλλο τρόπο άσκησης της ποίησης».
«Έκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική. Ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραφή της Κνωσού, κάποτε την κλασική. Μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα» έγραφε για τη συνήθειά του να ζωγραφίζει πάνω σε πέτρες ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
Οι άλλοι για το Γ. Ρίτσο:
Ο Γ. Τσαρούχης: «Το θέμα του είναι ένα σ’ ό,τι σχεδίασε και ζωγράφισε: η ανθρώπινη μορφή, που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ’ την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας, πέρα από την εγκράτεια και την απόλαυση. Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».
Η Μαρίνα Λαμπράκη -Πλάκα: «Ο Ρίτσος αναζητεί και ανακαλεί πάνω στις πέτρες του τον χαμένο παράδεισο: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης νιότης, ερατεινά κορίτσια και αθλητικά αγόρια με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένες από την αρχαία αγγειογραφία . Το τραγικό του βίωμα ο ποιητής το αποτύπωσε σχεδόν αποκλειστικά και με μεγάλη εκφραστική ένταση στις ρίζες από καλάμια. Οι ίδιες οι ρίζες, βασανιστικές, ροζιασμένες του υπαγόρευαν τις μορφές που ανέσυρε με ελάχιστες γραμμές μέσα από τα πάθη του ξύλου. Γιατί οι ρίζες έχουν πάνω τους τα ίχνη του χρόνου, της φθοράς, του γήρατος. Ετσι βγήκαν αυτές οι μαρτυρικές φυσιογνωμίες, που ανταποκρίνονται στα πάθη του ποιητή, στα πάθη του λαού μας».
Ο Άγγελος Δεληβορριάς: «Περισσότερη όμως σημασία από την προφανή ζωγραφική ευχέρεια του ποιητή, δεν έχει η πρόδηλη πνευματική και σωματική αξία του ανθρώπου, η διυλισμένη μέσα από μια ευδιάκριτα νοσταλγική διάθεση, αλλά η επιλογή των υλικών πάνω στα οποία εναποθέτει τα οράματά του: Οι πέτρες, τα βότσαλα και οι γλειμμένες από το κύμα επιφάνειες, οι ρίζες που ξεβράζει η θάλασσα στις παραλίες, με τις αλλόκοτες φόρμες να προσκαλούν την ερμηνευτική διάθεση, τα χαρτιά και τα μολύβια, τα πινέλα και τα χρώματα, ό,τι εξασφαλίζει στις επιλογές των εγγραφών της μνήμης την ανάκληση των αναμνήσεων. Οι πέτρες, τα βότσαλα και τα κύματα, οι θάλασσες, οι ρίζες και τα χαρτιά, λέξεις πυροδοτημένες με τη φλόγα ενός ξεχωριστού φορτισμού, σημαδεμένες με τα στίγματα μιας βασανισμένης ελληνικότητας σε ποιήματα, που έθρεψαν τις προσδοκίες μας και λάξευσαν τον ψυχισμό μας».
«Αυτός είναι ο Ρίτσος. Λόγος και εικόνα. Εικόνα και λόγος. Ο Ρίτσος ήταν απλός άνθρωπος. Ποιητής. Όταν πονούσε, ζωγράφιζε Χριστούς. Όταν γελούσε, Κόρες. Πίστευε στον άνθρωπο, δηλαδή στο Θεό» σημειώνει ο διευθυντής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Δημήτρης Κωνστάντιος,
?από την εφημερίδα “Ριζοσπάστης”
Συνέντευξη του Γιάννη Ρίτσου στο περιοδικό “Η λέξη”
«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτή τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο “αταξικό γαλάζιο”».